«Δεν υπάρχουν δουλειές. Η περιοχή τελείωσε». Ο Γιώργος Θεοδωρίδης προαναγγέλλει τον θάνατο της Δυτικής Μακεδονίας, τραβώντας μια βαθιά ρουφηξιά από το τσιγάρο του. Κάθεται στο μοναδικό καφενείο, που έχει απομείνει πλέον στο χωριό του, τους Ανάργυρους στη Δυτική Μακεδονία. Τέτοια ώρα πριν από μερικά χρόνια, ο καφετζής δεν θα προλάβαινε να σερβίρει τους θαμώνες. Σήμερα ο 58χρονος κάθεται ανάμεσα σε δύο συνομηλίκους του, με την τηλεόραση να παίζει στο βάθος συνταγές μαγειρικής από μεσημεριανή εκπομπή, σπάζοντας τη σιωπή.
«Έφυγαν. Τα παιδιά έφυγαν από το χωριό», σημειώνει, εξηγώντας πως για την ερήμωση αυτή ευθύνεται το σταδιακό κλείσιμο των ορυχείων και των εργοστασίων λιγνίτη της ΔΕΗ στην περιοχή. Οι Ανάργυροι δεν είναι το μοναδικό χωριό που βλέπει τα σπίτια του να εγκαταλείπονται και τις αυλές να χορταριάζουν. Η μείωση του πληθυσμού και η φυγή των νέων είναι κοινά χαρακτηριστικά στα περισσότερα λιγνιτικά χωριά της Δυτικής Μακεδονίας, των οποίων η βασική οικονομική δραστηριότητα, η εξόρυξη και καύση λιγνίτη, χάνεται.
Bίντεο
«Δεν υπάρχουν δουλειές. Η περιοχή τελείωσε» λέει στην «Κ» ο Γιώργος Θεοδωρίδης.
Η εγκατάλειψη του λιγνίτη
Το 2019, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωσε πως οι υπάρχουσες λιγνιτικές μονάδες θα κλείσουν μέχρι το 2023, ενώ το αργότερο μέχρι το 2028 η Ελλάδα θα έχει σταματήσει να παράγει ηλεκτρική ενέργεια από τον λιγνίτη. Η απόφαση της κυβέρνησης ήρθε να επιστεγάσει κάτι που συνέβαινε εδώ και μια δεκαετία στη Δυτική Μακεδονία, όπου η καύση λιγνίτη μειωνόταν χρόνο με τον χρόνο, δίνοντας τη θέση της στο φυσικό αέριο και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Την περίοδο 2011 – 2019 η παραγωγή ενέργειας λιγνίτη μειώθηκε κατά 62% ενώ το 2020, χρονιά ναδίρ για το ορυκτό καύσιμο, η συνεισφορά του λιγνίτη στο ενεργειακό μείγμα της χώρας ήταν μόλις 12%. Στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας έχουν μείνει ανοιχτά μόνο δύο ορυχεία και δύο εργοστάσια λιγνίτη.
Η μετάβαση αυτή έπληξε εκτός από τις πόλεις της Δυτικής Μακεδονίας, ιδιαίτερα τα λιγνιτικά χωριά, που έφτασαν να εξαρτώνται σχεδόν αποκλειστικά από τη ΔΕΗ, η οποία για πέντε περίπου δεκαετίες έσκαβε εκτάσεις και «κατάπινε» χιλιάδες στρέμματα καλλιεργήσιμης γης έως και ολόκληρα χωριά για την εξόρυξη του λιγνίτη που βρισκόταν στα θεμέλια του.
Γη και ύδωρ στο όνομα του λιγνίτη
Ένα από τα χωριά αυτά είναι οι Ανάργυροι, δρόμος του οποίου κατέρρευσε εξαιτίας της κατολίσθησης του ορυχείου του Αμυνταίου με αποτέλεσμα κάποια από τα σπίτια να μην είναι πλέον κατοικήσιμα. Ο Γιώργος Θεοδωρίδης ξεκίνησε να εργάζεται στη ΔΕΗ στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Τότε δούλευε έξι μήνες στα ορυχεία και έξι μήνες στα χωράφια στα οποία καλλιεργούσε ζαχαρότευτλα. «Εγώ έβγαζα 150.000 δραχμές το στρέμμα. Και στη ΔΕΗ έπαιρναν μόνο 30.000 δραχμές. Είχαμε όμως τα χωράφια μας, τα νερά μας». Όσο οι ενεργειακές ανάγκες της χώρας μεγάλωναν, η ΔΕΗ απαλλοτρίωνε τα κτήματα. Μην έχοντας πλέον την επιλογή της γεωργίας και θεωρούμενος κάτοικος πληττόμενου χωριού, ο κ. Θεοδωρίδης έγινε μόνιμος πλέον υπάλληλος της ΔΕΗ, στη θέση του χειριστή μηχανημάτων.
