Ξικίντσα να γράφου τα ονόματα τουν συμμαθητών μ΄, αλλά σ΄αφήν΄ ου Ηρακλής μι τ΄μπάλα κι ου Ντάλλας μι του ξιάφ΄. Τώρα τα μι πεί κι καένας, αυτό σ΄έφτιξιν αρά; ή πιτάγισι απ΄του ιένα στ΄άλλου. Ι, πέτου κι΄έτσ΄ αρά! Η Μαρία η Μυραλή, του υ δεν το ΄γραφιν μι ο κι ι, δεν είναι απ΄τς μοίρις μας ίλιγιν. Αυτήν κάθουνταν σιαπάν σν Ακρόπουλ΄, αν τ΄θυμάτι καένας σας ή στ΄Φίλ΄ππα τ΄Νιβισκιώτ΄ του σπίτ΄, αυτοί που είχαν του λιουφουρείου ή αν δεν του θυμάστι κι΄αυτό, λίγου παρακάτ κι απέναντι απού τς κατοικίις τουν Αξιουματικών. Ήταν όμουρφ΄κουπέλα, παντρέφκιν ιέναν συμμαθητή μας για λίγου, γιατί ήρθιν απού άλλ πόλ΄ κι έφυγαν για ΄ν Αφστράλια μι φαίνιτι.
Η Τσιτιρίδου Σουφία μι φαίνιτι ήταν απ΄τα Καραϊάννια, αυτήν γίνγκιν αξιουματικός αδιλφή κι ήταν σι μιάν σχουλή ικεί που είνι σήμιρα η Σχουλή δημόσιας υγείας, σν λιουφόρου Αλιξάντρας στς Αμπιλόκηπ΄ λίγου προυτού βγούμι σ΄ Βασιλίσσης Σουφίας σ΄ν Ανθήνα, Θών τ΄ίλιγαν ΄ν πιριουχή. Τώρα τα μι πείτι που του ξέρς αρά; τι που του ξέρου! ου κόσμους είνι μκρός αρά! η ζουή μας, φούρλις φκιάν΄!
Του ΄68, πήγιν η γυναίκ μ΄ τουν γιό μ΄για ιένα ιμβόλιου σ΄αυτό του μισουκουμείου, μισουκουμείου ήταν, κέντρου υγείας ήταν, πάντους ικεί έφκιαναν τα ιμβόλια κι όταν ρώτσιν η αδιλφή η προυισταμέν΄ να ΄ν πούν του όνουμα του πιδιού, κι του είπαν, τότι τς λιέει κι αυτήν΄, μι τουν Βούρκα που είχα συμμαθητήν σην Κόζιαν΄τουν έχτι τίπουτα; Είνι ου μπαμπάς του πιδιού, τν απάντσιν η γυναίκα μ΄!!
Τώρα μιά κι σας είπα αυτόια να σας πώ κι του άλλου, για να ιδείτι πως έρχουντι τα πράγματα κι ανακατόνουντι κι ξανάρχουντι. Τς συμμαθητές τα τς γράψου αδέφτιρου*, έμαθαν να καρτιρούν!!
Του 1965, η υπηρισία που δούλιβα στου Άζουτου, ήταν η υπηρισία ιλένγχου κατασκιβής κρατικού ιργουστασίου αζουτούχουν λιπασμάτουν (ΥΕΚΚΕΑΛ), έσουσιν του αντικείμινό τς , δηλαδή ΄ν κατασκιβή κι τα έπριπιν να φύβγ΄ απού του ιργουστάσιου γιατί είχιν αναλάβ΄ τ΄ικμιτάλιφσ΄ η ανώνυμους ιτιρεία Βιομηχανίας αζουτούχουν λιπασμάτουν (ΑΕΒΑΛ).
Τουν Ουκτόμβριου, ή τα έπριπιν να μας απουλήσν ή να πάειναμι σν Ανθήνα να συνιχίσουμι τουν έλινγχου τουν προυτουκόλλων αφανών ιργασιών, ιπιμιτρίσιουν κι όλα αυτά που χράζουντι για να κλείσν οι λουγαριασμοί κι να σουθεί η δλειά. Κι μιτά να πάειναμι ου καθένας σπίτι τ΄. Ου Σόλουν , ου Γιώργους ου Κέλλης απ΄τ΄θήβα κι ιγώ, είπαμι τα παένουμι σν Ανθήνα.
