Το …μεγάλο μας σπίτι. Πρέπει να είχε κτισθεί, από ό,τι μπορώ να υπολογίσω, γύρω στο 1900 περίπου στο Μόκρο (Λιβαδερό). Ήταν μονώροφο και πετρόκτιστο με σκεπή από πλάκα, πέτρινη επίσης. Ήταν δεν ήταν 40 τετραγωνικά μέτρα πάνω κάτω.
Τόσο πολύ μικρό για μία οικογένεια και τόσο πολύ μεγάλο, αφού το είχαμε για υπνοδωμάτιο, καθιστικό, σαλόνι, κουζίνα, για όλα. Ένα μονόχωρο σπίτι του μεσοπολέμου που μέναμε στην δεκαετία του 1950. Πόσοι μέναμε; Εφτά άτομα. Ναι εφτά άτομα και ένας γάτος σύνολο οχτώ. Μάνα, πατέρας, τέσσερα παιδιά και η γιαγιά μας, η μανιά όπως την λέγαμε τότε. Ήταν η μανιά η Γιάννου, ή Ιωάννα όπως θα την λέγαμε σήμερα. Ήταν παραμάνα του πατέρα μου αλλά και ταυτόχρονα θεία του. Εκείνος από πολύ μικρός έμεινε ορφανός από μάννα και πατέρα μαζί με άλλα πέντε αδέλφια. Τον πατέρα του δεν τον γνώρισε και την μάνα του την θυμάται πως μικρός σήκωσε την φλοκάτη και την είδε πεθαμένη.
Αλλά ας γυρίσουμε πάλι στο …μεγάλο μας σπίτι. Το ταβάνι του ήταν ξύλινο με σανίδια. Τα σανίδια όπως ήταν καρφωμένα μεταξύ τους άφηναν μία σχισμή και για να μην φαίνεται αυτή τόσο άσχημα ο μάστορας, όπως συνέβαινε τότε, κάρφωσε σε κάθε σχισμή και ένα πηχάκι, κι έτσι όλα καλά, το ταβάνι ήταν υπέροχο σε ξυλί χρώμα αν μπορούμε να πούμε, αλλά αρκετά καπνισμένο. Το πάτωμά του ήταν με σανίδια, που ήταν καρφωμένα πάνω σε γριντές (μεγάλα χονδρά ξύλα) και από ό,τι θυμούμαι πρέπει να μην άφηναν μεταξύ τους σχισμές, γιατί τότε θα μου είχε μείνει αξέχαστη μέχρι σήμερα η μυρωδιά της κοπριάς από τα πράματα (μεγάλα ζώα) που κοιμούνταν συχνά πυκνά τα βράδια του χειμώνα κάτω από το σπίτι μας, στο ισόγειο δηλαδή, που ήταν αχούρι για γαϊδούρια και μουλάρια. Είχε και παχνιά για να βάζουμε το άχυρο ή το χορτάρι που μαζεύαμε από τον κάμπο του χωριού που πάντα νεροκρατούσε, δεν καλλιεργούνταν καθόλου και μόνο χορτάρι έβγαζε, α και ξινήθρες και τριαντάφυλλα. Έτσι λέγαμε τότε τους νάρκισσους που φύτρωναν στον κάμπο και άνθιζαν κατά πως το είχαν συνήθειο πάντα τον μήνα Μάιο. Στην άκρη λοιπόν από το στάβλο-αχούρι-ισόγειο σπιτιού ήταν μία ξύλινη σκάλα που οδηγούσε σε μία ξύλινη καταπακτή που όλοι στο χωριό την έλεγαν γκλαβανή. Αυτή την γκλαβανή, που είχε μεντεσέδες, όταν ανέβαινες την σκάλα την έσπρωχνες ,αυτή άνοιγε και έτσι έμπαινες από μέσα στο …μεγάλο μας σπίτι. Τόσο απλά. Και τόσο απλά αν το βράδυ ήθελες να δεις ή να βάλεις άχυρο στα ζώα δεν είχες παρά να ανοίξεις την γκλαβανή, να κατέβεις να τα τακτοποιήσεις και να γυρίσεις πάλι πίσω στο σπίτι χωρίς να βγεις απέξω και να κρυώσεις από το ουκ ολίγο χιόνι και κρύο που είχε το ευλογημένο χωριό μας. Ξέχασα να πω ακόμα πως ο στάβλος-αχούρι-ισόγειο σπιτιού είχε και πόρτα. Μία μεγάλη δίφυλλη ξύλινη πόρτα με μάνδαλο από μέσα και ένα μεγάλο σίδερο που ασφάλιζε την πόρτα ώστε η αυτή να μην ανοίγει εύκολα απέξω.
