«Αυτός είναι εδώ απ’ το 1980». Το χέρι του κουμανταδόρου δείχνει προς τον γιγάντιο εκσκαφέα μάρκας Takraf, ανατολικογερμανικής κατασκευής, ο οποίος εκτείνεται από το κατάμαυρο κοίτασμα του λιγνίτη στους τοίχους του κρατήρα, μέχρι τις αρχές του ταινιοδρόμου μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά. Το μέγεθός του είναι λίγο-πολύ αυτό ενός οικοδομικού τετραγώνου, κάθε μία από τις ερπύστριές του είναι μεγαλύτερη από ένα φορτηγό ενώ ο καδοτροχός που εξορύσσει το πέτρωμα μοιάζει με ρόδα ερειπωμένου λούνα παρκ. Θυμίζει εξωγήινο μηχάνημα της δεκαετίας του ’70 που ταιριάζει αρμονικά με το περιβόητο «σεληνιακό τοπίο» του λιγνιτωρυχείου, ρημαγμένου από τις εξορύξεις δεκαετιών που έφτασαν μέχρι τα 300 μ. βάθους.
Ο ανατολικογερμανικός «Λεβιάθαν», σήμερα στο 39ο έτος της ηλικίας του, άρχισε να σκάβει τα πλούσια κοιτάσματα του λιγνίτη στο ορυχείο Νοτίου Πεδίου της ΔΕΗ –«το μεγαλύτερο λιγνιτωρυχείο των Βαλκανίων», όπως περηφανεύονται οι εργαζόμενοι στην περιοχή– σε μια εποχή που απέπνεε αισιοδοξία για το μέλλον της ηλεκτροπαραγωγής από «λιγνίτη Πτολεμαΐδας», ο οποίος παρότι φτωχός σε θερμογόνο ικανότητα σε σύγκριση με τον μεγαλύτερης θερμικής απόδοσης λιθάνθρακα, ήταν άφθονος σε ποσότητα. Στις μέρες μας, αυτό το ζωντανό μνημείο της ψυχροπολεμικής βιομηχανίας βρίσκεται σε αβέβαιη κατάσταση. Υπολειτουργεί με τέσσερις μόλις εργάτες να τον χειρίζονται αντί των ενδεδειγμένων δώδεκα και περιμένει την οριστική απόφαση για το μέλλον των ορυκτών καυσίμων, παγιδευμένος ανάμεσα στις συμπληγάδες της παγκοσμιοποίησης και της κλιματικής αλλαγής ή αλλιώς, του κοινωνικού κόστους της αποβιομηχάνισης και της επιτακτικής ανάγκης αντιμετώπισης της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Ως προς αυτήν, ο άνθρακας και ιδιαίτερα ο λιγνίτης είναι καθοριστικής σημασίας, καθώς αποτελεί το καύσιμο με τις μεγαλύτερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.
Όταν μπαίνει σε λειτουργία ο εκσκαφέας τα άμεσα προβλήματα της εξόρυξης λιγνίτη γίνονται κατευθείαν αισθητά. Η μαύρη σκόνη που σηκώνεται καίει κάθε ανοιχτή κοιλότητα του ανθρώπινου σώματος και χρειάζονται μέρες για να φύγει η ενόχληση που προκαλεί. Η τέφρα, όπως και οι εκπομπές θείου και αζώτου, ανήκουν στα «παλιά» προβλήματα της περιοχής της Κοζάνης, της Πτολεμαΐδας και του Αμύνταιου, της ζώνης δηλαδή που αποτελεί το λιγνιτικό κέντρο της χώρας. Αυτά, μαζί με τις αναγκαστικές –και συνήθως αργοπορημένες και προβληματικές– μετεγκαταστάσεις των χωριών που τυχαίνει να βρίσκονται πάνω από κοιτάσματα λιγνίτη, είναι προβλήματα που καταγράφονται ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν ξεκίνησαν και οι πρώτες, άκαρπες συζητήσεις για τη «μεταλιγνιτική» εποχή.
