20/01/2020
Η Ευρωπαική Ένωση κατέταξε την Ελλάδα στην εμπροσθοφυλακή της μάχης κατά της κλιματικής αλλαγής χωρίς την ουσιαστική ανάληψη υποχρέωσης για την αποκατάσταση των συνεπειών ιδιαίτερα στην δική μας περιοχή που πλήττεται κατάφορα.
Η χώρα μας μπροστά στο μεγάλο αυτό πρόβλημα αποδέχεται αναντίρρητα την επιλογή αυτή και αναζητάει ιδιωτικές επενδύσεις για την αντισταθμιστική ανάπτυξη θεσπίζοντας επενδυτικά και φορολογικά κίνητρα χωρίς να παρέχει το απαραίτητο κίνητρο φθηνής ενέργειας. Το πρόβλημα είναι μεγάλο και δεν αντιμετωπίζεται με ημίμετρα. Άποψή μας είναι ότι η απολιγνιτοποίηση πρέπει να γίνει σταδιακά με ταυτόχρονη αναπτυξιακή πορεία εγκαθιστώντας βιομηχανικές μονάδες μεσαίου και μικρού μεγέθους που δίδουν αντίστοιχες θέσεις εργασίας.
Στην περιοχή μας υπάρχει βιομηχανική γνώση και εμπειρία 50 και πλέον ετών στην οποία μπορούμε να στηριχτούμε για να διατηρηθεί βιομηχανική. Ο κόσμος στην πλειοψηφία του δεν θέλει και δεν μπορεί να ξαναγυρίσει στον αγροτοκτηνοτροφικό τομέα όπου απασχολούνταν προηγούμενες γενιές και συνεπώς αυτά που πρόσφατα μας είπε ο αρμόδιος Υφυπουργός Γεράσιμος Θωμάς για δημιουργία νέων δομών με πολλές θέσεις εργασίας στον πρωτογενή και τον δευτερογενή τομέα και πέρασαν τον σχετικό νόμο ως MASTER PLAN, δεν έπεισαν τους πολλούς που διακατέχονται από την αγωνία «τι θα γίνει αύριο – που θα δουλέψει ο κόσμος;-θα μπορέσει να επιβιώσει η περιοχή;». Ένα μέρος του πληθυσμού βέβαια μπορεί να απασχοληθεί στην γεωργία-κτηνοτροφία, στην μεταποίση και τον τουρισμό αλλά αυτό αποτελεί συμπλήρωμα και όχι τον κύριο κορμό των θέσεων εργασίας.
Οι λύσεις που αναφέρθηκαν στο παρελθόν για μεγάλο πάρκο φωτοβολταικών πάνελ , εργοστάσιο κατασκευής φωτοβολταικών πάνελ και εργοστάσιο παραγωγής ψηφιακών μετρητών ηλεκτρικής ενέργειας δεν τελεσφόρησαν γιατί δεν υποστηρίχθηκαν επαρκώς και να γινόταν όμως αυτά δεν θα μπορούσαν να δώσουν λύση αποδεκτή.
Εμείς πιστεύουμε ότι με την εφαρμογή του εξαγγελθέντος από την κυβέρνηση ειδικού αναπτυξιακού προγράμματος που θα αφορά αναπτυξιακά-επενδυτικά κίνητρα, διάθεση φθηνής ενέργειας και εκτάσεων που αναγκαστικά απαλλοτριώθηκαν και πρέπει να αποδοθούν στην Τοπική κοινωνία (λόγω εξάλειψης της κοινής ωφέλειας), θα υπάρξει δυνατότητα ανάπτυξης με δημιουργία αντίστοιχων θέσεων εργασίας.
Τα κίνητρα αυτά θα προσελκύσουν επενδυτές και θα συγκρατήσουν την οικονομία και τον πληθυσμό στην περιοχή μας. Ζητούμενο λοιπόν είναι η ταχεία θεσμοθέτηση των κινήτρων για να συγκρατηθεί ο κόσμος μια που η μείωση του λιγνίτη στην περιοχή μας έχει ήδη κάνει καθοδικά άλματα με πασιφανείς επιπτώσεις.
Ως προς το ακριβό κόστος της λιγνιτικής ενέργειας που επικαλείται η Greenpeace και η WWF (μεγαλύτερο των 90€/mwh) αναφέρουμε τα εξής:
Το κόστος εξόρυξης του λιγνίτη έχει μειωθεί σημαντικά μια που αυτό εξαρτάται κατά 65% περίπου από υπηρεσίες δηλαδή από δαπάνες προσωπικού που μειώθηκαν δραστικά τα τελευταία χρόνια. Μια πιθανή αύξηση κόστους λιγνίτη μπορεί να προέρχεται από την πολύ μικρή(15%) συμμετοχή του λιγνίτη στο μείγμα καυσίμου δηλαδή από την υπολειτουργία των λιγνιτωρυχείων που γίνεται με απόφαση μείωσης της λιγνιτικής παραγωγής. Τα στοιχεία κοστολόγησης της λιγνιτικής μεγαβατώρας συνηγορούν υπέρ της μείωσης του κόστους της λιγνιτικής μεγαβατώρας- το μόνο στοιχείο που ανατρέπει τον συλλογισμό αυτό είναι το κόστος αγοράς δικαιωμάτων εκπομπών CO2 που αποτελεί το 50% περίπου του συνολικού κόστους μιας λιγνιτικής MWH. Αυτό ανέβηκε πολύ ψηλά στην Ελλάδα σε αντίθεση με την Πολωνία και άλλες χώρες της Ε.Ε. που δεν επιβλήθηκε ακόμη ή μένει χαμηλά με σχετικές αποφάσεις της Ε.Ε.
Σημειώνουμε ότι και το κόστος της MWH φυσικού αερίου ανεβαίνει για τον ίδιο λόγο και ακολουθεί κοντά αυτό του λιγνίτη μια που υπάρχει και εκεί κόστος αγοράς διικαιωμάτων εκπομπών CO2. Το φυσικό αέριο δεν είναι αθώο ως προς τους ρύπους(CO2) γι αυτό δεν έχουμε φθηνή ενέργεια αλλά ούτε και ασφάλεια στην προμήθειά του σε αντίθεση με τον λιγνίτη που είναι εγχώριο καύσιμο. Σταδιακή λοιπόν μείωση του λιγνίτη για ασφάλεια στην παραγωγή και εξασφάλιση νέων , σταθερών και επαρκών θέσεων εργασίας. Εξυπακούεται ότι η σταδιακή απολιγνιτοποίηση θα συμβαδίσει με την αποκατάσταση του περιβάλλοντος στα Λιγνιτωρυχεία που αποτελεί μείζον θέμα και πρόβλημα της περιοχής μας.
H απολιγνιτοποίηση ξεκίνησε από το 2000. Τώρα αν όλα αυτά τα χρόνια δεν έγινε τίποτα στην κατεύθυνση για τη μετά λιγνίτη εποχή ας κάνουμε ο καθένας την αυτοκριτική μας,και γιατί όχι να έχουμε κάποτε το θάρρος να αναλάβουμε τις ευθύνες μας.Ακόμα και σήμερα ψάχνουμε δικαιολογίες έξω από μας.
Φοβάμαι παρ όλες τις διαβεβαιώσεις για επενδύσεις και άλλα παρόμοια, ότι είναι αργά πολύ αργά.Το μέλλον προβλέπεται ζοφερό.