«Μπουλντόζες, τσάπες, φορτωτές, ό,τι περπατούσε στο ορυχείο. Είναι η χειρότερη δουλειά. Δεν υπάρχει χειριστής που να πέρασε καλά. Εγώ έπαθα θρόμβωση, έπαθα καρδιά, έκανα μπαλονάκια, και όλα αυτά από τη δουλειά». Εξαιτίας των προβλημάτων υγείας που εμφάνισε, ο κ. Θεοδωρίδης στα 58 του χρόνια συνταξιοδοτήθηκε. Παραδέχεται ωστόσο μέχρι και σήμερα ότι τα λεφτά που έβγαζε από τη σκληρή δουλειά ήταν αρκετά για να ζήσει τέσσερα παιδιά και να επενδύσει στο μέλλον τους.
Το ίδιο συνέβαινε και με τους περισσότερους κατοίκους των Αναργύρων που εργάζονταν στο ίδιο ορυχείο.
Μας νανούριζαν με το όνειρο μιας θέσης στη ΔΕΗ
Η γενιά του κ. Θεοδωρίδη, που είδε τη ΔΕΗ να ακμάζει και να γίνεται ο μεγαλύτερος εργοδότης της περιοχής, καλλιέργησε στα παιδιά και τα εγγόνια την κουλτούρα σίγουρης αποκατάστασης στον λιγνίτη, είτε αυτό θα ήταν εργοστάσια, είτε ορυχείο, είτε κάποια άλλη επιχείρηση δορυφορική. «Μας νανούριζαν από την κούνια με το ότι θα βρούμε δουλειά στη ΔΕΗ», λέει σαρκαστικά ο νεότερος γιος που ήρθε να κάτσει στο καφενείο.
Η κόρη του κ. Θεοδωρίδη ακολούθησε τον δρόμο αυτό, στα 25 της χρόνια, εργαζόμενη ως χειρίστρια μηχανημάτων στο ορυχείο που βρίσκεται δίπλα από το χωριό με οκτάμηνες συμβάσεις. Την πρόλαβε όμως η απολιγνιτοποίηση. Τώρα, όπως λέει ο πατέρας της, είναι άνεργη και μεγαλώνει το παιδί της στην Πτολεμαίδα. Ο γιος του κ. Θεοδωρίδη, λίγα χρόνια μικρότερος από την αδερφή του, δεν πρόλαβε καν να δουλέψει στη ΔΕΗ. «Λέγαμε “άντε να μεγαλώσουμε να βγάλουμε ένα απολυτήριο λυκείου, άλλος ηλεκτρολόγος, άλλος μηχανικός, για να μπούμε στη ΔΕΗ». Οι γονείς μάς μεγάλωσαν με αυτά τα λεφτά και δεν τάιζαν μόνο εμάς. Όταν ένας «Δεητζής» έπαιρνε 2.500 ευρώ μισθό, στο σούπερ μάρκετ έδινε 1.000 ευρώ. Κινούνταν το χρήμα σε όλη την περιοχή, όχι μόνο εδώ. Στην Πτολεμαϊδα, την Κοζάνη, παντού! Τώρα που έκλεισαν, πρέπει να βρει ο καθένας τι να κάνει», δηλώνει ο 23χρονος.
«Καμμένη γη είμαστε εδώ»
Η μετάβαση δεν έχει αφήσει ανηπηρέαστο ούτε τον ιδιωτικό τομέα. Ο Στάθης Πουτογλίδης ζει από μικρό παιδί στην Ακρινή, ένα χωριό δίπλα από το εργοστάσιο λιγνίτη του Αγίου Δημητρίου. Δουλεύει σε βουλκανιζατέρ που εξυπηρετεί βαριά οχήματα της ΔΕΗ και φορτηγά. «Αν είχα 20 αυτοκίνητα κάθε μέρα, τώρα έχουν πέσει στα τρία. Έχει μειωθεί δραματικά η δουλειά», παρατηρεί και αναρωτιέται αν πρέπει να αρχίσει να μαθαίνει κάποια ξένη γλώσσα για να φύγει να δουλέψει στην Ευρώπη. Παρότι έχασε τον πατέρα του σε εργατικό δυστύχημα στη ΔΕΗ, ο 32χρονος αδυνατεί να δει άλλη εναλλακτική για την περιοχή πέρα από τον λιγνίτη. Ακόμα και για τα κίνητρα που προφέρει η κυβέρνηση σε αντίστοιχες δορυφορικές επιχειρήσεις εμφανίζεται διστακτικός, λέγοντας πως δεν μπορεί να σκεφτεί σε τι θα μπορούσε να μεταλλαχθεί ένα βουλκανιζατέρ, ώστε να επιβιώσει την επόμενη ημέρα. «Καμμένη γη είμαστε εμείς εδώ. Δεν ξέρω τι θα κάνω ειλικρινά».
