Χριστούγεννα 1975. Τα ελληνικά σχολεία στην Αντίς Αμπέμπα της Αιθιοπίας είχαν κλείσει από τις 23 του μηνός για τις χριστουγεννιάτικες διακοπές. Αρκετοί μαθητές πήραν τα αεροπλάνα και τα τρένα και έφυγαν για τις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Κάποια πήγαιναν σε μακρινές πόλεις μέσα στην αιθιοπική επικράτεια. Κάποια άλλα πήγαιναν πολύ μακριά. Μέχρι κάτω στην Αρούσα της Τανζανίας.
Για εμάς τους εκπαιδευτικούς, δασκάλους και καθηγητές, που οι περισσότεροι είχαμε έρθει από την Ελλάδα τον περασμένο Σεπτέμβριο, ήταν μια καλή ευκαιρία να βγούμε λίγο παραέξω από την πρωτεύουσα και να γνωρίσουμε τη μυθική χώρα της Αιθιοπίας. Κάποιοι παλιότεροι συνάδελφοι κανόνισαν με ντόπιους Έλληνες να ξεναγηθούν σε μέρη κοντά στην Αντίς Αμπέμπα εξαιτίας της πολιτικής κατάστασης.
Εγώ όμως με τον συμπατριώτη δάσκαλο από τον Τετράλοφο Σάββα Τσακλίδη αποφασίσαμε να πάμε να προσκυνήσουμε στο μοναστήρι του Αρχάγγελου Γαβριήλ (Γκαμπριέλ στην τοπική διάλεκτο), που γιόρταζε αυτές τις μέρες και βρισκόταν στα ανατολικά της χώρας στο δρόμο προς το Τζιμπουτί. Οδηγός μας με το αυτοκίνητό του θα ήταν ένας τολμηρός νεαρός, γύρω στα 30, που είχε κάνει τάμα στον Αρχάγγελο Γαβριήλ. Πίστευε ότι ο Αρχάγγελος τον είχε «σώσει» το περασμένο καλοκαίρι από τα νύχια της αιθιοπικής αστυνομίας.
Από την προηγούμενη χρονιά είχε επικρατήσει το καθεστώς των στρατιωτικών στην Αιθιοπία και οι ξένοι φυγάδευαν άρον-άρον ό,τι πολύτιμο είχαν μέσω Τζιμπουτί. Ο Χρήστος ήταν ένας από τους ατρόμητους νεαρούς που ανελάμβαναν τέτοιες δουλειές και μέσα από κρυφούς δρόμους της ζούγκλας σε μια τέτοια αποστολή το πράσινο Φίατ 124 που οδηγούσε φορτωμένο με πλούσιο εμπόρευμα από ελεφαντοστό και πολύτιμα μέταλλα τον πρόδωσε και έμεινε μέσα στη ζούγκλα. Το αποτέλεσμα ήταν οι αστυνομικοί να τον συλλάβουν και να τον κλείσουν για δυο μήνες στις απαίσιες φυλακές της Αντίς Αμπέμπας, όπου, όπως μάς έλεγε, υπέφερε τα πάνδεινα.
Ξεκινήσαμε, λοιπόν, τρεις άνδρες στις 27 Δεκεμβρίου, λίγο πριν δύσει ο ήλιος για ένα ταξίδι στο άγνωστο. Ο Σάββας και εγώ δεν είχαμε ιδέα πού ακριβώς πηγαίναμε και από ποια μέρη θα περνούσαμε. Εγώ μάλιστα άφηνα στην Αντίς Αμπέμπα τη γυναίκα μου έγκυο στον έβδομο μήνα και τον εξάχρονο γιο μου Δημήτρη, μαθητή της Α΄ τάξης του Δημοτικού.
Η απόσταση μέχρι το μοναστήρι του Γκαμπριέλ ήταν περίπου 400 χιλιόμετρα. Στα μισά του δρόμου θα διανυκτερεύαμε σε ξενοδοχείο, που είχε κλείσει ο Χρήστος. Το αυτοκίνητο όμως μάς εγκατέλειψε … πριν φτάσουμε στον πρώτο προορισμό μας. Ήταν 11 το βράδυ και ακινητοποιηθήκαμε στην καρδιά της αιθιοπικής σαβάνας! Περάσαμε τέσσερις μαρτυρικές ώρες. Να βγούμε από το αυτοκίνητο δεν γινόταν, γιατί όλο και κάτι θα μας κατασπάραζε! Ακούγαμε δίπλα μας ουρλιαχτά από ύαινες και απόκοσμα γρυλίσματα από διάφορα θηρία! Μακριά βλέπαμε κάτι φωτιές, που, όπως μας έλεγε ο Χρήστος άναβαν οι ιθαγενείς για να κρατούν μακριά τα θηρία.