Ο πρόεδρος του Σωματειακού Παραρτήματος «Σπάρτακος» στο Ορυχείο Νοτίου Πεδίου (λιγνιτικό κέντρο Πτολεμαϊδας – Αμυνταίου), Γιώργος Παντοφλίδης, που μας ξεναγεί, κατάγεται από ένα τέτοιο χωριό της περιοχής, την Ακρινή, η οποία βρίσκεται στις παρυφές της πιο πρόσφατης επέκτασης του ορυχείου. Το χωριό των 800 περίπου κατοίκων έχει πλέον «περικυκλωθεί από αποθέσεις», όπως λέει ο ίδιος, ενώ τα προβλήματα υγείας ολοένα πληθαίνουν. Το κοίτασμα που βρίσκεται κάτω από τον κάμπο της Ακρινής, όπου οι ντόπιοι καλλιεργούσαν σιτάρι, καλαμπόκι και ζαχαρότευτλα, έχει απαλλοτριωθεί από τη ΔΕΗ, η οποία όμως δεν έκρινε σκόπιμη τη μετεγκατάσταση του οικισμού. Η άρνησή της να τον μετεγκαταστήσει, παρά τις επανειλημμένες κρούσεις των κατοίκων, αλλά και περιβαλλοντικών οργανώσεων, μέχρι στιγμής παραμένει.
Τον περασμένο Δεκέμβριο, ο απερχόμενος πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ Μανόλης Παναγιωτάκης πέρασε στην αντεπίθεση απέναντι στους διαμαρτυρόμενους κατοίκους. Ισχυρίστηκε ότι τα στρέμματα που έχει απαλλοτριώσει η ΔΕΗ αφορούν ένα μικρό κομμάτι, ότι επιτήδειοι κάτοικοι έχτισαν αυθαίρετες αποθήκες για να εισπράξουν αποζημίωση εν όψει της απαλλοτρίωσης, και ότι «έχουν πέσει αρκετά εκατομμύρια στην Ακρινή μέσα από τη μεταφορά του λιγνίτη και της τέφρας» — προκαλώντας τη μήνη των κατοίκων, αλλά και του περιφερειάρχη Δυτικής Μακεδονίας Θεόδωρου Καρυπίδη που χαρακτήρισε τον κ. Παναγιωτάκη «προκλητικότατο».
Παραδόξως, όμως το πρόβλημα της ρύπανσης και οι αναγκαστικές μετεγκαταστάσεις ίσως αντικατασταθούν με άλλα εξίσου σοβαρά ζητήματα που θα χρειαστούν άμεσης αντιμετώπισης, όπως είναι αυτό του περιορισμού ή και του κλεισίματος της λιγνιτικής δραστηριότητας, που θα φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή των κατοίκων.
Μόλις τον περασμένο Ιούνιο, άλλωστε, ήρθε το τέλος για δύο ακόμα λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ στην περιοχή, τις Καρδιά Ι και ΙΙ, ανεβάζοντας το σύνολο των μονάδων που έχουν κλείσει από το 2010 στις οχτώ, αριθμός που αναμένεται να αυξηθεί γρήγορα και απότομα το προσεχές χρονικό διάστημα: η παράταση ζωής που πήραν οι Καρδιά ΙΙΙ και IV αντιστοιχεί σε έναν χρόνο λειτουργίας ακόμα, ενώ αντίστοιχη παράταση μέχρι το τέλος του 2020 έχει δοθεί και στις μονάδες Αμύνταιο Ι & ΙΙ.
Οι πέντε μονάδες του Αγίου Δημητρίου διέφυγαν της προοπτικής του κλεισίματος, όταν εντοπίστηκαν υψηλές συγκεντρώσεις εξασθενούς χρωμίου στον υδροφόρο ορίζοντα της περιοχής και επιλέχθηκε αντ’ αυτού η λύση της περιβαλλοντικής τους αναβάθμισης. Όμως ούτε αυτή η λύση εγγυάται ότι οι μονάδες αυτές θα έχουν ζωή ως το προβλεπόμενο τέλος τους το 2034.