Βρήκαμι ιένα ξινουδουχείου σν ουδό Αιόλου, δίπλα απ΄΄ν ικκλισιά τς Αγίας Ειρήντς, ήταν ιένα νιουκλασσικό κτίριο, παλιό, είνι του σημιρνό Emporikon Athens Hotel, δεν ήταν απ΄τι αυτά τα ξινουδουχεία τ΄ς ουδού Αθηνάς που ου κάθι πικραμένους βρίσκ΄ παρηγουριά σι πλιαρουμένους έρουτις! που θυμήθκα κι γώ τώρα τα τραγούδια τς Ιλιφθιρίας Αρβανιτάκ΄; “Μείνε κοντά μου”* κι “Όχι Μαζί”* , αυτοί οι ουραίοι στίχ΄τ΄Γιώργου τ΄Ιουάνν΄ απ΄τς Σαλουνίκ΄; που λιέει του πρώτου ” Μείνε κοντά μου απόψε η νύχτα είναι το πάν, η νύχτα είναι μαχαίρι γι αυτούς που αγαπάν” κι του άλλου “Μην περπατάς μαζί μου να μη σε γράψουνε, με ξέρουνε στην πιάτσα και θα σε κάψουνε”. Βέβια ιμάς μας βόλιβιν, γιατί απ΄τι κεί μι τα πουδάρια ήταν κουντά η υπιρισία που τα πάειναμι. Ήταν σν ουδό Καραγιώργ΄ Σιρβίας, μέσα στ΄ στουά τ΄Παύλ΄τ΄ Καλιγά, στουν πέμπτου κι στουν έκτουν όρουφου. Απού πάν απού μας ήταν δυό όρουφ΄απ ΄τα διυλιστήρια, κι στουν τρίτουν όρουφου ήταν η Εcho, ιτιρεία ηχουγραφήσιoυν.
Στς στουά ήταν κι του καλύτιρου μπάρ ικείνης τ΄ς ιπουχής του Brazilian. Βρέθκαμι δηλαδή μέσα σι μια μέρα απού του ιργουστάσιου στα καϊλιάρια μέσα σν καρδιά τ΄ς Ανθήνας, κι πού; στου Σύνταγμα, ποιος να του πιρίμινιν! Στου ξινουδουχείου ου Γιώργους έκατσιν δικαπέντι μέρις γιατί βρήκιν σπίτ΄, ήταν γλέπτει κι παντριμένους μι ιένα κουρίτσ΄ απ΄τα Καϊλιάρια κι τα έρχουνταν σι λίγις μέρις. Βρήκαν σπίτ΄ στα Άνου Ιλίσια.
Ιγώ έψαξα κι βρήκα ίενα δουμάτιου στ΄Μιχαήλ Βόδα, στουν Άγιου Παντιλιήμουνα, ώσπου να τακτοιποιήσουμι κι τ΄μιτάθισ΄τ΄ς γυναίκας μ΄κι να ρθεί κι αυτήν μι του πιδί κι τότι να βρούμι διαμέρισμα. Του σπίτ΄ήταν τ΄ς Μαρίας Βώκου, μιγάλ΄σι ηλικία γυναίκα, ποιήτρια κι τα αδέλφια τς μι φαίνιτι είχαν τ΄ν ιφιμιρίδα Ναυτιμπουρική, μι έδουσιν κι μια ποιητική συλλουγή απ΄τα ποιήματά τς! Έρχονταν τ΄ν ίβλιπαν τα αδέρφια τς, έρχουνταν κι άλλ΄ κι τ΄ς έκαμνιν κι του τραπέζ΄, έφκιανιν ουραία μήλα στου φούρνου κι μ΄έδουνιν κι μένα. ήταν νουστιμότατα μι του κουνιάκ κι τα σπιντζιρκά* που έβανιν μέσα σν καρδιά απ΄του μήλου. Μ΄εφαγαν τα δρουμουλόγια ιένα χρόνου ακριβώς απ΄ ΄ν Ανθήνα στ΄Σαλουνίκ΄, πότι μι τ΄άιρόπλανο, σαμάτ΄ιβρίσκις κι θέσ΄όλις τ΄ς φουρές , πότι μι ΄ν υπιρταχεία του Ουσέ, πότι μι τα λιουφουρεία τ΄Ουσέ, κάθι δικαπέντι μέρις αυτήν η δλειά γίνουνταν. Μάβρ΄ταλιπώργια! Ιφτιχώς μ΄ έδειναν κι καμιά μέρα παραπάν κι ίέτσ΄ βουλέβουνταν κάπους ή δλειά.
