Προυτού προυχουρήσου στ΄ς αρχές τ΄ς δικαιτίας του πινήντα, μι φαίνητι αξίζ΄ ου κόπους ν΄αναφέρου ακόμα καμόσα γιγουνότα που γίνγκαν κατά τ΄ δικαιτία του σαράντα. Όταν έφυγαν οι Γιρμανοί, γίνγκιν του σώσι, στου στρατόπιδου γίνγκιν τρανό πλιάτσ΄κου, όλ΄η Κόζιαν, όχ΄ όλ΄, για να μην παίρνω κι στου λιμό μ΄ κι ανθρώπ΄ απ΄δεν ήταν, αλλά πάρα πουλλοί, ξιαπουλήθκαν στου στρατόπιδου κι έπιρνιν ου καθένας ότ΄ έβρισκιν, δεν υπήρχιν κανγκάνας έλιγχους αλλά κι απού ποιόν να γέν΄ όλα ήταν διαλυμένα. Μέχρι κι ου αξάδιρφους μ΄ ου Μιχαλάκς, λίγα χρόνια τρανύτιαρους απ΄τι μένα, πήγιν κι πήριν ιένα βαρέλ΄ απού βινζίνα άδειου κι του κουβαλούσιν στου σπίτ΄.
Μόλις τουν γλέπ΄ ου μπαμπάς τ΄ ου Μήτσιους ικεί κουντά στου γαλατά, τουν έβαλιν κάτ΄ φουνές που ου αντίλαλος απού του σπίτ΄ τ΄Γιρούσ΄ γυρνούσιν πίσου τ΄φουνή, στου σπίτι μας.
Του γύρσιν κι΄αυτός πίσου μέχρι τ΄ Δρίζ΄ του σπίτ΄ κι απού κεί του έδουκιν μια δυνατή κλουτσιά που πήριν του βαρέλ΄ τουν κατήφουρου κι γκουργκύλτσιν* μέχρι του γήπιδου. Δεν του πήριν ου Μιχαλάκς΄, αλλά όμους κάποιους άλλος μουκαέτς* τα του σήμασιν.
Είπα παραπάν για του σπίτ΄ τ΄Δρίζ΄, που αργότιρα γίνκιν λέσχ΄ αξιουματικών, ικείν΄ ΄ν ιπουχή, δεν θυμούμι τι ακριβώς ήταν, του ΄χαν οι Γιρμανοί φρουρά; κάτ΄άλλου, δεν θυμούμι, αλλά μη τ΄ν απουχώρησή τ΄ς, μκρά πιδιά ιμείς τ΄ς γειτουνιάς έμπηνάμι μέσα στα δουμάτια, δεν φλάγουνταν απού καέναν κι στου πρώτου δουμάτιου διξιά όπους έμπινάμι ήταν γιουμάτου απού σφαίρις, ουλόκλιαρ΄ σουροί κι παραμέσα σι άλλα δουμάτια κι όπλα. Έπιρνάμι όσις χουρούσαν οι τζέπις μας κι μπρουστά απού τ΄ν αυλή απ΄του σπιτ΄ τ΄Θανάσ΄τ΄Σιάσιου, ουδός Σαμαρίνας, τ΄ς άνοιγάμι κι άμα του μπαρούτ΄ ήταν σαν πουλύ λιπτά μακαρόνια τ΄αράδιαζάμι κι μι ιένα σπίρτου έβανάμι φουτιά στου πρώτου κι καίγουνταν σαν βιγγαλικά. Άμα ήταν μπαρούτ΄ πάλι σι σειρά κι καίγουνταν μι μιγαλύτιαρ΄φουτιά. Τουν κάλυκα τουν έβανάμι σι μια πέτρα κι μι μια μιγαλύτιαρ΄ τουν χπούσαμι κι έσκαζιν του καψούλ΄. Ουρσουζγιές*! Αφού δεν σκουτώθκιν καένας πάλι καλά να λιέμι.
Αρχίντσιν να ουργανώνιτι ου στρατός κι να έρχουντι κι οι σύμμαχ΄ οι Ινγκλέζ. Όχ΄μούνγκι Ινγκλέζ αλλά κι μάβρ΄, Ινδοί μι κουριμένου του κιφάλ΄ κι μια μκρή νουρά απού ΄ν κορφή μέχρι του λιμό.
