Ο ήρωας –
τι είναι και πώς χάνεται
Σοφοκλής, Τραχίνιαι2
Ο άνθρωπος –
τι είναι και πώς χάνεται
Θάλαμος. Ποιος θάλαμος. Άγνωστος παραμένει ο θάλαμος. Το δωμάτιο. Οι ώρες επισκεπτηρίου. Η ώρα θανάτου το ίδιο. Η στιγμή. Ο τόπος. Η εικόνα του προσώπου. Το σώμα. Η θέση του. Τα χέρια του. Το πρόσωπό σου.
Ως να υπήρξες μέσα σε χαράκωμα και να’ χεις ξεχαστεί εκεί και φως να μη βλέπεις ούτε και αέρα -ως να’ χεις βυθιστεί νωρίτερα στον Κάτω. Να ζεις όμως. Να περιμένεις να ζήσεις ή να πεθάνεις. Και να παλεύεις μόνος.
Και να παλεύεις με το σώμα -το σώμα σου- που νομίζεις, που όλοι νομίζουμε, ότι κατέχουμε κι έρχεται μια σπρωξιά, ένα χτύπημα απλό, να σου υπενθυμίσει απαλά ή και λιγότερο απαλά, την ευθραυστότητα. Αυτή τη θνητότητά σου.
Υπάρχεις μέσα σε χαράκωμα. Γύρω σου τα βλέμματα είναι τυχαία βλέμματα. Οι κινήσεις, κινήσεις διεκπεραιωτικές. Γύρω σου οι άλλοι. Όχι οι οικείοι. Απλά οι άλλοι. Ο καθένας με τον τρόπο του. Άγνωστοι τρόποι. Άγνωστοι άνθρωποι. Όσο και να προσπαθούν, δεν είναι εκεί να σε συντρέξουν. Δεν είναι εκεί να σε γνοιαστούν ως πρόσωπο που είσαι. Θα κάνουν ό,τι μπορούν.
Έρχεται φωνή. Έρχονται φωνές αγαπημένες μέσα στο χαράκωμα. Διατρυπούν τη γύμνια του, την έλλειψη αέρα, φέρνουν αέρα, φέρνουν αγωνία κεκαλυμμένη, φέρνουν αμηχανία, φέρνουν ελπίδα, τι ελπίδα, φέρνουν ό,τι μπορούν. Το τηλέφωνο.
Κι ύστερα η γραμμή κλείνει. Ο μόνος κρίκος που σε δένει στοιχειωδώς με τους άλλους. Το ψωμί και το νερό σου. Αυτοί οι άλλοι. Οι αγαπημένοι. Οι ελάχιστοι. Το στοιχειώδες σου.
Κι ύστερα πάλι μόνος. Εσύ. Και το Εσύ σου. Αυτός ο εαυτός σου. Το σώμα που είσαι. Η ψυχή. Ασθενεί το σώμα. Ασθενεί μαζί του η ψυχή. Παλεύει να το στήσει όπως μπορεί. Δεν μπορεί. Το τηλέφωνο, ο μόνος κρίκος- δεν είναι ποτέ αρκετό.
Δεν έχεις το βλέμμα -τα βλέμματα. Το χέρι -τα χέρια. Ούτε και οι άλλοι -αυτοί που σ’ αγαπούν- τα έχουν. Και παλεύουν και παλεύεις -χωρίς χέρια- να σωθείς. Να σε σώσουν.
“Εδώ, εδώ,
κράτα με να ελαφρύνεις τον πόνο μου”
ακούω πάλι, ακούω κραυγή, ακούω σιωπή, ακούω τη φωνή σου, ακούω, μόνο ακούω, αυτό το ίδιο το αδικαίωτο, το άδικο, το θρηνητικό, εδώ, εδώ, κράτα με, κράτα με. Ακούω τον Σοφοκλή ξανά. Όλους αυτούς τους μήνες αυτόν ακούω. Εδώ, εδώ, κράτα με, κράτα με.
Ζεις το τέλος. Στη νόσο, στη μοναξιά. Έρχεται η φωνή σου, λόγια που δεν τα είπες ή που κι αν τα είπες δεν τα άκουσα, έρχεται, έρχεσαι, λέξεις σου, όχι δεν είναι ο Σοφοκλής, εσύ είσαι, διατρυπά η φωνή σου τα νοσοκομεία, τις αίθουσες, τις εντατικές, τη διασωλήνωση, την καταστολή, ακούγεται μόνο αυτή η κραυγή. Μια κραυγή που συμπυκνώθηκε μέσα στην καταστολή. Μια κραυγή ανεπίδοτη. Αυτό με πονάει.
“Αν με πονάς, έστω και λίγο,
πήγαινέ με κάπου μακριά απ’ αυτόν τον τόπο,
όσο πιο γρήγορα μπορείς,
να μην πεθάνω εδώ”
Ο θάνατος έρχεται ένα πρωί Κυριακής μέσα από το τηλεφώνημα της υπεύθυνης ενός θαλάμου.
Ποιος ήταν εκεί. Κανείς δεν ήταν με το σώμα του εκεί. Αυτοί που γύρω σου στροβιλίζονται αυτούς τους μήνες. Όλοι όσοι συνεχίζαμε κανονικά την κανονικότητα της ζωής, χαμένοι μέσα στην επιούσια μέρα, τον επιούσιο άρτο, τη ζωή. Τη Ζωή. Ό,τι έχουμε ως Ζωή. Γερμένοι προς τα εσένα. Αλλά πατώντας γερά στο Εδώ μας. Όσο εσύ πάλευες μέσα στο χαράκωμα ολομόναχος. Αυτό που λέει ο Σοφοκλής, ναι, αυτό που λέει:
“Αλλά πιο πολύ απ’ όλους πονά ο άνθρωπος που ζει αυτή τη φρίκη”
Ο θάνατος σε αυτές τις περιπτώσεις -μέσα σ’ αυτή τη φρίκη- σε βρίσκει μόνο. Ολομόναχο.