Σύμφωνα με στοιχεία της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας, οι δραστηριότητες της ΔΕΗ συνεισφέρουν σε ποσοστό ανώτερο του 50% της απασχόλησης της περιφέρειας, τόσο μέσω των άμεσων δραστηριοτήτων της ΔΕΗ που υπολογίζεται ότι απασχολεί περισσότερους από 5.000 υπαλλήλους, όσο και του κατασκευαστικού τομέα που συνδέεται μαζί της με εργολαβικές σχέσεις. |
Η λιγνιτική πρωτεύουσα της χώρας είχε ως πρόσφατα να αντιμετωπίσει προβλήματα που σχετίζονταν με το θείο, το άζωτο, την τέφρα και τις μετεγκαταστάσεις και οι εκπρόσωποί της διαπραγματεύονταν αυτά τα θέματα με τη ΔΕΗ και το ελληνικό κράτος. Μετά το 2015, ωστόσο, όταν οι χώρες των Ηνωμένων Εθνών συνυπέγραψαν τη Συμφωνία των Παρισίων για την αναχαίτιση της κλιματικής αλλαγής, ένας προβληματισμός σχεδόν τριών δεκαετιών σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) έχει αρχίσει να οδηγεί σε πιο έντονες παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Τα προβλήματα της Πτολεμαΐδας, της Κοζάνης, του Αμυνταίου στη Δυτική Μακεδονία και της Μεγαλόπολης στην Πελοπόννησο, έχουν πλέον καταστεί εθνικά και ευρωπαϊκά. Οι δε διαπραγματεύσεις γύρω από τον σχεδιασμό της ενεργειακής στρατηγικής της χώρας για τις προσεχείς δεκαετίες μπορεί να είναι έντονες, αλλά ακόμα δύσκολο να προβλέψει κανείς με ακρίβεια ποιο από τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα θα βγει νικητής. Τα οικολογικά κινήματα και οι περιβαλλοντικές οργανώσεις που προτάσσουν την επιτακτική ανάγκη αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής ή οι υπέρμαχοι του λιγνίτη που προκρίνουν την ενεργειακή αυτονομία της χώρας και την οικονομική επιβίωση των λιγνιτικών περιοχών;
Ο Γιώργος Παντοφλίδης, όπως και το υπόλοιπο μόνιμο προσωπικό της ΔΕΗ στη ζώνη Πτολεμαΐδας-Φλώρινας και οι συμβασιούχοι που βιοπορίζονται από τη λιγνιτική παραγωγή, βρίσκονται στο επίκεντρο της «δίκαιης μετάβασης». Ο ίδιος θυμάται τον θρύλο της περιοχής που λέει ότι στο Καρυοχώρι, ένα από τα πρώτα χωριά που απαλλοτριώθηκαν για να μετατραπούν σε ορυχεία, το κοίτασμα του λιγνίτη ήταν τόσο επιφανειακό, που οι κάτοικοι το έβγαζαν «με τις χούφτες» και το χρησιμοποιούσαν για να θερμάνουν τα σπίτια τους. Τώρα, απορεί πόσο εύκολο θα είναι για τους ανθρώπους που έμαθαν να ζουν με σταθερή εργασία και ισχυρό συνδικαλισμό σε εξορυκτικές και βιομηχανικές εργασίες, να γίνουν ξαφνικά αγρότες ή κτηνοτρόφοι, αν κλείσουν τα ορυχεία και οι σταθμοί. Τα ερωτήματά του είναι τα ίδια και διατυπώνονται και στους τοίχους των Βρυξελλών.
Η πρώτη ευρωπαϊκή απόπειρα να αντιμετωπιστεί η κλιματική αλλαγή έλαβε χώρα το 2003, έξι χρόνια μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Κιότο το 1997 και έντεκα χρόνια από την πρώτη συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή το 1992. Με την ευρωπαϊκή οδηγία 2003/87/ΕΚ επιχειρήθηκε μια στρατηγική περιορισμού των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, προσαρμοσμένη στη λογική της αγοράς και ιδρύθηκε το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών της ΕΕ (EU Emissions Trading System-EU ETS).
