Την προ-παραμονή της πρωτοχρονιάς περί το μεσημέρι , μαζευόμασταν το μπλίκι (πεντέξι παιδιά ηλικίας του δημοτικού μέχρι πρώτες τάξεις γυμνασίου) στο πλατάνι , στο νάρθηκα της εκκλησιας στο καμπαναριό και ρίχναμε λαχνό για το τι θα μαζεύει ο καθένας το βράδυ που θα «γυρνούσαμε» τα σπίτια του χωριού για να πούμε τα «σούρβα». Ο λαχνός περιείχε 5-6 τυλιγμένα χαρτάκια σ ένα κουτί που στο κάθε χαρτάκι έγραφε το προϊόν-πράγμα που θα μάζευε όποιος το τύχαινε όταν το τραβούσε απ το κουτί .! δηλαδή… κάστανα για ψήσιμο , κολιαντίνες ή κομμάτες ψωμί, κομμάτια παστό κρέας για τηγανιά, τυρί και αλεύρι για πίτα..! Καμιά φορά βάζαμε και έναν «σκλιάη» που αναλάμβανε την ιδιαίτερη φροντίδα να μας φυλάει από τα τσομπανόσκυλα κυρίως , που γυρνούσαν όλη νύχτα γύρω από τις προβάτες-μαντριά που ήταν κοντά ή μέσα στις αυλές των σπιτιών …
(Μια χρονιά μια μάνα επειδή το γιο της δεν τον έπαιρναν σ ένα μπλίκι γιατί είχαν τσακωθεί , τους παρακαλούσε λέγοντας : «έ ρα πάρτι τουν για σκλιάη»…
Όταν ήμουν 7 χρονών-πρωτη δημοτικού με δάγκωσε μέσα στην αυλή του παπα-Μάρκου το σκλί κι έχω ακόμα τα σημάδια στην αριστερή παλάμη . Αφού έβαλε πάνω στην πληγή τριμμένο καπνό ο Παπαμαρκος και τοδεσε μ ένα πανί , τα χαράματα περνώντας ένα φορτηγό απ τα μεταλλεία χρωμιτη της «Σκουμτσας» με οδηγό το Γιάννη Τριανταφυλου με πήγε ο πατερας μου στην Κοζάνη και έκανα το αντιλυσσικό εμβόλιο…)
Όλοι προσπαθούσαμε να μην μας τύχει να μαζεύουμε-κουβαλούμε το αλεύρι γιατί ήταν το πιο βαρύ στο κουβαλημα και μας λέρωνε «πάτον-κορφή» .
Μερικές φορές το φορτώνονταν οικειοθελώς ο Τακης ο Καναβας που ήταν πιο μεγάλος και πιο γερός απ όλους και καθως ήταν πολύ μελαχρινός το πρωΐ φανερώνονταν κάτασπρος ..! Μια χρονιά που έριχνε δυνατό σουλτόχιονο και βάρυνε πολύ το τσουβάλι με το μουσκεμένο πλέον αλεύρι , στην αυλή των ζαμπακαδων που ήταν στρωμένη με στρογγυλές πέτρες γλίστρησε ο καημένος ο Τακης κι έπεσε μέσα στο μεγάλο χάλκωμα που ήταν γεμάτο νερό κάτω από την αστρέχα κι όλοι φωνάξαμε: πάει το αλεύρι αντί να λυπηθούμε πρώτα τον Τάκη .! Κι αυτός για το αλεύρι στενοχωρέθηκε γιατί το πρωί δε θα είχαμε να δώσουμε στη νοικοκυρά που θα είχαμε το κονάκι και θα μας έφτιαχνε την πίτα , αλλά κυρίως δε θα είχαμε να το πουλήσουμε στους εποχικους μικρέμπορους Χατζηπασχο ,Τσιούμα , Γκιγκέλα να πάρουμε κάνα φράγκο να το παίξουμε στη «σβούρα» ή στο εικοσιένα , γιατί αυτός ήταν κυρίως ο σκοπός που μαζεύαμε το αλεύρι κι όχι μόνο για την πίτα…
Το βράδυ 30/12….κατα τις 9-10 η ώρα όπως τα κόλιαντα , αφού ντυνόμασταν με τα ελαφρά φτωχά ιμάτια (καλοτυχίζαμε όποιον φορούσε μακρύ παντελόνι και παλτό , λαστιχένιες μπότες και είχε φακό.!), παίρναμε πάλι την «κλούτσα» και το «σακούλι» και καταλαμβάναμε το μεγάλο-κεντρικό καφενείο του «Ζγκρούντα» , που μας το παραχωρούσαν οι «μεγάλοι» ,χωρίς καμία συνεννόηση και αντίρρηση , μόνο για τα κόλιαντα και τα σούρβα .