Κι ύστερα έρχεται το άλλο. Το σώμα -αυτό το σώμα. Ένα σκουπίδι το σώμα. Ζεις τον πλαστικό θάνατό σου. Ταφή μέσα στην ταφή. Ζεις τη βεβήλωση του ιερού. Έχεις το προνόμιο να ρίχνεσαι ως σκουπίδι μέσα σε σακούλα, γυμνός, ανυπεράσπιστος, έκθετος, μόνος και πάλι και διπλά, αφού κανείς, κανείς, ούτε το λείψανό σου, αυτό το ιερό, ούτε αυτό ούτε και τώρα θα αγγίξει, θα σ’ αγγίξουν, κανείς, ούτε και τώρα, δε θα βρεθεί, να διαρρήξει τη μοναξιά, να χαϊδέψει έστω τώρα, αυτό το σώμα, το σώμα που έφυγε μόνο του -ασυντρόφευτο, ανέγγιχτο, αχάιδευτο. Κανείς.
Νιώθω τον θάνατο όπως τα λόγια αυτά. Εύχομαι τον θάνατο όπως τα λόγια αυτά.
“Εδυσκολεύτηκα πολύ να μεγαλώσουν τα κόκαλά μου. Τώρα νομίζω…-σαν που ανοίγει ο κόλπος της γυναίκα και αποχωρίζεται το παιδί...”
Ακούω τα λόγια της. Ακούω κάτι που θα μπορούσε να απαλύνει το άδειασμα του θανάτου:
“Σκέψου να το’ ξερες σε κάτι πως η ζωή σου ωφέλησε…σε κάτι εδώ, πιο πέρα…δε θέλω να πω…”
Σκέψου τον θάνατο. Τον θάνατό σου. Όπως το λέει σ’ αυτές τις “Δύσκολες νύχτες”. Που σημάδεψαν τις δύσκολες νύχτες. Αυτόν τον ασυντρόφιαστο ύπνο -τον δικό σου και τον δικό μας. Και τα λόγια της είναι μια παρηγοριά, όπως τα λόγια που έρχονται να ρίξουν μια στάλα φως στο σήμερά μας.
“Έστω κι ο θάνατός σου, δε θέλω να πω…Να χρησιμέψει σε κάτι ο θάνατός σου. Όμως σε τι!…Σίγουρος ποτέ έστω να μην είσαι αν θα προλάβεις να γευτείς το μέλι που στάλα στάλα εμάζεψες, έστω…σίγουρος να μην είσαι. Όμως, όπως εκείνες [οι μέλισσες], να ξέρεις, πως θα θρέψει ο κόπος σου την άλλη γενεά. Κι ένα πρωί καλοκαιριού πολύ καυτό, όπως εκείνες να μπορείς με ευκολία να συμμαζεύεις τα μέλη σου όλα του κορμιού, -και να πετάς. Κάνοντας τόπο. Στους άλλους που έρχονται. Για να κάμουν εκείνοι ένα παραπάνω απ’ ό,τι ετοίμασες εσύ. Και να πετάς, στύβοντας άχρηστο λεμόνι πια τους θησαυρούς που ως σήμερα υπεράσπισες. Τα περασμένα σου, τα…Όχι όμως με βαριά καρδιά. Σαν τα μελίσσια. Γαλήνιος ν’ αποτραβιέσαι και χαρούμενος, -μπροστά σου ένα απέραντο όνειρο, κι εσύ πίσω...”
Θέλω να κλείσω αυτόν τον πνιγερό θάνατο. Θέλω να κλείσω αυτή τη σακούλα του 21ου αιώνα, θέλω να μιλήσω τον θάνατό σου για όλους αυτούς τους θανάτους, τις καύσεις, τις πλαστικές ταφές που προηγήθηκαν. Θέλω να σε θάψω με τα χέρια μου. Θέλω να σκάψω το χώμα και να σε αποθέσω όπου σου αρμόζει. Θέλω να νιώσεις τα χέρια μου πάνω σου. Θέλω να νιώσεις όλες αυτές τις λέξεις, να υπάρξουν ως το χέρι που δε σε συντρόφεψε. Όχι δεν ήταν η πλαστική σακούλα, όχι δεν ήταν αυτή, δεν ήσουν εσύ, ήταν όλη η προσευχή μας απάνω σου που σε έντυσε, ήταν η αγάπη μας που σε σκέπασε, είμαστε εμείς που σε υπάρχουμε μέσα στον θάνατό σου.
“Ο νους των κατθανόντων ζη μεν ου, γνώμην δ’ έχει αθάνατον εις αθάνατον αιθέρ’ εμπεσών”
[Δεν έχει ζωή η ψυχή των πεθαμένων, όμως αιώνια παίρνει νόηση, όταν σμίξει με τον αθάνατον αιθέρα]
Ευριπίδης, Ελένη, στ.1015
Όλγα Ντέλλα
Ιούλιος 2021
1Αξιώτη Μέλπω, Δύσκολες Νύχτες, εκδόσεις Κέδρος, Ιούλιος 1988
2Σοφοκλή, Τραχίνιαι (μτφρ.Κώστας Βαλάκας-Ελένη Παπάζογλου), ΚΘΒΕ, Θεατρική περίοδος 2003-2004, αριθμός δελτίου 521 (118)