Καλοπροαίρετα, σαν τον Αλφρέντο στο «Σινεμά ο Παράδεισος», φίλοι ακροατές στην σειρά συναυλιών «30 καρέκλες» με προσέγγισαν με το πέρας των δύο ρεσιτάλ της 24χρονης Δέσποινας Κελεσίδου που ακούστηκαν τις προηγούμενες εβδομάδες για τις τυπικές χειραψίες και ευχές και αυθόρμητα εκστόμισαν την ομολογία: «Πρέπει να φύγει». Αυτό ως παράσημο για την ικανοποίηση με την οποία άκουσαν την υψίφωνο. Δεν είναι εύκολο να σε προσβάλλει κάποιος που δεν ξέρει ότι γίνεται προσβλητικός, αλλά πάντως διαφωνώ κάθετα. Εν πρώτοις μια επιθεώρηση των όσων ακούσαμε:
Η Δέσποινα Κελεσίδου έχει μία ιδιαίτερα ευέλικτη και ακριβή φωνή. Αυτό είναι το αποτέλεσμα μελέτης και σπουδής, αλλά και ενός φυσικού αισθητηρίου που την καθιστά ικανή να προσαρμόζει το βιμπράτο της στην αίθουσα και να ελέγχει την τονική της διαβάθμιση υπηρετώντας το κείμενο, αποφεύγοντας τον γνωστό τρόπο-οδοστρωτήρα πολλών δραματικών μονωδών. Δεν υπάρχει τίποτα βεβιασμένο στον τρόπο της και σε έναν καιρό απάντων των λυρικών και άλλων βεβιασμένων αυτό αποτελεί μια κάποια ανακούφιση.
Στο ρεσιτάλ της 21ης Ιανουαρίου με θέμα τον έρωτα παρουσίασε 7 άριες από το 1724 μέχρι το 1860. Στις δύο αυτοκρατορικές άριες του Χαίντελ ήταν ευγενής, στην εσωτερική άρια του Βιβάλντι προσήγορη, στις θυελλώδεις Ιταλικές διακυμάνσεις των Ροσσίνι, Μπελλίνι και Ντονιζέττι ακαριαία ευμετάβλητη και πειστική σαν άστατος καιρός, και στην βαρκάδα του Μπιζέ γαλήνια λίμνη. Στην δεύτερη παρουσίασή της τραγούδησε Σατί, Ραβέλ και 4 τραγούδια του γράφοντος σε ποίηση Β. Π. Καραγιάννη με τις απαιτούμενες διάφορες και ποτέ αδιάφορες χροιές της, καταδεικνύοντας αυξημένη και ευρύχωρη αισθητικη αντίληψη. Την γραφή του Β. Π. Καραγιάννη δεν είναι εδώ ο χώρος να την επαναίσουμε αν και το αξίζει, αλλά σίγουρα απαιτεί το είδος ανάγνωσης που η Δέσποινα Κελεσίδου διαθέτει.
Το εύρος της μεγάλο και διαφανές, αλλά και η δυνατότητά της προφανής σε όλους. Το κέντρο βάρους της στο ακροατήριο και όχι στον εαυτό της – να μια μονωδός που ξέρει από σκηνική συμπεριφορά. Η φωνή της κάλεσμα προς Ανατολάς και όχι βοή προς κατηχουμένους – να μία των τελετών επιτελούσα. Και η καλή φωνή, παρά τους εμπορευματικούς μύθους, παραμένει θέμα καλού χαρακτήρα – να μία πολύ καλή μονωδός με πολλά δώρα. Ανεβαίνει στην σκηνή για να τραγουδήσει και δεν τραγουδάει για να ανέβει στην σκηνή – να γιατί γράφω αυτό το κείμενο.
