Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου, τριάντα χρόνια μετά, συνεχίζει να συμβολίζει τη δραματική ιστορική στιγμή που άλλαξε καθοριστικά τον κόσμο και τον χάρτη της Αριστεράς. Η κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» σε απευθείας σύνδεση σε ολόκληρο τον πλανήτη, μέσω της μικρής οθόνης, υπήρξε στην πραγματικότητα ένας «ανεμοστρόβιλος» που συμπαρέσυρε στον διάβα του τα πάντα.
Η πτώση του «υπαρκτού», η εξάλειψη της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 και η επέλαση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης τα επόμενα χρόνια, τροποποίησαν ριζικά τα γεωπολιτικά δεδομένα και άλλαξαν τις δομές της εξουσίας. Στην πραγματικότητα, το 1989- και κατ’ επέκταση το 1991- έθεσε ολόκληρο το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα μπροστά σε οντολογικά διλήμματα, όπως αυτά της ίδιας της επιβίωσης ή της περιθωριοποίησής του. Το ελληνικό κομμουνιστικό και αριστερό κίνημα δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από αυτόν τον κανόνα, ζώντας για χρόνια μία βαθύτατη κρίση υπαρξιακής επιβίωσης,
Ο «νεκροθάφτης» Μιχαήλ Γκορμπατσόφ
Όταν ο Γκορμπατσόφ ανέλαβε τα ηνία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ), στις 11 Μαρτίου 1985 και σε ηλικία μόλις 54 ετών, το εγχείρημα του «υπαρκτού» βρισκόταν σε ένα σημείο καμπής. Η εκλογή του αποτελούσε αντανάκλαση και καταγραφή των οικονομικών και κοινωνικών μετασχηματισμών που συντελούνταν, τουλάχιστον, κατά, τα τελευταία τρία, χρόνια στην ΕΣΣΔ, καθώς και την έμμεση αναγνώριση μιας εσωτερικής παθογένειας του συστήματος που έπρεπε να αντιμετωπιστεί.
Με την ανάδειξη του Γκορμπατσόφ στην ηγεσία του ΚΚΣΕ και της Σοβιετικής Ένωσης, δυο ήταν οι λέξεις που κυριάρχησαν και έγιναν συνώνυμο της νέας εποχής, «γκλάσνοστ» [διαφάνεια] και «περεστρόικα» [αναδόμηση] σε ολόκληρο το σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Ένας νέος άνεμος έπνεε εκείνη την περίοδο τόσο στην ΕΣΣΔ και τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, όσο και στα κομμουνιστικά και αριστερά κόμματα ανά τον κόσμο. Δεν ήταν μόνο η παραδοσιακή Αριστερά, αλλά κάθε πτέρυγα του παγκόσμιου αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος, ακόμα και κομμάτια του αστικού πολιτικού κόσμου, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αναγνώριζαν ότι αυτό που συντελούνταν τότε στη Σοβιετική Ένωση είχε επιπτώσεις που ξεπερνούσαν κατά πολύ τα σύνορα της.
Πολύ γρήγορα όμως, ο αρχικός ενθουσιασμός μετατράπηκε σε αμηχανία και απογοήτευση, καθώς οι μεταρρυθμίσεις Γκορμπατσόφ φάνηκαν αδύναμες και ξέφυγαν από το πλαίσιο της ανανέωσης του σοβιετικού εγχειρήματος. Εν τέλει, η περεστρόικα άνοιξε τον Ασκό του Αιόλου και απελευθέρωσε ό,τι πιο αντιδραστικό στοιχείο υπήρχε. Στο τέλος, αυτό που κατόρθωσε ήταν απλώς να μετατρέψει την κρίση του συστήματος σε διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και έτσι ο Γκορμπατσόφ να μετατραπεί σε «νεκροθάφτη» της μεγάλης σοσιαλιστικής πατρίδας. Με την αποτυχία της περεστρόικα και της γκλάσνοστ, το τέλος της πάλαι ποτέ «κραταιάς» Σοβιετικής Ένωσης, ήταν αναπόφευκτο.
Τα ανυπέρβλητα προβλήματα του «υπαρκτού»
Τα άλυτα και σε πολλές περιπτώσεις διαφορετικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ήταν στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ανυπέρβλητα. Όπως είχε οικοδομηθεί ο «υπαρκτός», μαζί με τις οικονομικές και πολιτικές κατευθύνσεις που είχε επιλέξει και με την πίεση που δεχόταν από εξωγενείς παράγοντες, ήταν αδύνατον να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καιρών, αλλά και ταυτόχρονα να μπορεί να ενσαρκώσει τα οράματα μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Η μικρή παραγωγικότητα της εργασίας σε σύγκριση με αυτή των δυτικών καπιταλιστικών χωρών, η οποία γινόταν φανερή και στη χαμηλή διεθνή ανταγωνιστικότητα των βιομηχανικών προϊόντων των χωρών αυτών, η τεχνολογική υστέρηση και η τεράστια σπατάλη παραγωγικών πόρων, ήταν μερικά μόνο από τα βασικά δομικά προβλήματα των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Την ίδια ώρα φούντωναν τα εθνικιστικά ρεύματα στο εσωτερικό των χωρών αυτών, που σε συνάρτηση με τα γραφειοκατικά προβλήματα που υπήρχαν και τα ζητήματα που προκύπταν από τη μεταβαλλόμενη και προβληματική παγκόσμια οικονομία (κρίση πετρελαίου, αύξηση κόστους παραγωγής κ.λπ.), έκαναν την πτώση να είναι ζήτημα χρόνου. Από την Πολωνία ξεκίνησε ένα ντόμινο πτώσης των καθεστώτων του «υπαρκτού» που κορυφώθηκαν την 9η Νοεμβρίου 1989, ημέρα κατά την οποία πέφτει το τείχος που χώριζε το Ανατολικό από το Δυτικό Βερολίνο. Έκτοτε, ο κόσμος δεν θα ήταν ποτέ ξανά ίδιος.