Αυτοί φουρούσαν καπέλα μι φτιρά λουιούν του λουιού χρώματα, ήταν σαν παγώνια.
Είχαν κατασκηνώσ΄ δίπλα απ΄ τ΄ Θάν΄ του σπίτ΄ σι μια μιγάλ΄αλάνα κι έστησαν σκηνές. Πάειναμι κι μείς μκρά κι τ΄ς χάζιβάμι, μας έδουναν κι καμιά τσικουλάτα, τίπουτας καραμέλλις, μαζουνάμι κι τα κτχιά απου τ΄ς μπύρις που είπιναν οι Ινγκλέζ΄, ήταν όμουρφα κτχιά, ου λιμός είχιν σχήμα κουνικό. Λίγα χρόνια μπρουστά είχαμι τ΄ς Γιρμανοί κι τώρα είχαμι τ΄ς Ινγκλέζ μι τ΄ς Ινδούς κι κάνα δυό χρόνια μιτά είχαν στησ΄ πάλι σκηνές κι ίφιρνιν η πουλιτεία ή ου στρατός οικουγένειες απού μακρινά χουριά, τα άδειαζιν για να μη βρίσκ΄ οι αντάρτις τρόφιμα.
Μιτά αυτός ου χώρους γίνκιν ξυλουργικό ιργουστάσιου για ΄ν ανοικουδόμισ΄ κι ιένα κουμάτ΄ χώρους για μηχανήματα μιάς τιχνικής ιτιρείας που αυτήν έφκιανιν δημόσια έργα, έστρουνιν τ΄ς δρόμ΄μι άσφαλτουν αντάμα μι ΄ν Αμάγκ. Οι δρόμοι Κόζιαντς- Καστουργιάς, Γριβινών, Σαλουνίκς, Λάρσας, Φλώρινας είχαν άσφαλτουν, ήταν απού τ΄ς λίγ΄ δρόμ΄ τς χώρας που είχαν άσφαλτουν. Δεν ήταν τυχαίου, είχιν αρχινίσ΄ ου ιμφύλιους κι οι Αμιρικάν΄ ήθιλαν να πιρνούν τα τάνκς, τα κανόνια κι τα αυτουκίντα για του Γράμμου κι του Βίτσ ΄ σι άσφαλτουν κι όχ΄ σι χουματόδρουμ΄ κι ιένας άλλους λόγους ήταν να φαίνητι αν έβαναν οι αντάρτις, νάρκις. Του 332 Συνιργείου Πιρισυλλουγής του Β΄ Σ.Σ. ήταν γιουμάτου απού ανατιναγμένα αυτουκίντα. Του αιρουδρόμιου τ΄ς Κόζιαντς ήταν γιουμάτου μι πουλιμικά αϊρόπλανα Σπιτφάιρ.
Να τι έγραφα όμους λίγα χρόνια μπρουστά για αυτήν ΄ν ιπουχή “ Αλλά την ίδια εποχή, συνέβη και ένα γεγονός που δεν πρέπει να το προσπεράσουμε, διότι είναι συνδεδεμένο με τη ζωή των ανθρώπων στη χώρα μας και άλλαξε την πορεία των πραγμάτων. H Μεγάλη Βρετανία για χρόνια υποστήριζε τη χώρα μας , αλλά κουρασμένη πια και ευρισκόμενη στο χείλος της χρεωκοπίας το Φεβρουάριο του ΄47, ζήτησε από τις ΗΠΑ να πάρουν τη θέση της όσον αφορά στη στήριξη της Ελλάδας. Τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν, σε ομιλία που εκφώνησε δήλωσε πως οι Ηνωμένες Πολιτείες θα υποστήριζαν την Ελλάδα. Η πολιτική που αποτυπώθηκε από την ομιλία του προέδρου των ΗΠΑ, ονομάστηκε δόγμα Τρούμαν. Αλλά κοντά σ΄αυτό το γεγονός και λίγους μήνες αργότερα αναγγέλεται και το σχέδιο Μάρσαλ, η Ούνρα και η Αμάγκ. Ο στρατός άλλαξε την εμφάνιση του και οι μπερέδες, τα ντόκ και ότι άλλο θύμιζε αγγλική στολή, καταργήθηκε. Το στύλ της στολής ήταν στα αμερικανικά πρότυπα.
