Αμερική, 1950. Στα γυμνά δοκάρια ενός σπιτιού με καφασωτά παράθυρα, στήνεται ο μέσα κι ο έξω κόσμος, ο σπιτικός κι ο περίγυρός του, που μπαινοβγαίνει αναλόγως. Στο ίδιο αμετακίνητο σκηνικό, με φως ή με σκοτάδι, κινούνται ραγδαία οι ανθρώπινες συγκρούσεις και τα δυνατά συναισθήματα μιας οικογένειας σικελών μεταναστών: πατέρας φορτηγατζής, μητέρα μοδίστρα κι η έφηβη κόρη τους.
Το αιφνίδιο κακό προαναγγέλλεται στη μητέρα, Σεραφίνα “Μαύρα θα βάλεις” από μια μάγισσα, μαϊστρα στα μέρη μας, σύμβολο ανίχνευσης των άγνωστων μελλούμενων, αλλά και μεταστροφής των ακατόρθωτων σε κατορθωτά, με τη χρήση των μαγικών βοτάνων.
Η πρώτη διάψευση της Σεραφίνας στην αναμονή του άντρα της είναι πένθιμη. Η απώλειά του, κάηκε στο φορτηγό, δε λαμβάνει χώρα στη σκηνή, σαν τις αρχαίες τραγωδίες, όπου ο φόνος δεν διαπράττεται επί σκηνής, αλλά υποδηλώνεται από τις γειτόνισσες με μαύρο μαντήλι και τον
ιερέα, όμως κι η ίδια δεν θέλει ο χαμός να μιληθεί, αφού με τις κραυγές της τον μιλάει.
Το βαρύ της πένθος, με τα μαύρα, ανάλλαγα ρούχα, τα λυτά μαλλιά και τα κλειστά καφασωτά, διαποτίζεται από τη δεύτερη διάψευσή της, ως προς την αφοσίωση του άντρα της στην αγάπη τους.
Το πένθος της, η απίστία του άντρα της κι οι σιτσιλιάνικες παραδόσεις ορθώνουν εμπόδια στον έρωτα της κόρης της για ένα ναύτη Αμερικανό. Η λαχτάρα, όμως, της νιότης να ζήσει όσα η ζωή της υπόσχεται, συγκρούεται με την τραγική ματαίωση της ωριμότητας.
Εν τέλει, ο έρωτας, η αγάπη, θα ενώσει τις δυο γενιές, τις δυο γυναίκες, αφού η μια πρωτοερωτεύεται κι η άλλη ξαναερωτεύεται, σπάζοντας την τεφροδόχο των αναμνήσεών της, έναν περαστικό φορτηγατζή πάλι, σικελό μετανάστη, με πολλές κωμικές στιγμές.
Ξεδιπλώνεται , άραγε, έτσι, από το συγγραφέα η σκληρή ζωή των μεταναστών διανθισμένη με τον έρωτα ή η διπλή επιλογή στον φορτηγατζή είναι η προτίμησή του σ΄αυτούς που σπίτι τους έχουν το δρόμο και λίκνο τους τη ντομπροσύνη;
Στην Κοζάνη, φορτηγατζήδες ήταν οι τελευταίοι άνδρες που συνέτριβαν το ποτήρι στην παλάμη, ως απόδειξη συμπόνιας στο βάσανο του φίλου. Λουλουδάτα φορέματα στις αποχρώσεις του ροδιού καταυγάζουν, συγκρούονται με το μαύρο του πένθους και κυριαρχούν στο τέλος ως ρούχα
της χαράς της ζωής.
Λουλούδι, πάλι, συνέχει την εξέλιξη του έργου, είναι το κόκκινο τριαντάφυλλο χαραγμένο στο στήθος, ως επιστέγασμα καρδιακών συναισθημάτων ή το άσπρο τριαντάφυλλο του όνειρού της ως προμήνυμα της επιστροφής της στη ζωή και πάλι το κόκκινο, προάγγελος της σύλληψης μιας νέας ζωής.
Είναι μια σπάνια χαρούμενη κατάληξη στο έργο του Τενεσί Ουίλιαμς, ανάλογη μ΄αυτή που είδαμε μεταγενέστερα στο έργο του Θ. Αγγελόπουλου: ένα παιδί στο φινάλε, ελπίδα ζωής. Αισθαντικές οι ερμηνείες των τεσσάρων πρωταγωνιστών, συγκλονιστική της Σεραφίνας, και καλοδουλεμένοι όλοι οι δεύτεροι ρόλοι.
Η μουσική είναι μια ταιριαστή υπόκρουση στην κραυγαλέα μουσικότητα του έργου κι η οριακή χρήση της Ιταλικής, είτε ξέρουμε Ιταλικά είτε όχι, δεν μας αποξενώνει από τα διαδραματιζόμενα, αντίθετα, αισθητοποιεί την καταγωγή των πρωταγωνιστών και τους κάνει αληθινούς.
Συγχαρητήρια στον Λ. Γιοβανίδη, καλλιτεχνικό Δ/ντή του ΔΗΠΕΘΕ, που ως σκηνοθέτης του έργου, στην αφυδατωμένη εποχή της έξυπνης τεχνολογίας, πέτυχε με την τέχνη τη λύτρωσή μας, τον εξανθρωπισμό μας, και συνέβαλε μαζί με τα σπάνια ερασιτεχνικά σχήματα να καθιερωθεί η πόλη μας ως ΚΟΖΑΝΗ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ.
Καλά Χριστούγεννα,
Τάσα Σιόμου.