Το καφενείο ήταν στο κεντρικότερο σημείο του χωριού στο ύψωμα πάνω δεξιά της πλατείας ανάμεσα στην εκκλησία του Αγ.Προδρόμου και στο σπίτι του Μήτσιου Καραπατσιου . Ήταν ολόκληρο σχεδόν επενδυμένο με ξύλο , γύρω-γύρω με ξύλινα μεντερλίκια και μεγάλο ξύλινο μπουφέ , απ όπου παίρναμε το τσάϊ και τη βανίλια που μας ετοίμαζαν καλόκαρδα ο ψηλος καφετζής Κώστας Δουγαλης-«βαρνάλας» όπως τον αποκαλούσαμε και η πονόψυχη-μικρόσωμη γυναίκα του κυρά Κατερίνη .
Όλοι οι πιτσιρικάδες με πειράγματα , φωνές και μαλώματα μερικές φορές , αδημονούσαμε πότε θαρθούν τα μεσάνυχτα για να «κινήσουμε» τρέχοντας να προλάβουμε μέχρι το πρωί να πούμε τα σούρβα σ όλα τα σπίτια ξεκινώντας πάντα ψηλά από τους «Κεροστάδες και τους «Ντουγαλάδες» και τελειώνοντας στους πέρα «Παρτωναδες» και «Μπαταλάδες» στο «μιζάρι»και στα «μαρμάρια» . Σ όλο το χωριό μέχρι το πρωϊ ακούγονταν απ όλα τα μπλίκια όταν φτάναμε εξω από το σπίτι και χτυπουσαμε την πόρτα με το μπαστούνι φωνάζοντας :σούρβα-σούρβα κι Αιβασίλτς για να μας ανοίξουν.
Το τραγούδι που λέγαμε σε κάθε σπίτι , που σπάνια το τελειώναμε αν επέμενε καμιά νοικοκυρά και μας έδινε καμιά δεκάρα παραπάνω και «ρουφτένια κουλιαντίνα»-γλυκό μυρωδάτο κουλουριαστο ψωμάκι , έλεγε τους παρακάτω στίχους που περιείχαν το χάρισμα του Αϊ-Βασίλη για τα γράμματα και ευχές για το σπίτι και τον καινούριο χρόνο:
Άγιός Βασίλης έρχιτι Γινάρης ξημιρώνει.
Βασίλη μ πόθεν έρχισι κι αμ πόθι κατιβαίνεις.
Ιγώ π τα ξένα ερχουμι κι στα δικά μου πάω .
Κι αν ερχισι απ την ξινιτιά πες μας κανα τραγούδι .
Ιγω γράμματα μάθισκνα τραγούδια δεν ιξέρου .
Κι σαν ιξέρεις γράμματα πες μας την αλφαβήτα.
Στην πατιρίτσα ακούμπισι να πει την αλφαβήτα .
Κι η παττιρίτσα ήταν χλουρη κι απόλυκι κλουνάρια
Κλουναρια χρυσουκλωναρα κι Ανάργυρα ν τα φύλα.