«Πρέπει να φύγει» παρ’ ολα αυτά η ετυμηγορία και ομολογία πως αν κάποιος δείχνει μια ιδιαίτερη δυνατότητα πρέπει να τα μαζεύει. Είναι το ίδιο πνεύμα που γιορτάζει τον επίλεκτο μαθητή στο παιδομάζωμα της Ivy League, τον επαγγελματία που τα κατάφερε «αλλού ευτυχώς», τον καλλιτέχνη ή επιστήμονα που διαπρέπει εκτός, τον μετανάστη που κάποτε θα γυρίσει σε ολοκαίνουρια κούρσα με αψίδα την απουσία του, το μοτίβο της γενικής εθνικής διασποράς και της θείας απ’ το Σικάγο. Είναι η στιγμή της μαύρης πέτρας και της περιστασιακής, σύντομης θριαμβευτικής επανόδου για να υπενθυμίζεται ποια είναι η πορεία της ευτυχίας: αλλού. Μια περίεργη ψυχολογία αυτή, σχεδόν απαγορευτική για όλους του ταχυδρομικού κώδικα, αυταρχική κατά βάθος. Μια μείωση του κοινωνικού προσδόκιμου στην ελεγχόμενη μετριότητα, εκτός της οποίας κάθε προσπάθεια απελαύνεται μετά βαΐων και κλάδων, μια ανάδρομη Ιερουσαλήμ με πολλαπλό και συνολικό Γολγοθά και εκατόνταρχους που δείχνουν τον δρόμο της εξόδου. Άρον-άρον, τα μπογαλάκια του θριάμβου και οι τραγουδισμένοι σταθμοί Λαρίσης ή Μονάχου επιβεβαιώνουν το άρρητο αλλά σαφές δόγμα: «εδώ είναι το πουθενά», βουβό σύνθημα φυγής και χρέωσης ενός παντοτινού ευτελούς που δεσπόζει πήχης ίσα με το άδικο πάτωμα δίκην δεδικασμένης καταδίκης. Και τώρα μπορείτε να χορέψετε.
Όσο για τα περί πτηνών παρομοιώσεων και ανθρώπων που ανοίγουν τα φτερά τους, ο ουράνιος θόλος, ω του θαύματος, είναι παρών κι εδώ αρκεί κανείς να κοιτά πάνω κι όχι τα παπούτσια του βρίζοντας. Περίεργο μήνυμα αυτή η πτήση δυσδιάκριτου εξωτερικού αλλά διαδεδομένο και πρόκειται βεβαίως για διαρκές σφάλμα. Τα καλά χωριά εκπέμπουν ιδέες και προσελκύουν ανθρώπους με νέες ιδέες, τα κακά χωριά εισάγουν ιδέες σε φασόν και διώχνουν όποιον άνθρωπο έχει την παραμικρή ιδέα πέραν μίμου. Να είμαστε καλό χωριό. Να λέμε πως πρέπει όλοι να μείνουμε, πως πρέπει να έρθουν κι άλλοι καλοί από αφιλόξενα χωριά, να είμαστε εμείς φιλόξενοι και φίλοι δικοί μας. Ως σεαυτόν επιστρέφει η φράση.
Και τέλος πάντων διαφωνώ: η Δέσποινα Κελεσίδου δεν πρέπει να φύγει. Είναι πολύ άξια σε αυτό που κάνει και θα συνδράμει θετικά όπου βρεθεί. Φυσικά, αν θέλει, μπορεί πάντα να φύγει γιατί πράγματι το ταξίδι νικά πολλές άγνοιες και θα χαρούμε για όσα κάνει όπου γης, όχι όμως υποχρεωμένη κλωτσηδόν από το σκοτεινό «ειδάλλως» που θέλει τον τόπο της χαντάκι και νεκροταφείο φιλοδοξίας. Αυτό που πραγματικά πρέπει, αυτό που όλοι οι υπόλοιποι πρέπει να κάνουμε είναι να μην ψάλλουμε εν χορώ την αποπομπή της, διώχνοντας την κοντινή της εύνοια, επειδή αδιαφορούμε να βρούμε τον τρόπο παραμονής της. Αυτό που εμείς πρέπει να λέμε είναι πως πρέπει να μείνει.
Ένα αστέρι γεννιέται! Εύγε Δέσποινα Κελεσίδου !
Ένα κορίτσι γεμάτο ήθος, ευγένεια και αξιοπρέπεια! Η ζωή, τα όνειρα και οι στόχοι της να γίνουν πραγματικότητα όποιο μονοπάτι και αν διαλέξει!