Διακηρυγμένος στόχος της οδηγίας ήταν «να συμβάλει, μέσω μιας εύρυθμης ευρωπαϊκής αγοράς δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου, στην αποτελεσματικότερη εκπλήρωση των δεσμεύσεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της [για τη μείωση των ανθρωπογενών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου] και να περιορίσει, κατά το δυνατόν, τις αρνητικές επιπτώσεις της στην οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση». Μέσω του μηχανισμού αυτού, οι δραστηριότητες που οδηγούν σε εκπομπές CO2 μετατρέπονται σε τίτλους, οι οποίοι έχουν αξία με βάση την προσφορά και τη ζήτηση και μπορούν να αγοραστούν και να πουληθούν από κράτη και εταιρείες. Η επιτυχία αυτού του συστήματος σήμερα είναι κάπως αμφίβολη. Μπορεί από την πλήρη εφαρμογή του το 2005 να ξεκίνησε μία ηπίως πτωτική τάση στις εκπομπές, αλλά σύμφωνα με επιστημονικές εκθέσεις, μόνο η ραγδαία αποβιομηχάνιση που ακολούθησε την οικονομική κρίση του 2008 ήταν που επέτρεψε στην ΕΕ να πιάσει τον διακηρυγμένο στόχο της μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 8% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990. Πρόσφατα, μια διασυνοριακή δημοσιογραφική έρευνα καταπιάστηκε με τις αρχικές ατέλειες του συστήματος που άφησαν περιθώριο για κερδοσκοπικά επεισόδια, τέτοιου μεγέθους ώστε να χαρακτηριστούν «η απάτη του αιώνα». Νέο πράσινο ντιλ Η Eurostat υπολογίζει ότι από το 1990 οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου στην Ευρώπη έχουν μειωθεί 22%. Πρόσφατες έρευνες του think-tank Sandbagαποκαλύπτουν ότι η παραγωγή άνθρακα στην ΕΕ κατέρρευσε κατά 19% μόνο στο πρώτο μισό του 2019, με επιπτώσεις σε σχεδόν όλες τις χώρες που καίνε άνθρακα. Ήδη την επομένη της Συμφωνίας των Παρισίων, ο στόχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προέβλεπε μείωση της τάξης του 40% στις εκπομπές CO2 έως το 2030, ενώ η νέα επικεφαλής της, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, έχει υποσχεθεί ένα νέο «πράσινο ντιλ για την Ευρώπη». Αυτό μέχρι στιγμής φαίνεται ότι θα περιλαμβάνει την πρόταση να επιταχυνθεί ο ρυθμός της μείωσης εκπομπών μέχρι το 2030 κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες, που ισοδυναμεί με στόχο μείωσης 50% μέχρι το 2030. Παράλληλα, το Σχέδιο Δράσης της Επιτροπής, που δημοσιοποιήθηκε τον περασμένο Νοέμβριο στοχεύει στο να επιτύχει «κλιματική ουδετερότητα» μέχρι το 2050, δηλαδή τον πρακτικό μηδενισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Το Σχέδιο Δράσης επιχειρεί να αποτρέψει το ενδεχόμενο αύξησης της παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά δύο βαθμούς Κελσίου από την προβιομηχανική περίοδο μέχρι το 2060, εξέλιξη που σύμφωνα με την Επιτροπή απηχεί «το κοινό πόρισμα της επιστημονικής κοινότητας» και θα οδηγήσει στον πολλαπλασιασμό των ακραίων καιρικών φαινομένων (που έχουν ήδη πυκνώσει τα τελευταία χρόνια) και στην ερήμωση τμήματος της Μεσογείου. Και αν η ακρίβεια αυτής της δυστοπικής εικόνας είναι κυρίως θέμα της επιστημονικής κοινότητας, παράλληλα πληθαίνουν οι φωνές που ζητούν την άμεση και δραστική αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής από τη Γηραιά Ήπειρο. |
Η Ελλάδα απέχει πολύ από την πρωτοκαθεδρία της εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου στην Ευρώπη. Σύμφωνα με εμπιστευτικό έγγραφο της ΕΕ, όπου καταγράφεται η προβλεπόμενη εξαγορά δικαιωμάτων εκπομπών από την κάθε χώρα και το οποίο είναι στη διάθεση μας, η Ελλάδα προβλέπεται ότι το 2019 θα αγοράσει μόλις το 3,2% των δικαιωμάτων της ΕΕ.