Γύρω στις δυόμισι τα χαράματα και ενώ η υπομονή μας είχε αρχίσει να εξαντλείται πέρασε ένα μίνι BUS και μέσω αυτού ειδοποιήθηκε η ειδική υπηρεσία διάσωσης. Ήρθε ένα όχημα και μάς μετέφερε στο κοντινό χωριό ΜΙΕSO από όπου περνούσε το τρένο για τη Nτιρεντάουα και το Τζιμπουτί. Μάς άφησε σ’ ένα πανδοχείο της κακιάς ώρας! Ζητήσαμε να φάμε κάτι και ένα μέρος να πλαγιάσουμε. Μάς έφεραν κάτι χοντρά κρέατα σαν τα δικά μας λουκάνικα, αλλά με δυσκολία τα μασούσαμε. Από περιέργεια ρώτησε στα αγγλικά τι είδους κρέατα είναι αυτά. Ο Αιθίοπας μας απάντησε «snakes» (φίδια)! Σταμάτησα να τρώω και κρύος ιδρώτας περιέλουσε το πρόσωπό μου. Ο Χρήστος δεν ταράχτηκε γιατί γνώριζε από τέτοια, αλλά με πρόλαβε να μην πω τίποτε στο Σάββα, που δεν κατάλαβε τη λέξη. Βοηθούσε βέβαια και το σκοτάδι μέσα στο πανδοχείο!
Ξαπλώσαμε σε κάτι άθλια κρεβάτια και το πρωί, αφήνοντας το αυτοκίνητο στο σταθμό των τρένων, πήραμε το τρένο για το μοναστήρι. Περνώντας μέσα από την αιθιοπική σαβάνα αντικρίζαμε όλο το μεγαλείο της με τα ζώα και τα θηρία να τρέχουν δεξιά και αριστερά, καθώς το τρένο συνεχώς σφύριζε!
Τελικά με κάποιες δυσκολίες φτάσαμε στο μοναστήρι. Χιλιάδες λαού οι προσκυνητές με τα τάματά τους, που ήταν ζώα μικρά και μεγάλα! Προσκυνήσαμε την εικόνα του Αρχάγγελου Γαβριήλ και ο Χρήστος έκανε το τάμα του. Το απόγευμα κατεβήκαμε στη Ντιρεντάουα και περιτρέξαμε την πόλη, όπου εκπλαγήκαμε με όσα είδαμε! Την ελληνική εκκλησία της Αγίας Τριάδας με την σημαία μας να κυματίζει στον αιθιοπικό ουρανό, το Μπολολάκειο Δημοτικό μας Σχολείο και κάποια από τα σπίτια των ομογενών μας. Το βράδυ κοιμηθήκαμε σε ένα θαυμάσιο ξενοδοχείο και το επόμενο πρωινό πήραμε πάλι το τρένο για την Αντίς Αμπέμπα.
Το τι αντικρίσαμε σ’ εκείνο το περιπετειώδες ταξίδι δεν μπορεί να περιγραφεί! Όλο το πρωτόγονο μεγαλείο της φύσης και όλα όσα σε κάνουν να αισθάνεσαι τρωτός αλλά και πολύ δυνατός!
Σήμερα 45 χρόνια μετά τα σκέφτομαι και ανατριχιάζω! Περισσότερο γιατί έφαγα τα φίδια της Αιθιοπίας και ευτυχώς δεν έπαθα τίποτε σχετικό με το σύγχρονο θανατηφόρο κοροναϊό!!
Σημείωση:
————-
Το κείμενο είναι ελαφρώς διασκευασμένο από το ηλεκτρονικό μου βιβλίο στο site: http://gdmylonas.wordpress.com/συγγραφικό-έργο/το-ταρζανάκι/ (σελ. 75 και εξής).
Καθενας με τον πονο του και συ με το δικο σου.Καλες Αποκριες.