Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο «ΑΛΗΘΙΝΕΣ Παλαιάς κοπής, μιας άλλης εποχής» της Τασούλας Γεωργιάδου από τις Εκδόσεις Παρέμβαση. Πρόκειται για διηγήματα ιδιαίτερης αισθητικής και ξεχωριστής γραφής… Ιστορίες Αληθινών γυναικών μιας άλλης εποχής, γεννημένες στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Γυναίκες παλαιάς κοπής, με όνειρα σε παροπλισμό και περιορισμένες επιλογές, θεωρούν υποχρέωσή τους να μη δυσαρεστήσουν γονείς κι αδέλφια που αποφασίζουν για το δικό τους καλό. Βάζουν σε προτεραιότητα τα κοινωνικά πρέπει, το «τι θα πει ο κόσμος», καταχωνιάζουν τα θέλω τους και ο γάμος είναι μονόδρομος προορισμός. Καθώς προχωρούν οι δεκαετίες, οι γυναίκες της νεότερης γενιάς γίνονται πιο τολμηρές, πιο ανεξάρτητες, πιο διεκδικητικές σε δικαιώματα. Τις χαρακτηρίζει η υπομονή, η καρτερία, ο αγώνας για το καλύτερο των δικών τους ανθρώπων, κάποιοι μισανθισμένοι έρωτες, αλλά και η αγάπη. Οι ζωές τους συνάδουν με τα ήθη των επαρχιακών πόλεων και παραλληλίζονται με την εθνική περιπέτεια.
***
Η Τασούλα Γεωργιάδου (Καβάλα 1956) είναι επίτιμη Σχολική Σύμβουλος Φυσικών Επιστημών. Σπούδασε Χημεία στο ΑΠΘ και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές MSc στην «Προστασία Μνημείων», MEd στις Τεχνολογίες Πληροφορικής κ Επικοινωνιών και Phd στη «Διδακτική των Φυσικών Επιστημών». Δίδαξε στη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση, είναι συγγραφέας σχολικών εγχειριδίων και ψηφιακού υλικού Χημείας, όπως και συγραμμάτων Διδακτικής ΦΕ και Περιβαλλοντικής Εκ/σης. Έχει περί τις ογδόντα δημοσιεύσεις. σε επιστημονικά περιοδικά και συνέδρια. Με την αφυπηρέτησή της προσπαθεί να ασχοληθεί με τον πεζό λόγο. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα/αφηγήσεις/ χρονογραφήματα σε λογοτεχνικά έντυπα, εφημερίδες και ιστοτόπους ποικίλης ύλης. Οι «Αληθινές» είναι η πρώτη της συλλογή διηγημάτων.
***
«Σας αγάπησα, σας πόνεσα, σας ένιωσα. Όι, δεν φεύγω εγώ από το σόι σας! Να μου δώσετε την άλλη θυγατέρα σας, τη μικρή. Και δεν ακούω πράμα». Έμεινα σύξυλη. Το φλιτζανάκι γλίστρησε από τα χέρια μου με θόρυβο στον νεροχύτη και τσάκισε το χερουλάκι του. Σκούπισα βιαστικά τα βρεμένα χέρια μου στην ποδιά. Ένιωθα να ζαλίζομαι. Έβγαλα την ποδιά και χύθηκα στο μπροστινό δωμάτιο. Έκλεισα με ορμή την πόρτα πίσω μου και στρώθηκα στη ραπτομηχανή. Πάτησα δυνατά το πεντάλ και άρχισε να γαζώνει ένα τυχαίο πανί, όσο για να γίνεται φασαρία να μην ακούω τη συζήτηση στη σάλα. Η Σίγγερ μούγκρισε να συμπαρασταθεί στην κυρά της. Έπρεπε να σκεφτώ, να σκεφτώ γρήγορα τι θα κάνω».