Το Σπίτι του Παιδιού χτίσθηκε κάπου εκεί ανάμεσα στο 1950 με 1955. Σε ένα οικόπεδο, που παραχωρήθηκε από την κοινότητα. Βρίσκεται δε στην πλαγιά πάνω και απέναντι από το παλιό Δημοτικό Σχολείο του Λιβαδερού. Ήταν ένα από τα 140 σπίτια, που δημιουργήθηκαν σε Ήπειρο, Μακεδονία και Θράκη από το Βασιλικό Ίδρυμα Πρόνοιας. Κάτω πάντα από την προσωπική φροντίδα της τότε Βασίλισσας της Ελλάδος Φρειδερίκης. Το 1965 τα Σπίτια του Παιδιού αυξήθηκαν και έγιναν 260.
Τα παραπάνω ιστορικά στοιχεία είναι πολύ καλά να τα λέμε. Μα είναι καλύτερα να δούμε στην πράξη τι τέλος πάντων προσέφερε αυτός ο θεσμός στο δύσμοιρο κεφαλοχώρι των Καμβουνίων. Έχουμε και λέμε λοιπόν αρχίζοντας από την κεφαλή του Σπιτιού:
Προϊσταμένη στο Σπίτι του Παιδιού ήταν πάντα γυναίκα. Η Αρχηγός που λέγανε. Γνωστή σε πολλούς από μας ήταν η Μάργαρη Παρασκευή ( ή Βούλα), που με την θητεία της άφησε μια μεγάλη βούλα προσφοράς στο χωριό. Ήταν από τα Γιάννενα κι έγινε νύφη στο χωριό, αφού κατάφερε να την κατακτήσει ο συντοπίτης μας τραπεζικός Γιώργος Γκουντός. Είχα την τιμή να την γνωρίσω πολύ αργότερα το 2012 και με επιβεβαίωσε περίτρανα ό,τι γι’ αυτήν είχα ακούσει.
Στο Σπίτι του Παιδιού πρώτα από όλα λειτουργούσε νηπιαγωγείο. Ναι νηπιαγωγείο. Τότε που το νηπιαγωγείο δεν είχε καθιερωθεί ακόμα ως θεσμός στην Ελλάδα. Τα νήπια ήταν κυρίως κορίτσια και λιγοστά αγόρια. Έπαιρναν καθημερινά πρωϊνό και γεύμα. Κάτι πολύ ενισχυτικό για την πτωχή ή ανύπαρκτη τότε διατροφή τους. Αλλά έπαιρναν και έναν μεσημεριάτικο υπνάκο πριν έρθει η ώρα να γυρίσουν στα σπίτια τους στις 4. Μάθαιναν τραγούδια. Έκαναν και σκέτς. Και έπαιζαν και επιτραπέζια παιχνίδια. Ένα άγνωστο «άθλημα» μέχρι τότε στο χωριό.
Ένα τέτοιο επιτραπέζιο παιχνίδι, το ντόμινο, έπαιξα κι εγώ το 1958 ,την μοναδική φορά που επισκέφθηκα το Σπίτι του Παιδιού. Το χάρηκα πολύ. Ήταν θαρρώ μήνας Ιούνης. Ζέστη πολύ, μα το μωσαϊκό δρόσιζε τόσο υπέροχα τον κώλο μου, που δεν έλεγα να φύγω. Τότε ακριβώς ανακάλυψα πόσο καλό είναι να είσαι στα νήπια έστω και για μια μέρα.
Μα το Σπίτι αυτό δεν ήταν μόνο Σπίτι του Παιδιού. Ήταν και σπίτι του αργαλειού ,του γουρουνιού και κουνελιού. Τόσα πολλά χωρούσε και τόσο πολλά έδινε στο χωριό.
Σε ξεχωριστή αίθουσα του κτιρίου ήταν οι αργαλειοί των χαλιών. Τεράστιοι ξύλινοι αργαλειοί για να υφαίνονται τα χειροποίητα χαλιά από τα βελούδινα χέρια των νεαρών κοριτσιών, που όλα τους ήθελαν ακόμη πολύ να «πατήσουν» τα είκοσί τους χρόνια. Πάνω στους αργαλειούς κτυπούσαν την ύφανση με ένα σιδερένιο χτένι και πάλευαν πιο θα κάνει τους περισσότερους κόμπους. Γιατί κι η πενιχρή αμοιβή τους πάλι από τους κόμπους εξαρτιόταν. Εκεί θήτευσε κι η αδελφή μου. Κι εκεί έκανε το «μεταπτυχιακό» της στους κόμπους.
