17 διαμάντια, σκαμμένα στην ενδοχώρα, στα ορεινά, 17 φορές συμπυκνωμένος λόγος, λιτός κι απέριττος, αποτελούν την πρώτη εμφάνιση της Αθηνάς Παπανικολάου, με τη συλλογή διηγημάτων, ΓΛΥΦΟ ΝΕΡΟ. Τη συναντήσαμε ,όμως, πολλές φορές, σε διάσπαρτα κείμενα και κυρίως στην καλλιτεχνία της ζωής: Στα κινήματα για τη δημόσια εκπαίδευση, για την υγεία στην πανδημία, για τον Άλλον, τον αδικημένο, για τον πρόσφυγα, τον καταδιωγμένο της γης, για την προστασία των ιερών αρχαιολογικών χώρων… Τη γνωρίσαμε στη γενναιοδωρία της: Στο χάρισμα πακέτου φουστανιών σε συνάδελφο που αναπάντεχα εγκυμονούσε στο τρίτο, στη στήριξη των δυστυχούντων. Αλλά και στην αναγνώριση των άλλων, άλλοτε συμμετέχοντας σε βιβλιοπαρουσιάσεις κι άλλοτε συνοψίζοντας τα εκλεκτά διαβάσματά της για να κοινωνήσουμε κι εμείς. Αναδυμένη από τον κόσμο των ξωμάχων, ευλογεί με τους αντιήρωές της, σαν τον Δημήτρη Χατζή, τη μυρωδιά των ορεινών καπνών, τον ιδρώτα στο θέρισμα των σιτηρών, τα χτυπήματα του αργαλειού στα ζωηρόχρωμα κιλίμια, τα τρυπήματα του βελονιού στα αέρινα κεντίδια, στον πέριξ του Αλιάκμονα γενέθλιο τόπο. Παππούδες, γονείς, θείες, συγχωριανοί υφαίνουν τη ζωή από το 1940 μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες και την αισθητοποιούν καταδιωγμένη από πολέμους και φτώχεια, αλλά διαποτισμένη από ελπίδα, φτάνοντας με λίγα κείμενα στις σύγχρονες μεταβολές.
Ο παππούς μεταποιεί σε παραμύθι τη Μικρασιατική Καταστροφή, εξομολογούμενος πως κι εμείς κάναμε. Οι άλλοι ζουν, κυρίως, τον αφανισμό της Κατοχής, της πείνα της, ορισμένοι και τη φυματίωση, συγκλονιστικός ο πατέρας που με ευρηματικό τρόπο έσωσε το γιο από το χτικιό. Ζουν τον εμφύλιο στη θέα των φουσκωμένων πτωμάτων των γενειοφόρων ανταρτών στις όχθες του ορμητικού Αλιάκμονα.
Ή ζουν τις διώξεις του διχασμού, έγκλειστοι στα ξερονήσια, με φόντο την εκμετάλλευση των χρυσών χεριών της θείας Βικτώριας από τους κρατούντες.
Ή εκφράζουν αφελώς τη μεγαλοσύνη του κόσμου: ο άντρας μου έφτασε τόσο μακριά, ως τα καμποχώραφα της Βέροιας!
Η δική μας μεταπολεμική μετανάστευση στο βορρά σημαδεύεται από το μεγάλωμα του κοριτσιού από τους παππούδες, την ασέλγεια στο παιδί από ανήθικο επιτήδειο και την τραγική παπαδιαμαντική κατάληξή του.
Αλλά κι η μετανάστευση των άλλων στην πατρίδα μας ξετυλίγεται, αυτή των ρακένδυτων Αλβανών, όταν άνοιξαν τα σύνορα, αυτή των καραβανιών των χιονισμένων δρόμων, ώσπου να καταλήξουν στο σπίτι της, όπου στήνεται τραπέζι συναδέλφωσης των λαών υπό την αγρύπνια της μάνας της που ως μάνα ξέρει ότι οι μάνες δεν γνωρίζουν σύνορα, χρώματα, θρησκείες!
Επίσης, η μετανάστευση νεαρών κοριτσιών για το κοίταγμα των ηλικιωμένων, γιατί είναι φθηνά τα χέρια τους, αλλά κι αναφορά τους πως η εξαθλίωση των χωρών τους τις μεταβάλει σε εμπόρευμα με πωλητές τους γονείς και πρόσχημα το γάμο.
Ο τρελός στα φανάρια της μεγάλης πόλης θυμίζει τον Λεντς του Μπύχνερ, την πρώτη λογοτεχνική ανατομία της τρέλας.. Η μοναξιά, όταν το ταίρι φύγει, με το ξεσπίτωμα, αδιάφορο αν καταφεύγουν στο σπίτι των παιδιών τους, σημαδεύουν το τέλος του βιβλίου. Το αρμολόι στο βιβλίο είναι η μάνα, είτε ζωντανή, είτε ως ίσκιος, ή όνειρο, ή όραμα στην συγκλονιστική περιγραφή παρασκευής του χαλβά στη γιορτή της στους ουρανούς
Η μάνα ως κορυφαία του τραπεζιού συναδέλφωσης των λαών, μάνα είμαι κι εγώ και ξέρω, η μάνα που παρηγορεί την κόρη για τη φυγή της, αφού οι μάνες δεν φεύγουν ποτέ, αφού ξέρουν να στέκονται όρθιες, να επιστατούν, να δέονται, δες την Μάγδα τη Φύσσα της λέει. Η μάνα που ετοιμάζει το δισάκι του παιδιού της με την πίτα και προορισμό το άγνωστο. Η πεθαμένη μάνα που όταν μαθαίνει το θάνατο της κόρης της θρηνεί: τι έπαθε το παιδί μου…
Αλλά και η ίδια Αθηνά ως μάνα διδάσκει το νεαρό προσφυγόπουλο από το Ιράν το μεγαλωμένο με τους κόμπους των χαλιών, την κατασκευή των πλιθιών, το ακόνισμα των μαχαιριών, που τώρα μετράει στο χάρτη τα αλογάριαστα χιλιόμετρα ποδαρόδρομου. Ως μάνα ανοίγει την αγκαλιά της για όλους του αναγκεμένους, όπως έκανε και με τους μαθητές της κι από κει πρόκυψε κι ο τίτλος: ΓΛΥΦΟ ΝΕΡΟ.
Στα εκφραστικά της μέσα, στο στήσιμο των εικόνων, στην ενσάρκωση των ηρώων της πετυχαίνει την πλήρη λιτότητα.. Το μόνο που περισσεύει είναι το ποτάμι της καρδιάς της για ένα δίκαιο κόσμο. Αυτό φούσκωσε και κατέβασε τα διηγήματα. Κι εγώ ένιωσα την ανάγκη να καταθέσω το αντίδωρο της προσφοράς της, για να γίνει το βιβλίο πολύτιμο δώρο χριστουγεννιάτικο.
Τάσα Σιόμου
Καλά Χριστούγεννα