Στα μέσα της επόμενης δεκαετίας, και όχι νωρίτερα, πρόκειται τελικά να αποσυρθεί η συντριπτική πλειονότητα των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, ήτοι το 56% της εγκατεστημένης λιγνιτικής της ισχύος.
Στο διάστημα αυτό θα “φύγουν” από το σύστημα περί τα 2.200 λιγνιτικά MW, δηλαδή ο κύριος όγκος των λιγνιτικών μονάδων, επί συνόλου 3.900 MW. Οσο για την πρώτη τριετία, 2020-2022, οι αποσύρσεις δεν θα αφορούν παρά μόνο 1.000 μεγαβάτ, ήτοι το 25,6% του στόλου.
Τα παραπάνω νούμερα προκύπτουν από τον πίνακα 32 στο πλήρες κείμενο του “Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα” (δείτε εδώ ολόκληρο το κείμενο του ΕΣΕΚ), ο οποίος και περιγράφει τα βασικά χαρακτηριστικά του συστήματος ηλεκτροπαραγωγής το έτος 2030, με βάση το σενάριο επίτευξης στόχων.
Σύμφωνα με αυτό, η λιγνιτική ισχύς της ΔΕΗ θα είναι 3.900 MW το 2020, για να περιορισθεί στα 2.900 ΜW το 2002, να πέσει κατακόρυφα στα 700 MW το 2025, παραμένοντας σε αυτά τα επίπεδα ως και το 2027, προκειμένου να μηδενισθεί το 2028.
Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι η απολιγνιτοποίηση δεν θα είναι και τόσο εμπροσθοβαρής, όπως προέβλεπαν κάποια φιλόδοξα σενάρια, που ήθελαν το στόχο του 2028, να έρχεται πιο κοντά, και συγκεκριμένα το 2023.
Τα πρώτα τρία χρόνια εφαρμογής του σχεδίου, αναμένεται να κλείσουν κυρίως οι μονάδες του Αμυνταίου και της Καρδιάς, που σήμερα συνεχίζουν να λειτουργούν, κατά παράβαση της κοινοτικής νομοθεσίας, καθώς οι Βρυξέλλες δεν τους έχουν εγκρίνει παράταση ζωής.
Το σενάριο της ταχύτερης απόσυρσης στηρίζονταν στη λογική, ότι πέρυσι η ΔΕΗ μπήκε μέσα κατά περίπου 200 εκατ ευρώ από τις λιγνιτικές της μονάδες, και φέτος προβλέπεται να χάσει ακόμη περισσότερα, επομένως είναι ανάγκη να μπει τέλος σε αυτή την πληγή, και άμεσα. Το σενάριο αυτό όμως, προφανώς προσέκρουσε σε ζητήματα ασφάλειας, και εγκαταλείφθηκε καθώς φαίνεται ότι δεν συνάδει με τον ομαλό εφοδιασμό του συστήματος, και ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη οι μελέτες επάρκειας ισχύος από τον ΑΔΜΗΕ. Τα ρίσκα σε σχέση με την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας και τη διαμόρφωση του κόστους ρεύματος, είναι ότι για ένα μεγάλο διάστημα η επάρκεια της εγχώριας αγοράς σε ηλεκτρισμό θα χρειαστεί να στηρίζεται το εισαγόμενο φυσικό αέριο, αφού απαιτείται χρόνος για την πλήρη υποκατάσταση του λιγνίτη από τις ΑΠΕ.
Το οριστικό σχέδιο απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων θα αποτυπωθεί στο business plan της ΔΕΗ που αναμένεται στα μέσα Δεκεμβρίου, και αφού νωρίτερα θα έχει γίνει ενδελεχής έλεγχος κατά πόσο αυτή δεν διακινδυνεύει την ασφάλεια του συστήματος.
Σήμερα στο λιγνιτικό στόλο της ΔΕΗ περιλαμβάνονται οι πέντε μονάδες του ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου (2Χ247 MW, 2X283 MW, 1X342 MW), εκ των οποίων η πέμπτη μονάδα (342 MW) τέθηκε σε λειτουργία στα τέλη της δεκαετίας του ΄90 και θεωρείται ότι έχει αρκετό χρόνο ζωής μπροστά της. Ο σταθμός του Αμυνταίου αποτελείται από δυο μονάδες ισχύος 273 MW η κάθε μία, η Μελίτη από μια μονάδα 289 MW, ο σταθμός της Καρδιάς από τέσσερις μονάδες εκ των οποίων δυο των 270 MW και δυο των 280 MW, ενώ οι δυο μονάδες της Μεγαλόπολης, είναι από 255 MW η κάθε μια. Έτσι η συνολική λιγνιτική ισχύς της ΔΕΗ ανέρχεται σε 3.900 MW.
Στο ενημερωτικό πάντως σημείωμα του υπουργείου Περιβάλλοντος & Ενέργειας για τον ΕΣΕΚ, παρ’ ότι επαναλαμβάνεται η αναφορά για “εμπροσθοβαρή απολιγνιτοποίηση της χώρας”, αναφέρεται ότι η απόσυρση όλων των λιγνιτικών μονάδων μέχρι το έτος 2028 θα γίνει συντεταγμένα και υπεύθυνα. Και επισημαίνεται ότι γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, υπό την αιγίδα μιας διυπουργικής επιτροπής, θα εκπονηθεί και θα παρουσιαστεί στα μέσα του 2020 ένα ολοκληρωμένο Σχέδιο Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης (Master Plan) που θα αποτελεί τον αναπτυξιακό οδικό χάρτη στην μετά τον λιγνίτη εποχή.
energypress.gr
Πολύ ωραίο το σχέδιο. Μικρότερη ΔΕΗ λιγότεροι συριζοπασόκοι υψηλόμισθοι.
Οι υψηλομισθοι οπως τους αποκαλεις μπηκαν επι πασοκ και νεας δημοκρατιας.μη μπερδευεσαι,οπως σε συμφερει κυριε ανωνυμεμνημηχρυσοψαρου