Πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων στα Κομνηνά Εορδαίας την Πέμπτη 18 Μαϊου 2017 στην κεντρική πλατεία της Κοινότητας – Ομιλία της Παρθένας Τσοκτουρίδου
Στις μαρτυρίες των Κομνηνιωτών της Α’ Προσφυγικής Γενιάς εστίασε την ομιλία της η συγγραφέας Παρθένα Τσοκτουρίδου στην εκδήλωση μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων στα Κομνηνά.
Συγκεκριμένα είπε τα κάτωθι:
«…Σήμερα τελούμε όλοι μας εκδήλωση μνήμης για την ιστορία ενός σημαντικού μέρους του πληθυσμού της Ελλάδας, των Ποντίων, των οποίων η γενοκτονία τους, σύμφωνα με αρχεία ιστορικών, σφραγίστηκε από την προσπάθεια για ολοκληρωτική εξόντωση της μνήμης τους.
Κι αυτό τονίζεται ιδιαίτερα, γιατί ο Ελλαδισμός σαν ιδεολογία και σαν πρακτική δεν άφησε το παραμικρό περιθώριο στον Ποντιακό Ελληνισμό να προβάλλει την τραγική του ιστορία.
Μια ιστορία, όπου περιλαμβάνονται σφαγές, κρεμάλες, πυρπολήσεις χωριών με φρικαλεότητες, μαζική βία, βιασμοί, συλλήψεις των γυναικών και παιδιών που δίνονταν στα χαρέμια των εύπορων Τούρκων, βίαιοι εξισλαμισμοί και λευκές πορείες θανάτου από τους Τούρκους κάτω από συνθήκες απάνθρωπες πείνας, δίψας, ασθενειών, οι οποίες σήμαναν την εξολόθρευση και εξαφάνισή τους.
Και όπως γνωρίζουμε όλοι, αυτά τα μέσα ονομάσθηκαν από τις αρχές «εκτοπίσεις» και πάρθηκαν για λόγους ασφαλείας, όπως μας αναφέρουν οι επιβιώσαντες και ξένοι μάρτυρες.
Οι επιβιώσαντες Κομνηνιώτες της Α’ Προσφυγικής Γενιάς μαρτυρούν τα τραγικά συμβάντα που συνέβηκαν στην Ποντιακή γενοκτονία που είναι καταγεγραμμένα στο βιβλίο «Οι πατρογονικές ρίζες των Κομνηνιωτών», έκδοση 1994, με συγγραφέα την υποφαινόμενη.
Η μαρτυρία του Παναγιώτη Σανδαλίδη είναι απόλυτα κατατοπιστική. Σ’ ένα απόσπασμά του αναφέρει: «Μετά την καταστροφή της Μ. Ασίας ο Κεμάλ έδωσε διαταγή στον Διοικητή του Σώματος να πιάσουν τους Έλληνες αντάρτες και να τους στείλουν στην Άγκυρα για κρεμάλα. Μας επιστράτευσαν όλους από 20-60 χρόνων και μας έστειλαν συνοδεία στην Άγκυρα, χωρίς να μας πουν τίποτα. Πήγαμε στο Ερζερούμ, σημερινή Θεοδοσούπολη. Εκεί μας περίμενε ο στρατηγός Καρακιαζέμ-Πασάς. Μόλις φθάσαμε, εκείνος μας κοίταξε καλά-καλά κι εκνευρισμένος είπε στους Τούρκους: «Αυτοί είναι οι αντάρτες;» Τους έβρισε και μετά είπε: «Όσοι είναι στρατεύσιμοι, να τους κάνετε στρατιώτες και τους άλλους να τους αφήσετε». Μας άφησαν λοιπόν σ’ ένα στρατόπεδο και δίναμε το παρόν κάθε μέρα στην αστυνομία. Μετά μας χώρισαν μισούς-μισούς. Εμένα μαζί με άλλους μας έστειλαν στο φρούριο Χασάν – Καλέ και μας άφησαν εκεί μέσα ελεύθερους. Ο τόπος αυτός ήταν Αρμενικός και τον είχαν κάψει οι Τούρκοι. Εμείς κτίζαμε σπίτια, δουλεύαμε δηλ. με χρήματα και παίρναμε μεροκάματο 30-60 γρόσια την ημέρα (ένα γρόσι ισοδυναμούσε με 4 δεκάρες). Εγώ έπαιρνα 40 γρόσια την ημέρα απ’ όσο θυμάμαι.