Κι απάνου στις κουρφιτσις τους περιστερών φωλίτσες
Κι κάτου στις ριζίτσις τους πηγάδια κι λιβάδια
Να κατιβαίνουν πέρδικις να παίρνουν να γιομίζουν
Να παίρν νιρό στα νύχια τους κι μόσχου στα φτιρά τους
Να λούζουν τον αφέντη μας μαζιιιιι με την κυρά του..!!!
Ένα άλλο τραγούδι που λέγαμε :
Σ αυτό το σπίτι πούρθαμε πέτρα να μη ραγίσει
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει .!
Κι ακολουθούσε η ευχή :
καλή χρουνιά νάχιτι γεια , να βγάλτι πλιά , κατσίκια κι αρνιά
Να ρθούν γαμπροί νύφις πιδιά
(ευχές για τα αναγκαία της επιβίωσης και καλύτερης διαβίωσης καθώς και για την εξέλιξη της οικογένειας). Και στο τέλος καθήμενοι νακούκουρδα όλοι μαζί βελάζαμε : μπια τσι-τσι-τσι που δήλωνε ευχές με βελάσματα και τσιτσιρίσματα γιδιών προβάτων κι αρνιθιών να έχει καλή παραγωγή για όλα.Στο δρόμο ή στα σπίτια γίνονταν και διάφορα αστεία όπως π χ από τον Αδάμο που έσβηνε το καντήλι από τις καλοκάγαθες γυναίκες Στεργιανή του Π Ψιανου ή την Αρχοντή του Μ Δραγωγια και τους έδινε μετά το φακό ν ανάψουν το καντήλι..!Αφού τελειώναμε το γύρισμα του χωριού ώσπου να φέξει , πήγαιναμε στο σπίτι ενός από το μπλίκι που τοχαμε συμφωνήσει να κάνουμε το κονάκι με φαγοπότι και γλέντι με όσα είχαμε μαζέψει όλο το βράδυ και μ αυτά μαγείρευε η νοικοκυρά που μας φιλοξενούσε: πίτα , τηγανιά , τυρί και κρασί .
Το κονάκι το κάναμε σ όλα τα σπίτια εναλλάξ κυρίως όμως στο σπίτι του πρωτοξαδερφου μου Κώστα Τσιολακη που ήταν μεγάλο ή στου Βήτα του Γιώργου που χορεύαμε με το όμορφο παλιό γραμμόφωνο που είχαν.
Ύστερα κατα τις 10 το πρωί βγαίναμε μαζί με το γραμμόφωνο και γλεντούσαμε χορεύοντας ζαλισμένοι όλα σχεδόν τα μπλίκια μαζί στην πλατεία .
Μαζί με του Βήτα αξίζει να θυμηθούμε τα ωραία γραμμόφωνα στα καφενεία του «Ζγκρούντα» και του «Καρανατσιου» , που μ αυτά γλεντούσε τότε ο κόσμος με πιο σύγχρονα τραγούδια εκείνης της εποχής , εκτός από τις δημοτικές ορχήστρες που έρχονταν τις γιορτές στο χωριό .
Μετά αφού πουλούσαμε τ αλεύρι και με τα ελαχιστα χρήματα που είχαμε μαζέψει , το ρίχναμε στη σβούρα και στα χαρτιά για να δούμε την τύχη μας ή την ατυχία μας …
Έτσι περίπου γίνονταν το έθιμο των Σούρβων της Λευκοπηγης και τελείωνε η προ-παραμονή και η παραμονή της Πρωτοχρονιάς για τους μικρούς μέχρι 13-15 χρόνων . και το βραδάκι είχαν σειρά πλέον οι μεγάλοι με δυο συνηθως μπλίκια να περάσουν απ όλα τα σπίτια του χωριού να πουν τον Αιβασιλη και να ευχηθούν για τον καινούριο χρόνο .!!!
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ Σ ΟΛΟΥΣ.!
Λευκοπηγη Κοζανης 28/12/2021
Γιώργος Μητλιάγκας