Τι μ΄ήρθιν κι μένα τώρα στα γηράματα να ζ΄μώσου κι να φκιάσου ψουμί; Όχ΄για τίπουτας άλλου, αλλά έτσ΄για του γ@μ@τ@@. Φκιάν΄ου ένας κι μας του δείχν΄, φκιάν΄η άλλ΄κι να τ΄ς φουτουγραφίεις κι μείς που τράνυψάμι μι ζυμουτό να παθαίνουμι ΄ν πλάκα μας, αυτό δεν του χώνιψα μι καντίπουτας κι είπα μια μέρα ΄ν κυρά μ΄, τα φκιάσου ψουμί! Μι φαίνητι σιούρτσις, ήταν η απάντησ΄, τόχς γιρά χαμένου, δεν παέντς να σι κοιτάξ΄καένας γιατρός ειδικός γι΄αυτές τ΄ς δλιές; Ήταν η απάντησ΄. Πάρτην στου γάμου σ΄να σι πεί κι τ΄χρόν΄!
Δεν ξέρου τι λιές ισύ αλλά ιγώ τα φκιάσου. Φκιάσει ότ΄, χαλέβς, ιμένα μη μ΄ανακατώντς, μούνγκι να προυσέχς μι φκιάσ΄΄ν κουζίνα να μη γλέπιτι κι τα πρέπ΄να φέρουμι κάνα συνιργείου να μας ΄ν καθαρίσ΄!
Ισύ μη χουιάζ΄κι άσι ιμένα να βρώ τ΄ν άκρα.
Ποια άκρα να βρώ; Δεν χαμπάριαζα από καντίπουτα. Όταν η μάνα μ΄ ζύμουνιν κι μ΄ίλιγιν να τ΄ρίξου λίγου νιρό απού του θιρμαρούλ΄, γιατί είχιν τα χέρια τ΄ς γιομάτα ζ΄μάρια, ιγώ έφυβγα τουν κουσιό, όχ΄να κάτσου να δώ πώς γίνιτι του ψουμί για να μάθου, αλλά τι τα μι χράζουνταν ιμένα να μάθου; Σάματ΄τα ζύμουνα! Τι τα μι χράζουνταν ιμένα του ζύμουμα;
Έλα ντέ, που τώρα μι χράσκιν κι δεν χαμπαριάζου καντίπουτας. Ι, τα δουκιμάσου κι ότ΄γέν΄αρά!
Δεν φτάν΄όμους που δεν χαμπαριάζου δεν θέλου να φκιάσου ψουμί ότ΄νάνι, θέλου να φκιάσου ψουμί μι προυζύμ΄.
Καλά να φκιάσου ψουμί μι προυζύμ΄αλλά προυζύμ΄που τα βρώ; Σάματ΄είνι δίπλα στου σπίτ΄η Στιργιανούλα ή η Σουφία, όπους παλιά, για να χαλέψου; τώρα τι γίνητι;
Αν΄ξα κι γώ του Γκούγκλε κι αρχίντσα να αραδώ πώς γίνιτι του προυζίμ΄, τ΄μια φουρά δεν μι φούσκουνιν του προυζύμ΄, τ΄ν άλλ΄φουρά δεν φούσκουσιν του ψουμί, αλλά δεν τα απαράτσα! Έβαλα κι μαγιά αγουραστή πάλι καντίπουτας. Αυτό γίνγκιν τρεις- τέσσιαρς φουρές. Δεν έφτανιν μούνγκι αυτό, είχα απού πάν΄κι τ΄γυναίκα μ΄να μι κασμιρέβ΄, αντί να μι βουηθάει. Μ΄είπιν τιλικά κι ν΄παροιμία για τα βρακιά που θέλν ιπιδέξιους κ@λ@@ς. Άι να βρείς άκρα.
Γινατιάσκα κι γώ κι είπα τα φκιάσου ψουμί δεν γίνιτι. Φκιάνου λουιούν του λουιού μαρμιλαδις κι γλυκά, στου προυζύμ΄τα κουλώσου!
Ήξιρα ότ΄του προυζύμ΄του αναπιάν΄, τα δουκιμάσου λιέου, σιγά-σιγά κι τα αρχινίσου να αναπιάνου κάθι μέρα του λίγου προυζύμ΄που έφκιασα ν’ προυηγούμιν΄μέρα. Διάβασα κι έναν “σεφ” για τ΄ς αναλουγίις κι τ΄θιρμουκρασία τ΄φούρνου κι ιλαφρώς το ΄καψα, του ψουμί, άκου θιρμουκρασίις 250 βαθμοί;
Σήμιρα του πέτυχα, οπότι απού ιδώ κι πέρα τα φκιάνου αυτό του ψουμί, γίνγκιν ουριότατου, σαν του ψουμί απ΄τουν φούρνου ν΄Νταραβάζ΄ “το φάρμακο της πείνας” ή τ΄Αχράν΄, ικεί γύρου στου ΄50 ή λίγου προυτίτιρα, όταν αγόραζάμι καμιάφρας γιατί ήθιλαμι να φάμι κι λίγου αγουραστό ψουμί απ΄τουν φούρνου!
Έγραψα τ΄ς αναλουγίις απ΄του προυζύμ΄απ΄του ψουμί, τ΄θιρμουκρασία απ΄τουν φούρνου κι είμι μια χαρά.
Τα ζ΄μώνου όπουτι τραβάει η ψχή μ΄ ψουμί χουριάτ΄κου!
Μήκας Ελίμειος
25 Ιουνίου 2020