Ο τροχονόμος στη μέση της διασταύρωσης, με το δεξί χέρι ψηλά και την σφυρίχτρα στο στόμα – πού λεφτά για να δουλεύουν τα φανάρια – ρύθμιζε την κυκλοφορία των οχημάτων. Ξάφνου από το πεζοδρόμιο και ενώ τα φανάρια ήταν πράσινα για τα αυτοκίνητα, πετάγεται ένας πεζός και διασχίζει κάθετα το δρόμο. Το σφύριγμα του τροχονόμου παρατεταμένο και τα χέρια του να πηγαίνουν πέρα δώθε νευριασμένα.
–Πού πάς άνθρωπέ μου, πως περνάς έτσι το δρόμο χωρίς να ελέγξεις; Θα σε σκοτώσουν τα αυτοκίνητα!!!
–Εμένα δεν με σκοτώνει τίποτα πλέον, είπε ο πεζός, είμαι πεθαμένος!!!
Ο τροχονόμος τον κοίταξε απ την κορφή ως τα νύχια, φρεσκοξυρισμένος, κουστουμαρισμένος, μύριζε λουλούδια, του κουτιού.
–Άντε και να σε πιστέψω, του είπε, αλλά πεθαμένος και δεν πήγες ούτε στον παράδεισο, ούτε στην κόλαση, ή όπου αλλού, σε κάποιον άλλο κόσμο τέλος πάντων;
–Πήγα, πως δεν πήγα, αλλά τζίφος, που να στα λέω.
–Όταν πέθανα περιπλανήθηκα τρεις μέρες πέρα δώθε στο σύμπαν, και κάποια στιγμή φτάνω έξω από τον παράδεισο, χτυπάω την πόρτα και μου ανοίγει ο υπεύθυνος της υποδοχής.
–Καλώς τον, καιρό είχε να μας επισκεφτεί κάποιος, καλώς όρισες. Με πήρε από το χέρι και με πήγε στη ρεσεψιόν.
–Να κάνουμε πρώτα τις διαπιστώσεις και μετά ελεύθερος κι ευτυχισμένος μαζί μας στον παράδεισο, τα χαρτιά σου και τον οβολό.
Δεν είχα τίποτα, τι να του δώσω, ότι με άρεσε στη ζωή οι δικοί μου, μου τα βάλανε στον τάφο, να τα ‘χω μαζί μου, αλλά έμειναν εκεί. Σήκωσα τους ώμους.
–Άστο, μην αγχώνεσαι και θα σε βρω, όλοι είναι καταχωρημένοι στο σύστημα, πως λέγεσαι;
–Του είπα τ’ όνομά μου.
Πάτησε στα πλήκτρα στο πληκτρολόγιο μπροστά του και βλέπω τη φάτσα μου και από κάτω γραμμένα ένα σωρό.
Κούνησε το κεφάλι του προβληματισμένος…..
–Νέος ρε φίλε, νέος, γεννήθηκες στην Ελλάδα, πέθανες στην Ελλάδα και αιτία θανάτου το εγκεφαλικό, κι απ’ ότι βλέπω έπαθες και άλλα τέτοια τα τελευταία χρόνια, το τελευταίο ήταν που σε έστειλε εδώ, εσύ τους πίστεψες και να τω. Αλλά ξέρεις εκεί στην Ελλάδα το κάθε κόμμα και ομάδα έχει το θεό του και κανένας μα κανένας δεν σας έσωσε όταν ήταν στην εξουσία, η πολύ δημοκρατία ήταν που σας έκανε να χάσετε το μπούσουλα, γιατί ο καθένας έκανε ότι ήθελε και βολεύονταν μόνο οι ημέτεροι, χώρια οι δώδεκα θεοί που είχατε πιο παλιά, εδώ ο θεός είναι ΕΝΑΣ, αν θες να ξέρεις, όχι σαν εκεί κάτω, που τους πιστεύετε όλους και κανένας δεν σας σώνει…..και μεταξύ μας όντως ο οβολός μας έγινε πρόβλημα, αργά το καταλάβαμε και τον καταργήσαμε, όσο πιο πολλά ζητάς τόσο πέφτουν οι δουλειές. Πάνε τα παλιά, τα καλά τα χρόνια που όλοι τον είχανε μαζί τους.