Εκεί λοιπόν καθίσαμε από τον Ιούνη ως τα Χριστούγεννα και τότε έγινε η ανταλλαγή και μας έδωσαν άδεια να κατεβούμε στα μέρη μας. Οι διοικούντες ήθελαν να μας ληστέψουν και μάζεψαν τους παπάδες και τους Προέδρους και τους έστειλαν όλους στη Ελλάδα. Αυτό το έκαναν, για να είμαστε ανυπεράσπιστοι και να μπορέσουν αυτοί ανενόχλητοι να μας ληστέψουν».
Η Δέσποινα Λαγοπούλου ανάμεσα στα άλλα, μας αναφέρει μια κλοπή ζώου που έκαναν στην οικογένειά της στον Πόντο οι Τούρκοι βάζοντας χόρτα στο κουδούνι να μην ακούγεται. Μας αναφέρει τις απειλές και τη βία των Τούρκων με ιστορικά ντοκουμέντα, καθώς και την εισβολή τσετέδων κάποια νύχτα στο σπίτι τους με άσχημες συνέπειες και για την οικογένεια, αλλά και για τους Τούρκους.
Ο Αθανασιάδης Ιωάννης μας αναφέρει επίσης τις επιδρομές των τσετέδων και τις επιπτώσεις τους.
Ο Κιουρτσίδης Γεώργιος αναφέρει σε συγκλονιστικές του μαρτυρίες πως οι Τούρκοι έκαναν ό,τι ήθελαν τους Έλληνες. Οι στρατιώτες τους ατιμούσαν κορίτσια 12-13 χρόνων (Ελληνίδες), τα οποία αυτοκτονούσαν σε γκρεμούς από τη ντροπή τους.
Ζούσε τότε, λέει, ο Τούρκος αρχηγός των τσετέδων Τεβάχ-Αλής, ο οποίος είχε 18 παλικάρια, που μάζευαν και σκότωναν τους Ρωμιούς.
Αναφέρεται επίσης κι αυτός στις επιδρομές των τσετέδων, που σκότωναν ή έκαιγαν όσους έπιαναν.
Ο Κατωτοικίδης Ηλίας με προσωπικά ντοκουμέντα μας μιλάει για τη Ρωσική κατοχή.
Ο Σανταλίδης Λάζαρος αναφέρει για την δίωξή τους στην ανταλλαγή πως «κάποια μέρα βγήκε ο κήρυκας και φώναξε: «Ως αύριο το μεσημέρι όποιος φύγει-φύγει, αλλιώς θα σφαγεί».
Εκείνον τον φόρτωσαν με μια κουρελού και η μάνα του πήρε στρώματα και ψωμιά. Ένας Τούρκος που του ζήτησαν βοήθεια, τους έβαλε σ’ ένα κάρο και τράβηξαν για την Τραπεζούντα. Στο δρόμο συναντούσαν κι άλλους. Τα μωρά ήταν σε σανίδια με τροχούλια, τα οποία έσερναν οι γονείς τους.
Κάθε 2 χλμ οι Τούρκοι ήταν στημένοι στο δρόμο και τους ζητούσαν πέντε παγκανόντια. Κάθε 6 ώρες πεζοπορία.
Κάτω από άθλιες και απάνθρωπες συνθήκες κατάφεραν τελικά να φθάσουν στη Θεσ/νίκη.
Η Σανταλίδου Βασιλική ανάμεσα στ’ άλλα αναφέρεται στους Τούρκους που μάζευαν νέους από 17-18 χρόνων και τους έστελναν εξορία στο Ερζερούμ, όπου πολλοί πέθαιναν από πείνα, ψείρες και κακουχίες.
Η Τσιλφίδου Ελπίδα αναφέρει πως οι Τούρκοι τους έκλεβαν τις αγελάδες και σκότωναν πολλούς Έλληνες.
Η Τερζίδου Σοφία μας αναφέρει γεγονότα από τη Ρωσική κατοχή και την ανταλλαγή με τις ταλαιπωρίες που πέρασαν.
Ο Ευσταθιάδης Δημήτριος μας λέει για τα αίσχη που έκαναν οι Τούρκοι, για τις εξορίες που έστελναν τους Έλληνες, για τις λεηλασίες και τους σκοτωμούς.
Η Θεοδωρίδου Ελένη αναφέρεται στις διώξεις των Τούρκων και στις ταλαιπωρίες που πέρασαν μέχρι να έρθουν στην Ελλάδα.