Τουν Δικέμβριου γύρου στ΄ς δικαπέντι, απουφάσισα να παένου θέατρου, του θέατρου κι ου σινιμάς είχαν μπεί μέσα σην καρδιά μ΄ από μκρό πιδί, ας όψιτι ου κινηματόγραφους Τιτάνια κι του κινηματουθέατρου Κένταβρους. Πάεινα τακτικά στου Τιτάνια απού του δημουτικό, μι τουν φίλου μ΄ τουν Νίκου τουν Τσιγγαλή. Απουφάσισα απ΄λιέτι να παένου να δώ τουν Βασίλ΄τουν Διαμαντόπουλου (15 Νοε., 1920 – 5 Μαΐ., 1999), είχα διαβάσ΄ καλές κριτικές. Ιτότις στα “Νέα” κι του “Βήμα” άπ΄ διάβαζα έγραφαν ου Γιώργους ου Πηλιχός (1929 – 5 Μαϊ., 2003), συντάκτης του καλλιτεχνικού ριπουρτάζ στα “Νέα”, ακόμα θυμάμι τ΄κριτική για ΄ν τινία “Ου κάου μπόι του μεσονυχτίου” , ου Κώστας Γιουργουσόπουλους κι ου Βάσους ου Βαρίκας (1912 – 1971), κριτικές για του θέατρου.
Πήγα στου θέατρου “Ορβο” σν ουδό Γιάν Σμάτς* ικεί είχαν μιταφέρ΄΄ν παραστάσ΄ του χειμώνα του ’65, που ήταν μια παραγουγή απ΄του θκό τς θιατρικό σχήμα “Νέο Θέατρο” που είχαν φκειάσ΄μι τ΄γυναίκα τ΄, τ΄Μαρία Αλκαίου του 1958. Του έργου ήταν η “Αθάνατη Πολυαγαπημένη” του Γιώργου Ρούσου. Η υπόθισ΄ ήταν γύρου απ΄τ΄ζουή του Μπιτόβιν. Τ΄σκηνουθισία τ΄ν είχιν ου Μήτσους ου Λυγίζους, καλός θιατράνθρουπους. Έπιζαν οι όμουρφις κουπέλις, Καίτη Παπανίκα κι η Νίκη Τριανταφυλλίδη, ου Θόδουρους Κατσαδράμς, ήταν κι άντρας τ΄ς Παπανίκα, άλνους δεν θυμούμι.
Στου διάλειμμα σκιώνουμι για τσιγάρου κι παένου στου κυλικείου, γλέπου καλά ρα, λιέου, μια χαρά ίγλιπα! Ποιόν γλιέπου λιέτι; τουν συμμαθητή μ΄τουν Μάρκου του Τσιρέκα!! Ήταν μι δυό ακόμα αντάμα, είπαμι καμόσα, αλλά πόσα να πείς σ΄ιένα διάλειμμα, στου τέλους τς παράστασης μι γνώρσιν κι στ΄γυναίκα τ΄κι στς άλλις δυό κυρίις. Ου ιένας απ΄τς άνδρ΄ήταν ου συνιταίρους τ΄κι ου άλλους ου κουνιάδους τ΄ Μι λιέει στουν πάτου πέρνα απ΄του γραφείου μ΄ καμιάφρας κι μ΄έδουκιν κι ΄ν κάρτα τ΄. Έφυγάμι ιφχαριστημέν΄απ΄΄ν παράστασ΄, , είπαμι κι καλά Χστούϊννα γιατί πλησίαζαν. Η παράστασ΄ήταν πουλή καλή. Πέρασαν τα Χστούϊννα κι η προυτουχρουνιά, είχα ανιβεί στ΄Σαλουνίκ΄ να τα πιράσου μι ΄ν οικουγένεια, κι τουν κινούργιου χρόνου ξανά πίσου σν Ανθήνα.