Τη μερίδα του λέοντος κατέχουν οι ισχυρότερες βιομηχανικές χώρες της Ευρώπης, δηλαδή η Γερμανία (21,5%), η Βρετανία (11,2%), η Ιταλία (10,1%), η Πολωνία (9,89%), η Ισπανία (8,2%) και η Γαλλία (5,8%). Το ελληνικό ποσοστό μοιάζει αμελητέο, αν και είναι εξαιρετικά υψηλό σε σχέση με άλλες χώρες αντίστοιχου μεγέθους (Πορτογαλία 1,6%, Ιρλανδία 1%). Παρά το μικρό της μέγεθος, η Ελλάδα, μαζί με την Πολωνία και άλλες χώρες, επιζητά συστηματικά την εξαίρεσή της από την ευρωπαϊκή στρατηγική, επιθυμώντας να προστατεύσει την ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη και την εναπομείνασα βιομηχανία της.
Την τελευταία δεκαετία, η σύγκρουση των περιβαλλοντικών στόχων της ΕΕ με την προσήλωση της ΔΕΗ στον λιγνίτη έχει επιφέρει μεγάλο οικονομικό πλήγμα στη εταιρεία, η οποία κατέχει το 100% της λιγνιτικής ηλεκτροπαραγωγής και ως εκ τούτου, υφίσταται όλες τις συνέπειες του να ακριβαίνει ραγδαία το πάλαι ποτέ ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της μονοπωλιακής ηλεκτροπαραγωγής από το μέχρι πρότινος πιο φθηνό καύσιμο του ενεργειακού μίγματος της χώρας. Η αποτυχία της να διευρύνει το ενεργειακό της μείγμα με καθαρές τεχνολογίες έχει οδηγήσει σε μία σειρά ευρωπαϊκών κυρώσεων, οι οποίες έχουν στο μεγαλύτερο μέρος τους διοχετευθεί στους λογαριασμούς των καταναλωτών. Την περίοδο της κρίσης 2010-2014, που η ζήτηση για ρεύμα υποχώρησε η ΔΕΗ απορρόφησε μόνη της τους κραδασμούς στον κλάδο ενέργειας. Σύμφωνα με έκθεση της WWF του 2013, τα δωρεάν δικαιώματα εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που παρείχε το ευρωπαϊκό σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων ETSδιαμοιράστηκαν στην ελληνική βιομηχανία με πλεονάσματα που έφταναν μέχρι τα 158 εκατ. ευρώ για μία μόνο εταιρία (ΑΓΕΤ Ηρακλής), τα οποία οι κάτοχοί τους θα μπορούσαν και να μεταπωλήσουν. Την ίδια περίοδο, η ΔΕΗ που διατρέχει τον μικρότερο κίνδυνο διαρροής διοξειδίου του άνθρακα (carbon leakage) έπαψε να δικαιούται δωρεάν δικαιώματα, τα οποία θα έπρεπε εφεξής να αγοράζει, μετακυλίοντας το κόστος στους καταναλωτές.
Στα παραπάνω προστέθηκαν αργότερα κι άλλες δυσχέρειες: η επιβολή του ειδικού τέλους λιγνίτη που θεσπίστηκε το 2012 και καταργήθηκε το 2018, η εκτίναξη της τιμής των δικαιωμάτων CO2 και η κατάργηση των ΑΔΙ (Αποδεικτικά Διαθεσιμότητας Ισχύος) οδήγησαν το κόστος της λιγνιτικής ηλεκτροπαραγωγής σε μια διαρκώς ανοδική πορεία. Αποτέλεσμα είναι πλέον το κόστος παραγωγής της λιγνιτικής MWh(μεγαβατώρας) να έχει φτάσει στα €96, εκ των οποίων τα €42 είναι μόνο η αγορά δικαιωμάτων εκπομπών CO2.