«Τείχος και Τσαουσέσκου» επηρεάζουν το ΚΚΕ
Τα κοσμοϊστορικά γεγονότα της τριετίας 1989- 1991 ήταν καθοριστικά για τη βαθιά κρίση που βίωσαν τα κομμουνιστικά και αριστερά κόμματα σε όλη την υφήλιο. Στη χώρα μας, το πολιτικό και ιδεολογικό «σοκ» που βίωσε η Αριστερά τη στιγμή της πτώσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού», επέδρασσε πολλαπλασιαστικά στο εσωτερικό του ισχυρότερου κομματιού του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος, αυτό του ΚΚΕ, αλλά και σε όλο το φάσμα του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος.
Τα δραματικά γεγονότα και ο αντίκτυπός του διαπέρασαν- με διαφορετικό τρόπο- στο σύνολό του τον κομματικό οργανισμό, ενώ πολλά από τα στελέχη και τα μέλη του κόμματος τα βίωσαν και ως προσωπική διάψευση. Σε συμβολικό επίπεδο, η πτώση του τείχους του Βερολίνου και η δολοφονία του Τσαουσέσκου, ήταν δύο σημαδιακά ιστορικά γεγονότα που ταρακούνησαν ως σεισμός τα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ και αυτά που πυροδότησαν τη σκληρή εσωκομματική σύγκρουση.
Μετά τη διάσπαση της ΚΝΕ το 1989, που είχε να κάνει πρωτίστως με το ζήτημα της συγκυβέρνησης Αριστεράς – Δεξιάς, όπως και με τη συγκρότηση του ενιαίου ΣΥΝ και την κριτική απέναντι στην περεστρόικα, τα δύο ρεύματα σκέψης [«παλιά» και «νέα» φρουρά] που συνυπήρχαν αρμονικά- με επιμέρους, αλλά όχι αγεφύρωτες, διαφωνίες, κυρίως λόγω της παρουσίας του Χαρίλαου Φλωράκη, μέχρι τότε, στην ηγεσία του ΚΚΕ- μετεξελίχθηκαν ταχύτατα σε δύο «τάσεις» με σαφή οργανωτικά χαρακτηριστικά και λειτουργία φραξιονιστικού τύπου. Η σφοδρή σύγκρουση των δύο πλευρών σχετικά με τα ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά του κόμματος στη νέα εποχή, την πολιτική των συμμαχιών, την αντίληψη για την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας κ.λπ., οδήγησε μετά το 13ο Συνέδριο, στη μεγαλύτερη ίσως διάσπαση που γνώρισε το ΚΚΕ στην ιστορία του.
Σε μια νέα πραγματικότητα για τον κόσμο, χωρίς την παρουσία της ΕΣΣΔ, αλλά και τα ευρωκομμουνιστικά κόμματα να έχουν ξεφουσκώσει ή χαθεί, τα κομμουνιστικά και αριστερά κόμματα διαμόρφωσαν τη μετέπειτα φυσιογνωμία τους χωρίς πια κάποιο διεθνές σημείο αναφοράς. Στη χώρα μας, η ηγεσία του ΚΚΕ αρχίζει και χαράζει έναν νέο δρόμο μετά το 1991 στην πολιτική της, τον οποίο με ορισμένες, κατά καιρούς, παρεκκλίσεις συνεχίζει να ακολουθεί ακόμη και σήμερα. Από την άλλη πλευρά, από τη μήτρα του πολύμορφου «ανανεωτικού» μπλοκ του ΚΚΕ ξεπήδησαν, με δυσκολίες, νέες ή και αμφιλεγόμενες προσπάθειες οικοδόμησης μιας «σύγχρονης» Αριστεράς, οι οποίες με τον έναν ή τον άλλον τρόπο συνεχίζουν να παραμένουν στο τραπέζι της συζήτησης από διαφορετικά μετερίζια.
*Ο Κωνσταντίνος Ζαγάρας είναι διδάκτωρ πολιτικής επιστήμης του ΕΚΠΑ. Συγγραφέας του βιβλίου «Η κατάρρευση του “υπαρκτού” και η διάσπαση του ΚΚΕ- Η κομβική στιγμή του 1991 (εκδόσεις Θεμέλιο, 2019).