Ο Κιουρτσίδης Νικόλαος αναφέρεται με περιγραφές στις ταλαιπωρίες που έπαθαν μέχρι την ανταλλαγή και κατά την επάνοδό τους στη μητέρα Ελλάδα και συγκεκριμένα τον ερχομό τους στα Κομνηνά, αναφερόμενος κι αυτός στους τσετέδες με τις απειλές και τους εκβιασμούς τους.
Ο Κατωτοικίδης Χριστόφορος και η Κατωτοικίδου Ελένη επίσης αναφέρουν τα γεγονότα της ανταλλαγής με τα ανείπωτα επακόλουθά της.
Η Παρηγορίδου Σοφία αναφέρει τη ζωή τους με τους Τούρκους και τη βίαιη κι απάνθρωπη συμπεριφορά τους. Αναφέρει επίσης πως κατά την ανταλλαγή ο κόσμος πάνω στα πλοία πέθαινε από αρρώστιες και τους έριχναν στη θάλασσα.
Η Πεταλίδου Παρθένα αναφέρει πως η κόρη της είχε μια φίλη τουρκάλα, η οποία πήγαινε στο σπίτι τους και της έλεγε: «Όλους τους Έλληνες θα σας σφάξουμε, εκτός από την κόρη σου, που θεωρώ πως είναι αδερφή μου».
Η Αθανασιάδου Γενοβέφα αναφέρεται κι αυτή στην ανταλλαγή και όχι μόνο. Αναφέρει πως ήταν παρούσα στη σφαγή των Αρμενίων. Θυμόταν τις σπαραχτικές φωνές των παιδιών που πνίγονταν από τους Τούρκους σ’ ένα μέρος ονομαζόμενο «Κιζέλ-Σαράϊ». Έριχναν τα παιδιά σ’ ένα μεγάλο σωλήνα γεμάτο με νερό με μια μηχανή που γύριζε και τα έριχνε στη θάλασσα. Δώδεκα από εκείνα παιδιά θυμόταν πως έθαψε η ίδια και όταν την αντιλήφθηκε ένας Τούρκος, πήγε να την σκοτώσει. Γλίτωσε όμως λόγω γνωριμιών του πατέρα της με Τούρκους αξιωματικούς.
Η Κιουρτσίδου Κυριακή αναφέρεται κι αυτή στα βασανιστήρια και τις αρρώστιες που έπαθαν κατά την ανταλλαγή από τους Τούρκους.
Ο Τοκουζίδης Γεώργιος και η Τοκουζίδου Βασιλική επίσης το ίδιο.
Ο Νικηφορίδης Γιώργος λέει πως οι Τούρκοι παρίσταναν στο χωριό τους τους προστάτες τους αντί βαρέως τιμήματος βέβαια (αγγαρείες στα χωράφια αυτοί σαν δούλοι). Όταν επέστρεφαν οι ξενιτεμένοι από την πόλη, οι Τούρκοι προσδοκούσαν δώρα κι άλλες απολαβές, γιατί οσμίζονταν πολλά χρήματα.
Όσο για τα συγγράμματα του Κων/νου Κιουρτσίδη, τι να πει κανείς!… Θαυμάζει τον εξαιρετικό τρόπο που περιγράφει όλη την ιστορική προέλευση του τόπου του στον Πόντο, που εμπιστεύτηκε με προθυμία στα χέρια μου προσδοκώντας να τυπωθούν στο χαρτί και να χρησιμεύσουν ως γνώσεις τις μελλοντικές γενιές.
Δεν μπορούμε να μη κάνουμε μνεία και στη Σοφία Σιαπανίδου, η οποία αναφέρεται κι αυτή με θαυμαστό τρόπο σε όλα τα ως άνω παθήματα που προαναφέρθηκαν, καθώς επίσης το ίδιο αναφέρεται και η Ανατολή Σιαπανίδου.
Στα παθήματα της γιαγιάς μου αναφέρομαι επίσης κι εγώ με όλη τη ζωή της στον Πόντο, ιστορώντας την ορφάνια της που οφειλόταν στους Τούρκους, την δίωξη την δική της και των θειών της τους οποίους έκαψαν ζωντανούς οι Τούρκοι μέσα σε βαρέλια για να αρπάξουν τις περιουσίες τους, τα παθήματα της γιαγιάς μου στη Ρωσία και στον εδώ Ελλαδικό χώρο μετέπειτα…»