Ακόμα και η απλή παρατήρηση δείχνει ότι οι προκλήσεις της Πολωνίας, που αντιστέκεται στη μείωση των εκπομπών CO2, είναι πολύ κοντινές μ’ αυτές της Ελλάδας. Η Πολωνία, με την κατά πολύ μεγαλύτερη οικονομία της, ακόμα παράγει σχεδόν το 80% της ενέργειάς της από άνθρακα και λιγνίτη, ενώ την ηγεμονία στην εξόρυξη και την ηλεκτροπαραγωγή έχει το κράτος. Ο άνθρακας θεωρείται εθνικός πόρος και εγγυητής της ενεργειακής ασφάλειας. Και παρότι τα δομικά προβλήματα και οι ανοδικές τιμές των εκπομπών CO2 καθιστούν τις ενεργειακές επιλογές των εταιριών μακροπρόθεσμα ελλειμματικές, αξιωματούχοι της πολωνικής κυβέρνησης ακόμα διαπραγματεύονται για το άνοιγμα νέων ορυχείων.
Χαρακτηριστικά, ο πρόεδρος της Πολωνίας, Αντρέι Ντούντα, εγκαινίασε την τελευταία συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή COP24 περηφανευόμενος για τα ανθρακικά κοιτάσματα της Πολωνίας που «φτάνουν για 200 χρόνια και τα οποία θα ήταν δύσκολο να μη χρησιμοποιήσουμε», κάτι που δεν έμεινε ασχολίαστο στον διεθνή Tύπο.
Το 1947, ο μαρξιστής οικονομολόγος και νομικός Δημήτρης Μπάτσης ξεκινούσε την κλασική του μελέτη «Η Βαρειά Βιομηχανία στην Ελλάδα», σχεδιάζοντας μία συνολική στρατηγική για την αξιοποίηση των λιγνιτών στην ηλεκτροπαραγωγή, προκειμένου να επιτευχθεί ο εξηλεκτρισμός της χώρας αλλά και η βιομηχανική ανάπτυξη στο πλαίσιο ενός ενδεχόμενου σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της Ελλάδας.
Ο Μπάτσης τόνιζε τη δυνατότητα του λιγνίτη να οδηγήσει στην απεξάρτηση από τα εισαγόμενα καύσιμα, ενώ κατακεραύνωνε τις μεσοπολεμικές κυβερνήσεις για τον «βοηθητικό» χαρακτήρα που του είχαν δώσει. «Ακόμα και για την ποιότητα του ελληνικού λιγνίτη και τις δυνατότητες χρησιμοποίησής του για ορισμένους σκοπούς θα μπορούσαμε να είχαμε μια βέβαια γνώμη από τους ειδικούς, αν το όλο ζήτημα είχε γίνει από τους υπεύθυνους κρατικούς λειτουργούς και ιδιώτες, εθνικό ζήτημα καυσίμου», έγραφε. «Οι εργασίες όμως που έγιναν γύρω από το λιγνιτικό, έγιναν συμπτωματικά και η πρακτική δουλειά της εξόρυξης λιγνίτη στέκεται μέσα σε υποτυπώδη μορφή και αναχρονιστικές τεχνικές συνθήκες». Το κεφάλαιο για την ηλεκτροπαραγωγή έκλεινε με την πεποίθηση ότι «η κατασκευή ηλεκτρικού δικτύου μεταφοράς και διανομής ενέργειας για όλη την Ελλάδα δεν μπορεί παρά να έχει τη μορφή του βασικού και ώριμου κλάδου για εθνικοποίηση» και ότι «η λαϊκή δημοκρατία θα αντιμετωπίσει ενιαία και αδιάσπαστα το ενεργειακό με το βιομηχανικό πρόβλημα».
Στις 29 Ιουνίου 1950, το ελληνικό κοινοβούλιο διχάστηκε κατά τη διάρκεια μιας πολύωρης συνεδρίασης, η οποία μόνο σποραδικά έχει καταγραφεί, παρότι αποτέλεσε μία από τις πλέον κομβικές στιγμές της νεότερης Ιστορίας. Ακολουθώντας τις μελέτες που συνέταξε η αμερικάνικη Ebasco, στο πλαίσιο του σχεδίου Μάρσαλ, τέθηκε επί τάπητος το ζήτημα του εξηλεκτρισμού της χώρας από κοινού με την εταιρία, μέσα από την αξιοποίηση των λιγνιτικών κοιτασμάτων είτε στο Αλιβέρι της Εύβοιας είτε στην Πτολεμαΐδα, προς όφελος της βιομηχανικής ανάπτυξης.