Όπως πάμε για το Λιβάδι δεξιά υπήρχαν εγκαταστάσεις για καπριά. Καπριά βελτιωμένης ράτσας. Ολόασπρα κουνέλια με κιτρινοπορτοκαλί μάτια και περιστέρια. Από όλα αυτά, τα καπριά, κατά την ταπεινή μου γνώμη πρόσφεραν τις μεγαλύτερες υπηρεσίες. Σ’ αυτά πηγαίναμε τις ντόπιες σκρόφες μας (γουρούνες) για να ζευγαρώσουν με καλής ράτσας πράμα και να πάρουμε γκουτσιούνια (γουρουνόπουλα ) ανώτερης ποιότητας, κι αυτά με την σειρά τους να δοξάσουν και ανεβάσουν το χωριό σε άλλο επίπεδο.
Στο Σπίτι του Παιδιού λειτουργούσε και τμήμα ραπτικής. Σ’ αυτό τα νέα κορίτσια μάθαιναν από πολύ νωρίς τα μυστικά του ραψίματος. Πολύ σημαντικό πράγμα. Για κείνους τους χαλεπούς καιρούς. Γιατί το μπάλωμα ήταν αυτό που κυριαρχούσε στο χωριό. Όλοι μας σχεδόν κυκλοφορούσαμε με «φακά» (στρόγγυλα μπαλώματα) στον κώλο μας. Για πολλά χρόνια υπεύθυνη στο τμήμα αυτό ήταν η κυρία Αλεξάνδρα Μακρή. Σύζυγος του δάσκαλου και Διευθυντή του Δημοτικού Σχολείου Στέφανου Παρμακλή. Έδωσε πάρα πολλά στα κορίτσια του χωριού και άφησε το θετικό της στίγμα στην μικρή μας κοινωνία. Γέμισε δε το χωριό με νέες μοδίστρες, κάτι που τόσο πολύ ανάγκη είχε ο τόπος μας.
Το Σπίτι του Παιδιού δεν μπορούσε να μην έχει και το κτηνοτροφικό και γεωργοτεχνικό τμήμα του.Το ζωϊκό του κεφάλαιο ήταν τα πρόβατα ΜΕΡΙΝΟΣ με το άριστο μαλλί τους και πατρίδα τους την μακρινή Αυστραλία. Είχε γεωπόνο για να συμβουλεύει τους γεωργούς του χωριού. Κι έναν αξιόλογο βοηθό γεωπόνου. Τον Αλέξη Τζόκα. Ήταν βοηθός γεωπόνου, γεωργοτεχνίτης που λέμε αλλά και ελαιοχρωματιστής και υδραυλικός και κτίστης και ξυλουργός. Στο σπίτι του δε είχε κι έναν τροχό. Τρόχιζε λιλέκια, τσεκούρια και μαχαίρια. Τον θυμάμαι ακούραστο. Παρά την αναπηρία του κουβαλούσε πάντα μαζί του μια φουσκωμένη, δερμάτινη, βαριά τσάντα. Γεμάτη με εργαλεία κάθε λογής. Αυτός ο πολυτεχνίτης άνθρωπος «έφυγε» δυστυχώς τόσο νωρίς .Στα πενήντα τρία του.
Τα αποτυπώματα Του Σπιτιού του Παιδιού έμειναν έντονα στο χωριό. Εκείνο, με τον χρόνο, πέρασε, ως κτίσμα, στην δούλεψη του Δήμου. Για να προσφέρει κι από εκεί όπου υπάρχει ανάγκη.
Να και που κάποιος επαινεί τα δημιουργήματα της Φρειδερίκης.Συνήθως κακολογούνταν για τις παιδοπόλεις που έκανε.Χωρίς να σημαίνει ότι είμαι φιλομονάρχης.
Πάντα το άρθρο σας έχει ποιότητα. Ευχαριστώ.
Συγχαρητήρια για το κείμενο κύριε Κώστα ,στον επίλογο σας γράφεται ότι το κτίριο έχει περάσει στη διαχείριση του δήμου για να συνεχίσει να προσφέρει.
Θα ήθελα να σας ρωτήσω πως έγινε αυτή η” διαδοχή “γιατί στη Μεταμόρφωση πέρασε στην εκκλησία και δυστυχώς εγκαταλήφθηκε στη φθορά του χρόνου, παρά την μεγάλη του προσφορά στο χωριό.
Επίσης θα ήθελα να προσθέσω μια ακόμη προσφορά της ραπτικής, στα δύσκολα εκείνα χρόνια, εκτός από το μπάλωμα οι κοπέλες έραβαν τα φουστάνια τους αλλά και τις προίκες τους, πολύ σημαντικό για την εποχή τους μιας και τα κορίτσια ετοιμάζονταν από την ώρα που γεννιόταν να φτιάξουν το δικό τους σπιτικό.
πολυ καλό.
πολυ καλό.τι δείχνουν όμως οι φωτο;
τι δείχνουν όμως οι φωτο;
πολυ καλό.