Όλα αυτά νομίζω, επηρέασαν τη ζωή των ανθρώπων και λίγο αργότερα και σιγά-σιγά αρχίζει η αμερικανοποίηση του λαού. Νέοι ρυθμοί έκαναν την εμφάνισή τους , νέες μουσικές που ήταν άγνωστες άρχισαν να ακούγονται. Άρχισαν να ακούγονται τα μπλούζ, που στην ουσία απομυθοποιούσαν το αμερικάνικο όνειρο, που εδώ σε μας τώρα άρχιζε. Ακούγεται πλέον και η τζάζ. “
Όλα αυτάια γίνουνταν κι στ΄μκρή μας πόλ΄ ου κινηματόγραφος ήταν γιουμάτος κι απού φαντάρ΄, γίνκιν κι του θιρινό κινηματουθέατρου του στρατιουτικό “ΚΕΝΤΑΥΡΌΣ”, όπους κι μου στρατιουτικός ραδιουφουνικός σταθμός.
Δεν θυμούμι ακριβώς ποιά χρουνουλουγία κάηκαν τα μαγαζιά απού του τρίγουνου. Απού κάτ έγραψα πχιά μαγαζιά ήταν. Απού πάν απ΄ότ΄ θυμούμι, σ΄ γουνία προς του ρουλόι ήταν του βιβλιουπουλείου τ΄ Τσιλίκα, μιτά ήταν του μαγαζί τ΄Τσέπουρα που έγραφιν νταμπέλις για μαγαζιά κι ζουγράφιζιν κιόλαντς κι συνέχεια ήταν του ραφείου τ΄Τραχαλιού. Είχαν κάνα-δυό σκαλουπάτια κι αντάμα κι μι τ΄κλίσ΄ απ΄του τρίγουνου, είχαν τα κάτ τα μαγαζιά ύψους.
Αφού τ΄αφκαν για κιρό καμμένα κι ιπικίνδυνα τα καθάρσαν κι γίνγκιν μια αλάνα όπ΄ έπιζαν τα πιδιά γκουργκόλια*, βασιλιάδις* μι του “τι” κι μι του “τ΄μα, του κάζ κι του τσ.κα”* κι άλλα πιγνίδια.
Ικείν΄ ΄ν ιπουχή του ΄48, δεν μας έφτανιν που είχαμι ακόμα σ΄μνήμ΄ τ΄ς Γιρμανοί έρχιτι κι μια τινία μι τίτλουν “Οι Γιρμανοί Ξανάρχουντι” , γιόμουζιν του σινιμά απού κόσμουν για να δεί γιατί ξανάρχουντι οι Γιρμανοί, ιφτυχώς ου Αλέκους ου Σακιλλάριους τουν ιρχουμό τουν Γιρμανών τουν είδιν απ΄ κουμική πλιβρά κι ησύχασάμι. Άλλις τινίις που μας έκαμαν ιντύπουσ΄ ήταν η “ Βίλα μι τα Νούφαρα” 1945. “Άννα Ροδίτη”, “ Χαμμένοι Άγγελοι”, “ Οχυρό 27”. “Ο Μεθύστακας”,1949, “ Τα Αραβωνιάσματα”,1950. Οι Απάχηδες των Αθηνών”, 1950. Όλις ιλληνικές.
Σ΄δικαιτία του πινήντα ίφιραν κι του έργου που τα κλιάματα έφταναν μέχρι ΄ν ουδό Μπουσίου κι ήταν του “Mather India”, Γή ποτισμένη με ιδρώτα, ιένα Ινδικό έργου μι τ΄ν Ναργκίς. Ου δρόμους μπρουστά απού τουν σινιμά κι όλ΄ η αλάνα απ΄του τρίγουνου γιουμάτ΄κόσμουν σμπρόχνουνταν για να μπούν στου σινιμά, πάειναν να δούν τ΄ν Ναργκίς κι ΄ν πιριπέτεια κι τα βάσανα που τραβούσιν κι δώστου του κλιάμα κουρόμπιλου. Γλέπουντας όμως τινίις ικτός απ΄αυτές μι τα κλιάματα τα κάπους μκρότιρα κουρίτσια, προυσπαθούσαν να μοιάσν τ΄ς προυταγουνίστριις, φουρέματα δεν είχαν, έβαναν ότ΄ νάνι, έβαφαν κι λίγου τα χίλια κι αυτά απού τ΄ν πλήρουναν ήταν τα μαλλιά.