Με έδιωξε κακήν κακώς και βρέθηκα πάλι να τριγυρνάω στο σύμπαν ώσπου έφτασα μπροστά στην κόλαση. Ένα τζάμι τεράστιο την χώριζε από τον υπόλοιπο κόσμο. Έβαλα τις παλάμες μου στα πλάγια από τα μάτια μου, κόλλησα τη μούρη μου στο τζάμι και κοίταξα μέσα. Βλέπω τον αρχιδιάολο να στέκεται στη μέση μιας αίθουσας και τα διαολάκια γύρω-γύρω. Τα έβαλε σε τρείς σειρές και έλεγε.
–Αυτή είναι η εργατική τάξη και έδειξε την αριστερή σειρά, αυτή είναι το κεφάλαιο και έδειξε την δεξιά και αυτή είναι η μεσαία τάξη και έδειξε τη κεντρική σειρά και συνέχισε, όταν επαναστατεί η εργατική τάξη απαυτώνει την μεσαία, με την σειρά της η μεσαία απαυτώνει το κεφάλαιο. Όταν μειώνονται τα κέρδη του κεφαλαίου αυτό απαυτώνει την μεσαία τάξη, με την σειρά της η μεσαία απαυτώνει την εργατική, συμπέρασμα: σε κάθε μία, μα και σε όλες τις περιπτώσεις, απαυτώνεται η μεσαία τάξη!!! Κοίτα ρε φίλε πολιτισμό η κόλαση!!!
Χτυπάω το τζάμι και με ανοίγει ο αρχιδιάολος.
–Βρέ–βρέ, πώς ξέπεσες εδώ; Πολύ δουλειά τελευταία, όλοι καταδώ την κάνουνε!!!
–Να, ξέρετε, εγώ πέθανα και κάνω ένα γύρο κάπου να βολευτώ.
–Από πού είσαι ; με ρωτάει.
–Από την Ελλάδα, του απαντάω.
–Από την Ελλάδα; Και τι έκανες τη νύχτα της 15ης Ιουνίου του 2017;
–Έψαχνα για φαρμακείο, να βρω, να αγοράσω βαζελίνη.
–Έψαχνες για φαρμακείο!!!! άρα ήσουν σε τίποτα επεισόδια αναρχικών και ήθελες τη βαζελίνη για τα μάτια σου, από τα δακρυγόνα που σας έριχναν βροχή οι δυνάμεις της τάξης, τσακίσου και φύγε γρήγορα, δεν θέλουμε αναρχικούς στην κόλαση, ένας είναι ο αρχηγός εδώ και να το ξέρεις, και μ’ έδιωξε κακήν κακώς.
–Άντε τώρα να του εξηγήσω τι την ήθελα τη βαζελίνη, τη νύχτα της νέας συμφωνίας.
Εγώ είχα όνειρα, προσπαθούσα να κάνω καλύτερη τη μέρα που ερχότανε, πατώντας στα αυτονόητα με βάση τις δυνάμεις μου, και όλοι αυτοί, που κατά καιρούς και μεταπολιτευτικά ιδίως με κυβερνήσανε, μου πήρανε τη γη κατ’ απ’ τα πόδια, μνημόνια, μείωση μισθών και συντάξεων, κούρεμα ομολόγων και αποθεματικά ταμείων, χρηματιστήρια, και, και, και, δώσε και σώσε μου λέγανε και μου το παίζουν και παρθένες, οι πολιτικάντηδες.
– Έτσι με έδιωξαν κι οι δυο και να ‘μαι, αλλά να σου πω κάτι, εδώ είναι ο παράδεισος μα κάνανε κόλαση τη ζωή μου οι κατά καιρούς κυβερνώντες , απλώς εγώ πρέπει να αλλάξω λίγο και να μην είμαι τόσο ευκολόπιστος.
–Τώρα εσύ νεκρός και μιας και γύρισες πίσω, εδώ θα μείνεις στον παράδεισο, όπως λες, έτσι;
–Τι μας λες ρε, πεθαμένος είμαι δεν είμαι κορόιδο, ξέρεις πόσο ΕΝΦΙΑ πληρώνεις για έναν τάφο στην Ελλάδα; Άντε γεια.
Ενώ το ξεκίνησες καλά, κατά σημεία το χάλασες.