Πρότυπη κτηνοτροφική μονάδα
Ο Χάρης Πουτογλίδης, κτηνοτρόφος και ιδιοκτήτης κρεοπωλείου, είναι πολύ πιο αποφασισμένος. Δεν σκέφτηκε ποτέ τη ΔΕΗ ως επαγγελματική αποκατάσταση, καθώς έβλεπε από τον πατέρα του τη δυσκολία της δουλειάς. «Δεν μπορώ να καταλάβω τι λιγότερο έχει ο νέος της Ακρινής, της Δυτικής Μακεδονίας, από κάποιον που ζει σε οποιοδήποτερο μέρος στην Ελλάδα. Γιατί να μην έχω και εγώ το κίνητρο να δημιουργήσω κάτι νέο, παραγωγικό στον τόπο μου; Για ποιον λόγο να μην έχω έναν διαφορετικό και καλύτερο τρόπο ζωής από αυτόν των πατεράδων και των παππούδων μας;», αναρωτιέται, φέρνοντας στη μνήμη του τη μαυρίλα του ορυχείου και τη σκόνη της τέφρας που είχε δει μια ημέρα, συνοδεύοντας τον πατέρα του στη δουλειά. «Στο χωριό, αυτό που άκουγες είναι να πεθαίνει κόσμος, 40, 50 και 60 ετών από αναπνευστικές αρρώστιες και καρκίνους. Δεν θεωρώ ότι η εργασία που προσέφερε η ΔΕΗ ήταν η κατάλληλη», υποστηρίζει. Όμως, αυτό δε σημαίνει ότι συμφωνεί με τον τόπο που γίνεται η απολιγνιτοποίηση. «Όταν μια ολόκληρη γενιά εξαρτάται από αυτό που λέγεται ΔΕΗ και λες απότομα «σταματάω αυτό το πράγμα», είναι εγκληματικό. Είναι σαν να πηγαίνουμε στην Κρήτη και να λέμε “σταματάμε τον τουρισμό”. Δεν μπορεί να γίνει από τη μία ημέρα στην άλλη».
Όνειρο για την επόμενη ημέρα
Η κτηνοτροφική μονάδα που διατηρεί ο κ. Πουτογλίδης με τα αδέλφια αντικρίζει καθημερινά τα φουγάρα του ΑΗΣ Αγ. Δημητρίου. Αυτό όμως δεν τον πτοεί στην απόφασή του να γυρίσει σελίδα. Όνειρο του είναι να δημιουργήσει μια μονάδα μεταποίησης, ώστε να παράγει τυρί υψηλής ποιότητας και να το εξάγει σε όλη την Ευρώπη.
Ενεργός και στα κοινά, ο κ. Πουτογλίδης ελπίζει να βρει κίνητρα και υποστήριξη από το Σχέδιο Δίκαιης Μετάβασης, ώστε ο ίδιος και οι υπόλοιποι νέοι που θέλουν να παραμείνουν στην περιοχή, να καταφέρουν να χτίσουν την επόμενη ημέρα της Δυτικής Μακεδονίας.
Ρωτώντας τον αν ο λιγνίτης ήταν ευχή ή κατάρα για τον τόπο, μας απαντά πως ήταν ευχή για τη γενιά των γονιών τους και κατάρα για τη δική του. Ο κ. Θεοδωρίδης δεν είναι τόσο διπλωματικός: «Αν γυρίσω τη μνήμη μου πίσω, εγώ θα ήθελα να μην έχει πατήσει ποτέ ορυχείο εδώ».
Η κυβέρνηση έχει συντάξει το Σχέδιο Δίκαιης Μετάβασης, ώστε η μετάβαση να είναι ομαλή, προβλέποντας επενδύσεις και χρηματοδοτήσεις σε βιομηχανία, κτηνοτροφία, επιχειρηματικότητα, τουρισμό και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΕ, οι ελληνικές λιγνιτικές περιφέρειες έχουν αθροιστικά τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας ανάμεσα σε αντίστοιχες περιφέρειες σε όλα τα κράτη-μέλη. Ο κλάδος της ενέργειας και της εξόρυξης συνεισέφερε κατά μέσο όρο την περίοδο 2008-2017, το 49% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας στην Κοζάνη και το 36% στη Φλώρινα. Το χρονοδιάγραμμα της απολιγνιτοποίησης έφερε την Ελλάδα το 2020 πρώτη ανάμεσα στις λιγνιτοπαραγωγές χώρες σε μείωση εκπομπών διεξειδίου του άνθρακα.