Πήγιν η Στέλλα απ΄του Κιρμαργιό αντάμα μι ΄ν Παρασκιβούλα να δούν του έργου “Σαμπρίνα” , αυτά γύρου στου πινηνταπέντι, αμιρικάνγκ΄ τινία του Μπίλι Γουάιλντερ, μι προυταγουνιστές τ΄ν Όντρεϊ Χέπμπορν κι τουν Χόμφρευ Μπόγκαρτ ,άμα δεν κάμου καένα λάθους κι γυρνώντας στου σπίτ΄, λιέει η Στέλλα, ήταν τέσσιρα-πέντι χρόνια τρανύτιαρ, στ΄ Βούλα, έλα μαρ να σι φκιάσου σαν τ΄ Σαμπρίνα. Τ΄χτινίζ΄, αρπάζ΄ κι του ψαλίδ΄ απ΄τ΄ αχούρ΄ που κούριβαν τ άλουγου κι μιάν κι δυό κόβ΄ τα μαλλιά τ΄ς Βούλας κι τα΄ φκιάν΄ φράντζα. Τ΄ δίν΄κι ίενα κουμμάτ΄ σπασμένουν καθρέφτ΄ για να τα δεί η Βούλα κι τ΄λιέει η Βούλα, είνι λίγου στραβά, κόψτα λίγου παραπάν απ΄τ΄μιά μιρά που είνι στραβά για να ισιώσν.
Τ΄γλέπ΄ η Αννίκα, τρανύτιαρ΄ αδιρφή τ΄ς Στέλλας κι λιέει σ΄Βούλα, πώς είσι μάρ έτσια σαν τουν τσουρτσουλιάνου; Που να βγάλ΄ άχνα η Βούλα.
Γειά σου Βούλα, ικεί σιακάτ σ΄μακρινή Hawaii.
Γι αυτόν τουν λόγουν κι για πουλλούς ακόμα, τ΄Στέλλα ΄ν έβγαλάμι τσιόρμανουν*, είχιν κι έχ΄ ακόμα όμως καλή καρδιά.
Tουν κινηματόγραφου αυτόν του θιουρούσαμι κι λίγου Κιρμαργιότ΄κουν γιατί δούλιβαν στου ταμείου κι δυό όμουρφα κουρίτσια απ΄τ΄γειτουνιά. Πρώτα η Αγνίτσα κι στου κατόπ΄ η Κική. Δεν έφτανιν αυτό όμως στου κόψιμου τουν εισιτηρίουν ήταν κι ου Κώστας, απού άλλου μέρους αυτός αλλά σώγαμπρος στ΄γειτουνιά.
Τιλικά του τρίγουνου είχιν ΄ν τύχ΄ τ΄ς πλατέας τ΄ς Ουμόνοιας, σ΄ν Ανθήνα. Του ξύλουσαν πουλλές φουρές κι του ξανάφκιασαν κι έτσια απόμνειν όπους είνι σήμιρα.
Μέχρι σήμιρα δεν είδαμι καμιά παλιά φουτουγραφία απού αυτήν τ΄μιρά.
*
Γκουργκύλτσιν= κυλούσε στην κατηφόρα
Μουκαέτς= Επιτήδειος
Γκουργκόλια= βώλοι, μπίλιες
Ουρσουζγιές= Ζαβολιές
Βασιλιάδες= Παιχνίδι με κότσια ζώου, συνήθως αρνιού.
Τι κι τ΄μα, κάζ κι τσ.κα= Οι τέσσερις πλευρές από το κότσι
Τσιόρμανους= Δυναμικό κορίτσι που δεν αφήνει σε ησυχία τα άλλα παιδιά, ανακατωσούρα,
αγοροκόριτσο
Μήκας Ελίμειος
19 Φεβρουαρίου 2021
΄