Το σπίτι είχε και ντουβάρια, γιατί χωρίς αυτά σπίτι δεν υπάρχει, και αν δεν υπάρχουν τα ντουβάρια τότε δεν μιλάμε για σπίτι αλλά για καλύβα και τέτοιες καλύβες εμείς στο χωριό είχαμε πολλές με άχυρο φτιαγμένες και προορισμένες να μένουν σε αυτές οι τζομπαναραίοι (τσομπάνηδες) που ξεχειμάζαν (ξεχειμώνιαζαν) τα πρόβατα μακριά απ΄το χωριό. Έχουμε και λέμε για ντουβάρια. Τέσσερα τον αριθμό από τα οποία τα δύο ήταν μεσοντούβαρα, που σημαίνει μετά από κάθε μασοντούβαρο άρχιζε άλλο σπίτι. Έτσι δύο μεσοντούβαρα μας κάνουν άλλα δύο σπίτια, συν το δικό μας ίσον τρία. Άρα τρία σπίτια κτίσθηκαν ταυτόχρονα για να στεγάσουν τρείς οικογένειες. Πολυκατοικία της τότε εποχής θα λέγαμε σε οριζόντιο κτίσιμο.
Τα παράθυρα ήταν δύο και στην βορεινή πλευρά του σπιτιού. Ήταν ξύλινα και το καθένα είχε έξι τζάμια. Τζάμια καρφωμένα με μικρά καρφάκια και όχι μόνο. Πάνω απ΄τα καρφάκια απλωνόταν στόκος ώστε να μην μένουν ανοιχτές αραφάδες (τρύπες) για τον αέρα. Πάνω λοιπόν στα τζάμια αυτά σαν ήμουν μικρός χουχούλιζα, εκείνα θάμπωναν και εγώ ως ερασιτέχνης ζωγράφος έκανα ωραία μπατσαρούδια (ζωγραφιές).
Τα κρεβάτια δύο. Στο ένα πλάγιαζαν οι γονείς. Στο άλλο εμείς τα παιδιά και για να χωρούμε όλοι κοιμόμασταν κάθετα στο κρεβάτι. Τέσσερις μέχρι τότε, γιατί μετά γίναμε πέντε και τότε κτίσαμε άλλο σπίτι. Πέτρινο πάλι. Και με αχούρι για τα ζώα πάλι. Ένα πράγμα που ακόμα και σήμερα δεν μπορώ να εξηγήσω είναι το που κοιμόταν η μανιά. Δεν θυμάμαι τρίτο κρεβάτι γιατί τρίτο δεν χωρούσε σίγουρα. Σίγουρα η μανιά Γιάννου κοιμόταν μαζί μας από την πλευρά της σόμπας και δεν το θυμάμαι. Είπα σόμπα και θυμήθηκα την σόμπα μας. Αυτή δεν ήταν μόνο για ζέστη. Ήταν φούρνος για ψήσιμο στο ταψί, ήταν φωτιά για τη μπακούρα (την μικρή χύτρα) και τον τσέντσερη (την κατσαρόλα). Ήταν και ψησταριά κάμποσες φορές άμα τύχαινε. Αυτή η σόμπα η ξυλόσομπα ήταν και κάτι άλλο. Ήταν η στέγη του γάτου μας που είπαμε στην αρχή. Όλο το χειμώνα, όταν δεν κυνηγούσε ποντίκια, που ήταν αρκετά, τον έβγαζε κάτω από την σόμπα την ζεστή και απ΄την πολύ την ζέστη δεν τον έλεγες και τόσο άσπρο γάτο αλλά γάτο ψημένο, πυρόξανθο και γαλανομάτη. Αυτή η σόμπα ήταν πολύ καλή κατά τα κοινώς λεγόμενα. Είχε όμως ένα ελάττωμα. Το ελάττωμά της είχε να κάνει με το μπουρί. Και συγκεκριμένα το τελευταίο μπουρί της. Η ατυχία μας ήταν ότι το μπουρί αυτό είχε έξοδο στην βορεινή πλευρά του σπιτιού. Και η δεύτερη ατυχία μας ήταν που το μπουρί δεν κατέληγε σε γωνία, ώστε να μην επηρεάζεται από τον αέρα. Θα μου πείς πολυτέλεια για εκείνον τον καιρό. Όμως η ευλογημένη γωνία χρειαζόταν. Οπότε; Κάθε φορά που ο βοριάς λυσσομανούσε εμείς μέσα στο σπίτι χανόμασταν και ο ένας δεν έβλεπε τον άλλο. Ο καπνός ήταν τόσος πολύς λες και βγάζαμε κουνάβια.
