Είναι το εικοστό όγδοο βιβλίο του συγγραφέως στη μακριά σειρά των διηγημάτων του, ιστορημάτων, χρονογραφημάτων κτλ., λογοτεχνικού περιεχομένου κυρίως. Αρκετά από αυτά έχουμε παρουσιάσει στα Ελιμειακά, όπως «Περιπλάνηση ένδον», «Οι χάρτες των ονείρων μας», «Αμαρτήματα κατά συρροήν στον Άθω», «Το χρώμα της νοσταλγίας», «Συγκεχυμένες αγάπες», «Το σκαληνό τρίγωνο της αμαρτίας», «Ενωμένα μυστικά» κ.ά..
Το ανά χείρας βιβλίο αποτελεί είδος αυτοβιογραφίας της πλούσιας διαδρομής του στα γράμματα, ιδιαίτερα στα περί τη λογοτεχνία, από τα «ασυλλόγιστα» χρόνια της νιότης του στο ΑΠΘ (Νομική Σχολή) μέχρι και την εποχή των πρόσφατων συνεχών του αναζητήσεων με επίκεντρο τη «Μητρόπολή» του («ότι έγραψα κι ότι ένιωσα εντελώς για τη Θεσσαλονίκη, 1971… 2022»). «Λέξεις, φωτογραφίες, σιωπές, ακίνητες κι ανάκατες χωρίς σειρά, πόλη, άνθρωποι, τοπία, τρόποι, χρόνοι, ριχμένες αισθήσεις στ’ άδειο του σήμερα να βρουν το γεμάτο χθες ζητούν». Ένα ταξίδι που δεν τελειώνει…
Θύμησες και βιώματα, πυκνά και κατά ημερολογιακήν τάξιν (πώς να χωρέσουν εξάλλου όλα σ’ ένα βιβλίο τα αφιλότιμα!). Αν δεν υπάρχουν (εκτός των χρονολογιών) ως (γραπτά) απομνημονεύματα και βρίσκονται (εκ)τυπωμένα μόνο στη φαιά του ουσία, τότε ο ίδιος (Β.Π.Κ.) δεν κινδυνεύει ποτέ από αλτσχάιμερ!
Εντούτοις πολλά μάθαμε γι’ αυτή εδώ την πόλη (τη «μητέρα», την «πλανεύτρα», την «ερωτική»), που δεν τα φανταζόμασταν. Είναι δυνατόν εμείς οι «μόνιμοι» εδώ, έστω και «απόδημοι», να τα μαθαίνουμε από έναν «επισκέπτη» (και μάλιστα από τα δυτικά); Κι όμως! Διότι, όπως δηλώνει, «η πόλη αυτή αποτελεί τη δεύτερη πατρίδα του σώματός του, αλλά ίσως την πρώτη της ψυχής του!».
Απνευστί κι εν είδει πολυβ-(ή μυδραλιοβ)όλου περνούν τα δρώμενά του στις σελίδες αυτές, εικόνες, πρόσωπα, πράγματα, συμβάντα, αλλιώς, τόσα που είναι, κάποια θα έμεναν εκτός και θά ’ταν κρίμα. Όμως, πάρε και καμιά ανάσα ρε Βασίλη, ν’ ανασάνουμε κι εμείς! Αλλά νέισα, που θά ’λεγε κι ο αξέχαστος Διαμ. Βαντής δεν πειράζει, ας είναι, κατά την ιδιωματική της γενέτειράς μας γλώσσα).
Είναι όμως ο Β.Π.Κ., να τα λέμε αυτά, φροντιστήριο – σχολείο για εκκολαπτόμενους, ειδικευόμενους έως και «ώριμους» στη λογοτεχνία. Βέβαια μέχρι να μπεις στα «μυστικά» του θέλει εξοικείωση με τις ιδιαιτερότητες (την τέχνη) του γραπτού του λόγου. Μετά τον απολαμβάνεις δεόντως!
Μια τυχαία επιλογή των περιεχομένων (κεφαλαίων, ημερολογίων, «στάσεων», επιστολών του κτλ.): Της Θεσσαλονίκης σήμερα της πρέπει, Ένας ξένος στη δική του πόλη, Διότι δεν συνεμορφώθην, Αυτή η πόλη θα σε ακολουθεί, Υπόγειες διαδρομές, διαφυγές, Περί του κ. Ντ. Χριστιανόπουλου και βάλε…, Παρά θιν’ αλός (Καλαμαριάς), Πάοκ και ξερό (ή και μαλακό) ψωμί, 26 Ιουνίου 2015 – Οσίου Δαβίδ του εκ Θεσσαλονίκης, Διαγωνίως, Αποθήκη Δ΄ στο λιμάνι, Οι εσπερινοί της Θεσσαλονίκης, «Κάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη». Και λοιπά ων ουκ έστι αριθμός!…
Βιογραφία του αναλυτική καταθέτει: Γεννήθηκα κτλ., διατέλεσα, έγραψα, επιμελήθηκα…, αυτοξεψάχνισμα δηλαδή κατά το δέον, σε δεκατρείς πλατειές παραγράφους… (αλλά άμα είναι να γράψεις, να τα γράψεις)! Και βέβαια ξεχωριστές αφιερώσεις σε προσωπικότητες της πόλης: Στον Ντ. Χριστιανόπουλο, εμβληματικό Σαλονικιό ποιητή, στον Παύλο Ζάννα «από τις ωραιότερες μορφές του νεοελληνικού μας πολιτισμού, στην πολιτική, τα γράμματα, την τέχνη, στον «σύντροφο-ποιητή Μ.Α.» (ήγουν Μαν. Αναγνωστάκη, το αφιέρωμα έχει τίτλο «23 διαθέσεις») και βέβαια εμβόλιμες αναφορές σε φίλους, σαν τον ποιητή-ζωγράφο Κ. Λαχά κ.ά. Επιστροφή και πάλι, εμμονή, στης μεγάλης ερωμένης του τα μυστικά: «Άνω πόλη· Κάστρα, ερείπια…, η μονή Βλατάδων, η οδός Επταπυργίου, η πλατεία Β. Τσιτσάνη, το Γεντί Κουλέ… Τοπωνύμια, γειτονιές, τόποι που με περιαγάγουν ως περιαγωγή κινητής τηλεφωνίας…». Δήλωση (τελική): «Στην πόλη αυτή νιώθω εντός έδρας ψυχικά. Κάτοικός της σώματι, τακτικά και πάντα ταξιδιώτης, στη μνήμη, όμως και στην αναζήτησή της, δηλαδή στην άγρια και ιερή νοσταλγία της κτλ. κτλ. Τι άλλο να προσθέσουμε; Προσγείωση (για εμάς).
Ευχαριστίες για την ευγενική αναφορά του στο παρόν περιοδικό μας ως «καλαίσθητου, εύτακτου και χαρακτηριζόμενου ως «Ελιμειακή Ραψωδία» των Δυτικομακεδονικών γραμμάτων, κατά την «Δυτικομακεδονική Ραψωδία» των μουσικών χρωμάτων του αείμνηστου συνθέτη Γιάννη Δόδουρα». Είναι αυτό η μόνη μας ανταμοιβή και ανταπόδοση. Ευτυχώς! Και εις άλλα με υγεία…
(Απο τα Ελιμειακά τχ. 88-89)