Στις 30 Ιουνίου 1950, την επομένη της συνεδρίασης, η εφημερίδα «Ελευθερία» έθετε στο πρωτοσέλιδό της ερωτήματα στην κυβέρνηση για την πριμοδότηση του Αλιβερίου αντί της Πτολεμαΐδας, λύση την οποία φαινόταν να προκρίνουν τόσο η αμερικανική εταιρία όσο και ο υπουργός Συντονισμού της κυβέρνησης Πλαστήρα, Εμμανουήλ Τσουδερός, που χειριζόταν το ζήτημα. Επεσήμανε σειρά ζητημάτων μεταξύ των οποίων και το πολλαπλάσιο κόστος της ηλεκτροπαραγωγής, αλλά και η χαμηλή θερμογόνος ικανότητα του λιγνίτη στο Αλιβέρι. Το άρθρο κατέληγε ως εξής: «Γενικώτερον ίσως θα έπρεπε να δοθούν εις την δημοσιότητα στοιχεία παρέχοντα την εικόνα υπάρξεως «πολιτικής λιγνίτου». Διότι βάσει των μέχρι τούδε λεχθέντων, δημιουργείται μάλλον η εντύπωσις ότι επιδιδόμεθα εις την ανάπτυξιν της παραγωγής λιγνίτου χωρίς να δημιουργούμεν εκ παραλλήλου και εν αναλογία τους φορείς της απορροφήσεώς του, εις τρόπον ώστε να δημιουργήται κίνδυνος παραγωγής πλεοναζουσών ποσοτητών λιγνίτου, αι οποίαι θα παραμένουν αδρανείς με τας συνεπακολούθους ζημίας».
Έτσι, εν είδει κακού οιωνού, λιγότερο από δύο μήνες πριν την ίδρυσή της τον Αύγουστο του 1950, η ΔΕΗ φαίνεται να πήρε την πρώτη λανθασμένη επιχειρηματική απόφαση. Κατά παράδοξο τρόπο, η ίδρυση της εταιρίας ως κρατικού διαχειριστή προέκυψε καθ’ υπόδειξιν της Ebasco, εκπροσώπου των «ξένων συμφερόντων» στην ενέργεια που κατακεραύνωνε ο Μπάτσης, ο οποίος δύο χρόνια μετά, το 1952, εκτελέστηκε στο πλευρό του Νίκου Μπελογιάννη.
Το Αλιβέρι ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1954 και σταμάτησε την εκμετάλλευση του λιγνίτη το 1980. Η Πτολεμαΐδα θα έβλεπε τον πρώτο της σταθμό, τον ΑΗΣ ΛΙΠΤΟΛ (Ατμοηλεκτρικός Σταθμός Λιγνίτη Πτολεμαΐδας), αργότερα, το 1959, ως τέκνο ενός σχεδίου που κατάρτισαν ο Πρόδρομος Μποδοσάκης Αθανασιάδης και ο υπουργός Βιομηχανίας της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου, Ιωάννης Ζίγδης, ο οποίος παρότι κεντρώος, φάνηκε να αποδέχεται πλήρως ως ενιαίο «το ενεργειακό και βιομηχανικό πρόβλημα», όπως είχε υποδείξει ο κομμουνιστής Μπάτσης. Στις επόμενες δεκαετίες, ο λιγνίτης του βορρά θα δικαίωνε, την «Ελευθερία» για την προτίμησή της, τόσο με τη συμμετοχή του στη βιομηχανική ανάπτυξη όσο και με τη μακροζωία του. Στην ακμή της, η ζώνη Πτολεμαΐδας-Φλώρινας έφτασε να έχει σε παράλληλη λειτουργία 18 λιγνιτικές μονάδες, ακόμα κι όταν το πρώτο κύμα αποβιομηχάνισης είχε επέλθει, μαζί με τις πρώτες νύξεις από το εξωτερικό για στροφή σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και «πράσινη ανάπτυξη».