Αφού είπαμε για τα εντός του σπιτιού καιρός να πούμε και για τα εξωτερικά παρελκόμενα (αν επιτρέπεται) του σπιτιού. Η εξώπορτα ήταν ξύλινη με τζάμια και για ασφάλεια που τον καιρό εκείνο δεν υπήρχε καν θέμα είχε μία σκουριασμένη μπριάβα (κλειδαριά) χωρίς κλειδί και έτσι η πόρτα ποτέ δεν έμαθε τι θα πει κλείδωμα. Το μπαλκόνι μας τι άλλο μπορούσε να είναι κι αυτό. Ξύλινο, πάτωμα και κάγκελα. Η σκάλα κι αυτή ξύλινη. Όχι όμως όλη αλλά η μισή όπως άρχιζε απ΄το μπαλκόνι. Μετά από εννιά ξύλινα σκαλιά έφτανες σ΄ένα πέτρινο πλατύσκαλο. Εγώ όμως δεν έφτασα σ΄άυτό όταν η θεία Ρίνα με κουβαλούσε γκαλιγκότσια (στον ώμο της) της ξέφυγα, έπεσα στη ξύλινη σκάλα και γι αυτό το σημάδι που μέχρι σήμερα έχω στο μέτωπο δεν είναι και τόσο βαθύ. Συνεχίζουμε. Μετά το επικίνδυνο όπως είπαμε πέτρινο πλατύσκαλο ακολουθούσαν προς τα κάτω εφτά πέτρινα σκαλιά που σε έβαζαν στον ουβουρό, την αυλή του σπιτιού δηλαδή. Η αυλή ήταν χωμάτινη και πάντα γεμάτη κουτσουλιές από τις κότες, που πάντα κυκλοφορούσαν ελεύθερες. Στην άκρη τέλος της αυλής ήταν μία μικρή περίφραξη που στην λαλιά του Λιβαδερού την λέγανε κουτσιουρό που σημαίνει μέρος που αποθηκεύαμε το βαλάν(ι) (βελανίδι από βελανιδιά), προϊόν της φύσης μας που μαζεύαμε στον Κόκκινο Νόχτο και στο Παλιοχώρι, το οποίο χρησιμοποιούσαμε για ζωοτροφή στα γουρούνια που κοντολογίς ήταν ο …στρατηγικός παραγωγικός τομέας του χωριού. Τα γκουτσιούνια (γουρουνόπουλα) που παρήγαγε το χωριό σχεδόν αποκλειστικά πουλιόταν κάθε Σάββατο στο παζάρι της Ελασσόνας.
Έτσι ήταν το σπίτι μας. Μικρό για να μένεις και πολύ …μεγάλο για να ονειρεύεσαι.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ι.ΦΑΡΜΑΚΗΣ
mikrovalto.gr
Ο Κων/νος Φαρμάκης γεννήθηκε στο Λιβαδερό Κοζάνης και σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας (ΑΣΟΕΕ). Αρχικά εργάσθηκε ως στέλεχος επιχειρήσεων, Ορκωτός Λογιστής στο Σώμα Ορκωτών Λογιστών και από το 1981 στο Υπουργείο Οικονομικών από όπου συνταξιοδοτήθηκε ως Διευθυντής στην ΔΟΥ ΞΑΝΘΗΣ.
Μπράβο Κώστα πολύ όμορφες περιγραφές και ιστορίες….μας θύμησες παιδικά χρόνια….συνέχισε
Η γιαγιά μου όμως θα έλεγε τινους είναι ο Κότσιος….συγνώμη αλλά πολλά χρόνια απών από την τοπική κοινωνία