Που’ναι ο καιρός που ζήσαμε τα παιδικά μας χρόνια;
Τότε που ήμασταν παιδιά κι ήμαστε ευτυχισμένα.
Ηλεκρικό ρεύμα δεν είχαμε. Τηλεόραση και κινητό άγνωστες ήταν λέξεις. Κι οι γκαζόλαμπες λίγο φέγγανε κι είχαν μαύρα λαμπογιάλια. Το γκάτζι τους γρήγορα τελείωνε και το φυτίλι δεν έφτανε να βγάλει την βραδιά. Έτσι το σιωπητήριο στο σπίτι σήμαινε πάντα νωρίς. Με το που μούρκιζε (νύχτωνε) όλοι ξάπλα στα κρεβάτια μας.
Κάθε τόσο που κοιτώ «πίσω» φέρνω στην μνήμη τόσα και τόσα πράγματα που ποτέ ίσως δεν θα ξεχάσω. Και πως βέβαια να ξεχάσω πράγματα και καταστάσεις δύσκολες μεν αλλά πολύ αγνές, ανέμελες και ευτυχισμένες.
Πως να ξεχάσω:
-Το τζάκι εκείνου του καιρού; Που από μπροστά καιγόσουνα και πίσω σου ξεπάγιαζες. Σ΄αυτό το τζάκι το παλιό, που έκαιγε τα ξύλα τα μεγάλα, για να φτουρούν, κάθε Σάββατο η μάνα μου μας έλουζε στην κουπάνα (σκάφη), που ήταν φτιαγμένη από αλουμίνιο ή τσίγκο ή και τα δυο μαζί. Ζέσταινε το νερό στην μπακούρα (χύτρα) και μ’ αυτό ξέπλενε τις λέρες μας «πιάνοντας» πρώτα τον μεγαλύτερο αδερφό, ύστερα τον δεύτερο σε ηλικία και τέλος τον μικρό. Η καθαρή φανελίτσα, που φορούσαμε ήταν πάντα μάλλινη, πλεγμένη στο χέρι και καθόλου δεν μας τσιμπούσε το μαλλί της. Είχαμε ήδη συνηθίσει από μικρά την ζέστη της.
-Το κρεβάτι, που’ταν φτιαγμένο από ντόπιους ξυλουργούς; Η στρουμάτσα του (το στρώμα), ήταν φτιαγμένη από άχυρο και πάντα σκεπασμένη με το σάϊσμα, παραδοσιακό υφαντό καμωμένο από γίδινο μαλλί,το γδόμαλο. Και για σκέπασμα είχαμε τη βιλέντζα (φλωκάτη) με μπόλικο φλόκο για τις πολύ κρύες νύχτες του Χειμώνα.
-Την απάντηση της μάνας στην ερώτηση:
-«Πεινάω. Τι να φάω ρε μάνα;»
-«Ψωμί με δόντια» απαντούσε εκείνη. Άρα σκέτο ψωμί. Ψωμί με ζάχαρη ή ψωμί με λάδι προφανώς δεν υπήρχε. Έτσι το ψωμί με δόντια, πως να το κάνουμε, ήταν μια παρηγοριά στο παιδί.
– Το κόκκινο πιπέρι, το πόσο έκαιγε όταν λέγαμε «άτακτα» λόγια και πόσο σταματούσε το αίμα στο χτυπημένο κεφάλι μας.
-Την επιδρομή που συχνά πυκνά κάναμε στις ξένες κορομηλιές για να ρημάξουμε (μαζέψουμε) τα μοναδικά φρούτα, τα κορόμηλα; Γεμίζαμε τις τσέπες μας και μετά για περισσή σοδειά γεμίζαμε το πουκάμισο.
– Που όλοι μας το καλοκαίρι κυκλοφορούσαμε ξυπόλυτοι; Με κτυπημένα και ματωμένα δάκτυλα πατούσαμε τα χώματα κι ανάγκη δεν είχαμε.
-Το ένα και μοναδικό μάλλινο παντελόνι μας, που απ΄την πολυκαιρία έλιωνε στον κώλο μας κι οι μάνες μας μας έραβαν δύο φακά (φακούς). Ένα φακό στο κάθε κωλομέρι.
Πως να ξεχάσω τον τραχανά, την κατσιαμάκα, το μαύρο βρίζινο ψωμί, την μπουκουβάλα με τυρί; Την τζιουλίκα (τσιλίκι), την τριώτα, την τόπα το αλλωνάκι, τα φούτσια (κεραμιδάκια), τη γκουρλίτσα; Την φούσκα (ουροδόχο κύστη) απ’το γουρούνι, που κάθε Χριστούγεννα την κάναμε μπαλόνι για παιχνίδι;
Που’ναι ο καιρός με την ανεμελιά των παιδικών μας χρόνων; Που’ναι το χιόνι το πολύ με τα ανεμοσούρια; Και που’ναι το «Χεινόπορο» (Φθινόπωρο) με τις καλές βροχές του, που τις ρουφούσαν τα σπαρτά, καρπό πολύ να δώσουν;
Μας έγδερνε όμως η φτώχεια. Υπήρχε η δυστυχια αλλά και η υποκρισία σε κεινες τις μαύρες εποχές στα χωριά. Φτώχεια και των γονέων, μακριά από δω.
Ενώ τώρα είμαστε πλούσιοι…. Τουλάχιστον τότε δεν τους ρήμαζαν οι λογαριασμοί και οι φόροι . Τώρα μόλις πληρωνόμαστε τα δίνουμε πίσω όλα, αλλά κοροιδευομαστε με αυταπάτες ότι έχουμε ένα μισθό. Ζούσαν χωρίς άγχος, χωρίς λαμόγια γύρω τους . Ανθρώπινα.