Στα Σέρβια, όσο θυμάμαι απ την παιδική μου ηλικία υπήρχαν τουλάχιστον καμιά δεκαριά , δεκαετία 1970. Συνήθως έμεναν ανενεργά για ημέρες , μέχρι που κάποιο μνημόσυνο κοντοζύγωνε . Τότε οι νοικοκυρές , συγγενείς , γειτόνισσες και φιλενάδες έφερναν το σιτάρι ( στιάρι ) και το καλαμπόκι σε τσουβάλια , τενεκέδες και μπόγους και το εναπόθεταν δίπλα σ αυτή τη μυστηριώδη κοίλη σκληρή πέτρα , βάθους 30-35 πόντων . Είχαμε , και έχουμε , στη γειτονιά μας ένα τέτοιο τουμπέκι , ορατό απ την μπαλκονόπορτα του παιδικού μου δωματίου. Μου προκαλούσε εντύπωση η δύναμη αυτών των γυναικών , μα κυρίως ο απόλυτος συγχρονισμός με των οποίο ” κατέβαζαν ” με ορμή τους στούμπους -κόπανους – στουμπόξυλα πάνω στη σάρκα των σιτηρών κόκκων εντός του κοιλώματος , στούμπισμα.
Είχε προηγηθεί το επιμελές πλύσιμο της πέτρας. Όλη η εικόνα είχε ένα πέπλο μυσταγωγίας για τις ίδιες και μυστηρίου για μένα . Γρήγορα συμπέρανα πως πρόκειται για μια ευγενή ενέργεια εκ μέρους των για να ταίσουν κάθε λογής πετούμενο , αφού μόλις τελείωναν και αποχωρούσαν , τα εποχιακά πουλιά και τα οικόσιτα περιστέρια της γειτονιάς με εμφανή βουλιμία εφορμούσαν επί των υπολειμμάτων και στο τέταρτο ο χώρος ήταν λαμπίκο , εντός και εκτός πέτρας. Η μαμά βέβαια , ανταποκρινόμενη στις ερωτήσεις μου , μου εξήγησε ΄πως προορίζεται για τη μνήμη των νεκρών ανθρώπων αλλά και για τα ” υψώματα των εορτών ” , εγώ όμως έβλεπα τη λαίμαργη θρέψη των ζωντανών πουλιών . Αυτή μάλλον ήταν και η χρονική περίοδος που , άθελα μου , άρχισα να σκέφτομαι την ταυτόχρονη παρουσία της μνήμης και της ζωής.
Νίκος Μπουκουβάλας