Η πρώτη ουσιαστική τομή με την πρωτοκαθεδρία του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή δεν είχε ωστόσο σχέση με περιβαλλοντικές ανησυχίες, αλλά με αυστηρά οικονομικά κριτήρια. Με ευρωπαϊκή οδηγία του 1996, αποφασίστηκε η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας, η οποία ξεκίνησε να υλοποιείται στην Ελλάδα από το 2001, με τη λειτουργία της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ), που μεταξύ των άλλων καθηκόντων της έχει στόχο να «διευκολύνει τον ελεύθερο και υγιή ανταγωνισμό». Η δεκαετία του 2000 σημαδεύτηκε από την είσοδο ιδιωτών στην ηλεκτροπαραγωγή μέσω φυσικού αερίου, φωτοβολταϊκών και αιολικών, οι οποίοι αποτέλεσαν το αντίπαλον δέος στο κρατικό μονοπώλιο της ΔΕΗ, συνυφασμένο με τη χαμηλού κόστους παραγωγή από τις λιγνιτικές μονάδες.
Από το 2010 μέχρι σήμερα, ο ενεργειακός σχεδιασμός της χώρας, παγιδευμένος ανάμεσα στις επιταγές των δανειστών, τους αναθεωρούμενους ευρωπαϊκούς περιβαλλοντικούς στόχους και την ολοένα πιο επιτακτική απαίτηση απελευθέρωσης της αγοράς, βρίσκεται σε συνεχή ρευστότητα με πολλαπλό κόστος. Σε περσινή έκθεσή της, η Τράπεζα της Ελλάδας διαπίστωσε ότι η τιμή του ρεύματος αυξήθηκε κατά 150% από το 2005 έως το 2016. Παράλληλα, μια σειρά ευρωπαϊκών και εγχώριων αστοχιών έχουν φέρει τα οικονομικά της ΔΕΗ σε δεινή κατάσταση.
Για την αντιμετώπισή της, ο νέος υπουργός Ενέργειας, Κωστής Χατζηδάκης, έχει σκιαγραφήσει μέσα από δημόσιες τοποθετήσεις του μία επώδυνη λύση, η οποία ενδέχεται, βάσει των πρόσφατων δηλώσεών του να περιλαμβάνει και απομάκρυνση από την αξιοποίηση του λιγνίτη, οι όροι της οποίας δεν είναι ακόμα σαφείς. Προσφάτως δήλωσε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Το Βήμα, πως οι λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ «κλειστές κοστίζουν πιο φθηνά».
Τα μείζονα προβλήματα του ενεργειακού σχεδιασμού προς το παρόν παραμένουν και το μεγαλύτερο εξ αυτών είναι η συστηματική αποτυχία να υλοποιηθεί ένα βιώσιμο σχέδιο μετάβασης στη μεταλιγνιτική εποχή. Είναι, λόγου χάρη, άξιο απορίας πώς μπορεί να συμβιβαστεί η ευρωπαϊκή απαίτηση για ιδιωτικοποίηση των λιγνιτικών μονάδων στη Μελίτη και τη Μεγαλόπολη, η δημιουργία μιας νέας ιδιωτικής μονάδας στη Μελίτη και μιας νέας κρατικής –προς το παρόν– στην Πτολεμαΐδα, με μια στρατηγική της ταχύτερης δυνατής απομάκρυνσης από τον λιγνίτη.
Αυτή την παράδοξη πολιτική της απόφασης για την κατασκευή νέας λιγνιτικής μονάδας στην Πτολεμαΐδα από τη ΔΕΗ κόστους 1,4 δισ. ευρώ, παρουσιάζει το B’ μέρος της έρευνας, που ακολουθεί.
Το άρθρο υλοποιήθηκε με την υποστήριξη του Journalismfund.eu / This article was developed with the support of Journalismfund.eu
Πηγή https://insidestory.gr/article/klimatiki-allagi-adiexodo-ellinikou-ligniti?token=TRLE2PO87D