Οταν ο Τάκης Κανελλόπουλος γύρισε το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ «Μακεδονικός γάμος», το 1960, ο Γιώργος Λάνθιμος ήταν αγέννητος. Δεν έχει αυτό και πολλή σημασία. Σχήμα λόγου είναι περισσότερο γιατί, ως κινηματογραφιστής, ο 48χρονος διεθνής Ελληνας σκηνοθέτης έχει –και οφείλει να έχει– κάνει τις ανασκαφές του στην εγχώρια φιλμική ιστορία. Αναφέρθηκε στον «Μακεδονικό γάμο» στη συνέντευξη Τύπου, την περασμένη Πέμπτη, στην Εθνική Λυρική Σκηνή, με αφορμή τη δική του βωβή μικρού μήκους ταινία «Βληχή», γυρισμένη στην Τήνο. «Με ενέπνευσε και ξεσήκωσα πράγματα από αυτό το συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ», ομολόγησε. «Τα έθιμα του γάμου, τον χορό των γυναικών, το μαχαίρι». Ήταν ειλικρινής και το δικό του, εξαιρετικό, αποτέλεσμα δικαιώνει τη συνέχεια, τα ίχνη ενός ορατού νήματος ανάμεσα στην Ελλάδα μιας άχρονης παράδοσης και σε δημιουργούς που μπορούν να την καταγράψουν ή να την αναπλάσουν.
Ο «Μακεδονικός γάμος» ήταν η πρώτη ταινία ενός δημιουργού, που, χάρη στον Λάνθιμο, νοσταλγήσαμε. Ξαναείδαμε το 24λεπτο αυτό σπουδαίο έργο που περιγράφει τα ήθη και τα έθιμα που σχετίζονται με τον παραδοσιακό γάμο στη Δυτική Μακεδονία, συγκεκριμένα στο Βελβεντό Κοζάνης. Μεταμορφώνοντας ένα δείγμα του λεγόμενου «εθνογραφικού» κινηματογράφου σε μια ελεγεία για τις ρίζες των ανθρώπων σε έναν προαιώνιο, αλλά ήδη χαμένο κόσμο. Ασπρόμαυρη, πέτρα και χώμα, μαυροντυμένες γυναίκες, το τελετουργικό ξεσήκωμα ενός τόπου για μια νέα αρχή, ένα γάμο, αφοσίωση του φακού στα πρόσωπα, με μια θρησκευτική σχεδόν αντίληψη του απόλυτου. Η αισθητική του «δεν είναι γλειφιτζούρι, αλλά άρτος και οίνος μιας μετάληψης», όπως σοφά έχει γραφτεί. Ο Κανελλόπουλος γνώρισε τον ενθουσιασμό και την αποθέωση και ύστερα τη χλεύη, την άρνηση, την αποσιώπηση. Πέθανε μόνος, το 1990. Εκτοτε, βέβαια, πολλά αφιερώματα και κείμενα αποκατέστησαν τη θέση του στο ελληνικό σινεμά.
«Είναι αδύνατον να πάρεις τα μάτια σου από το ζευγάρι (Εμα Σόουν, Νταμιάν Μπονάρ), τις μοναδικές γριές του νησιού, το κατσικάκι, σε αυτόν τον κύκλο ζωής και θανάτου που εικονοποιείται με έναν ωμό και ταυτόχρονα ποιητικό τρόπο», όπως σωστά συνόψισε ο καλλιτεχνικός διευθυντής της ΕΛΣ και συνθέτης Γ. Κουμεντάκης. Οι μαυροφορεμένες γυναίκες, η Στόουν που φιλάει σε κάθε μια τους το χέρι (και αυτό αναφορά στον «Μακεδονικό γάμο»), ο φακός δημιουργεί μια αλληλουχία πορτρέτων, η ζωή και ο θάνατος αλλάζουν θέση, το λευκό σάβανο και το μαύρο φόρεμα αλλάζουν σώματα, η ερωτική έκσταση, ίσως και θρησκευτική, είναι άκρατη όπως και η θλίψη και η πίστη. Ενα πένθος που δεν θα οριζόταν ως οδυνηρό. Δεν αφήνει περιθώρια ταύτισης ούτε ενσυναίσθησης. Είναι σχεδόν ουδέτερο. Κι εδώ, το τοπίο είναι πέτρα, χώμα, βράχοι, θύσανοι και θάλασσα.
«Ο στόχος ήταν να γυρίσουμε μία ταινία πέρα από χρόνο και τόπο. Η ιστορία να είναι άχρονη», είπε ο Γ. Λάνθιμος. «Τα κοστούμια είναι εμπνευσμένα από παραδοσιακές ενδυμασίες, αλλά είναι ραμμένα με σύγχρονα υλικά, έχουν μια σύγχρονη ερμηνεία. Το σπίτι είναι παλιό, όμως το αυτοκίνητο είναι σύγχρονο. Με γοητεύει η παράδοση σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης. Νομίζω ότι είναι ωραίο να διατηρούμε κάποια πράγματα, όσο εξελισσόμαστε. Αλλά έχει μια γοητεία το παρελθόν. Μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης στις ζωές μας».
Η «συνομιλία» των δύο δημιουργών είναι μια παράπλευρη αξία, σε αυτό το ξεχωριστό και προβεβλημένο συμβάν της παγκόσμιας πρεμιέρας της «Βληχής». Οπως και η αναζήτηση της παράδοσης, «σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης». Ενσωματωμένης, στους ρόλους και στα πρόσωπα, στους χώρους και στα σκεύη, στα βλέμματα και στις κινήσεις. Ολα αρχετυπικά, αυστηρά, χοϊκά, σάρκινα και, ταυτόχρονα, ελλειπτικά, υπερβατικά, αλλόκοτα. Μια συνέχεια χωρίς όρους και χωρίς όρια. Η ζύμωση γίνεται μπροστά στα μάτια του θεατή, το βλέμμα του σκηνοθέτη είναι ο διαμεσολαβητής. Την παράδοση τη φέρουμε, συνειδητά ή ασυνείδητα. Ατόφια ή μετασχηματισμένη, βιωματική ή κληρονομημένη. Η «Βληχή» είναι, εντέλει, μια ιστορία πολλαπλών συναντήσεων, επιστροφών και εκκινήσεων.
kathimerini.gr