Πέρασιν κάνας μήνας απού ιτότι που βρήκα τουν Μάρκου στου θέατρου. Τουν τηλιφώντσα κι πήγα κι τουν βρήκα. Ήταν σν΄ουδό Καρόρη, σι όρουφουν, κουντά σ΄ν ικκλησιά τ΄ς παναΐας Καπνικαρέας, ικεί σ΄ν Ιρμού. Όλα τα στινά ικεί κουντά τα ήξιρα καλά γιατί απού ικεί πιρνούσα για να ανιβώ στου σύνταγμα στ΄δλειά μ΄. Τι τ΄ν ουδό Καΐρη, τι τ΄Βύσσης, τι τ΄Βορέου, ήταν γνουστές, στ Βορέου είχιν γραφεία η αθλητική ιφημιρίδα κι όπους έγραφιν σ΄ν ιπικιφαλίδα ήταν η “μεγαλυτέρα αθλητική εφημερίδα των Βαλκανίων”, ήταν η αθλητική ηχώ (1945-2007). Ικεί προυτοείδα τον Γιάνν΄ τουν Διακουγιάνν΄, έγραφιν σι αυτήν τ΄ν ιφημιρίδα.
Ου Μάρκους είχιν φκιάσ΄καλή κατάστασ΄, είχιν υφαντουργείο κι έβγανιν υφάσματα απού αυτά τα κλαρουτά που τα φκιάν΄ ρόμπις οι γυναίκις. Ικεί που πήγα είχιν πρατήριου χουντρικής πώλησης, αλλά όπους μι ιξήγισιν έφκιαναν κι καλά υφάσματα για κουστούμια. Άμα πιράισ ΄καμιάφρα απού τ΄ν ουδό Μητρουπόλιους δες σ΄βιτρίνα τα τόπια στου καλό μαγαζί τ΄Χατζηφουτίου* κιμ όχ΄μούνγκι σι αυτό.
Του ιργουστάσιου του έχουμι σ΄λιουφόρου Ηρακλείου πιρίπου απέναντι απ΄΄ν ικκλησία του Αγίου Λουκά, κι του άλλου του τρανό παραπάν απ΄τ΄ς Κουκουβάουνις* μιταξύ τ΄ς Λυκότρυπας* κι τς Μαγκουφάνας*. Αν πιράισ΄καμιάφρας, γράφ΄ουπάν τ΄ς στέγ΄μι τρανά γράμματα ΣΑΡΡΗΣ-ΤΣΙΡΕΚΑΣ, δεν στουν λιέου, μι λιέει, για να σι δείξου τάχατιά* ποιος είμι, απόμνα όπου μ΄ήξιρις. δεν άλλαξα ντίπ για ντίπ, αλλά του είπα για να του δείς, να μην αραδάς όταν μι του καλό τα΄ρθείς καμιάφρας. Ου Σαρρής είνι ου συνιταίρους μ΄που γνώρσις στου θέατρου.
Άιντι ρά , τα λιέμι
Λέξις μι *
αδέφτιρου= άλλη φορά
“Μείνε κοντά μου” και “Όχι μαζί” τραγούδια από το δίσκο “Κέντρο Διερχομένων” 1982, σε στίχους Γιώργου Ιωάννου, μουσική Νίκου Μαμαγκάκη και τραγούδι Ελευθερία Αρβανιτάκη
Σπιντζιρκά= διάφορα μπαχαρικά όπως κανέλλα, γαρύφαλλο
Γιάν Σμάτς= Οδός Βουκουρεστίου. Jan Christiaan Smuts (24 Μαΐ., 1870-11 Σεπτ., 1950), σημαντικός Νοτιοαφρικανός πολιτικός, στρατιωτικός ηγέτης, φιλόσοφος. Διετέλεσε υπουργός σε διάφορα υπουργεία και πρωθυπουργός της Νοτίου Αφρικής το 1919 έως το 1924 και το 1939 έως το 1948.
Χατζηφωτίου= καλό κατάστημα υφασμάτων, στην οδό Μητροπόλεως, του πατέρα του γνωστού Μπόν Βιβέρ Ζάχου Χατζηφωτίου.
Κουκουβάουνες= Μεταμόρφωση Αττικής
Λυκότρυπα= Λυκόβρυση Αττικής
Μαγκουφάνα= Πεύκη Αττικής
ταχατιά= τάχα
Σημείωση. Τα πρόσωπα μπορεί να είναι και φανταστικά, τα γεγονότα όμως είναι πραγματικά.
Μήκας Ελίμειος
14 Οκτωβρίου 2018
ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ,ΑΛΛΑΒΡΗΣΟΥ;