Μικρό Αφιέρωμα: 1912, 10 Οκτωβρίου: Η Απελευθέρωση των Σερβίων (Γράφει η Χρ. Καραγιαννίδου, Φιλόλογος)

8 Οκτωβρίου 2025
20:26
Κανένα σχόλιο

Το Κάστρο της Ωριάς

Σαν της Ωριάς το Κάστρο, κάστρο δεν είδα  (Δημώδες)

-Τι είν’ οι χαρές που γίνονται και πλημμυρούν οι δρόμοι

Σαν γάργαρα ποτάμια στενής κατηφοριάς;

  • Αστόχαστε τραγουδιστή, δεν τόμαθες ακόμη;
  • Επήραμε το Κάστρο, το κάστρο της Ωριάς

Ο καπετάνιος φέρνοντας τ’ άτρομα παλληκάρια,

Στις σιδερένιες Πόρτες προβάλλει το Σταυρό

και κράζει με βαριά φωνή και με φωνή καθάρια

«Εμπρός το δακτυλίδι της Κόρης πάω να βρω.»

Με τρόμο οι Σιδερόπορτες ανοίγουν πέρα ως πέρα

         Κι ορμούν τα παλληκάρια με θάρρος και με βια.

Κι απ’ τ’ άνοιγμα το διάπλατο, με την ορμή του αγέρα,

Εμπήκε ο καπετάνιος κι εβγήκεν η σκλαβιά.

……………………………………………

Η νύκτα τώρα επέρασε, στα Σέρβια ξημερώνει

Ξημέρωσε στο κάστρο, δε θα βραδιάσει πλιά,

Παν οι καιροί οι αξύπνητοι κι οι κοιμισμένοι χρόνοι,

……………………………………

I.. Πολέμης

«Τα Σέρβια από της χαραυγής, της 10ης Οκτωβρίου, μέχρι της τρίτης μετά μεσημβρίαν, σημειώνεται σε εφημερίδα της εποχής, απετέλουν εν απέραντον κοιμητήριον άνευ κινήσεως με τας υψουμένας οικίας ως τάφους.

Μετά μεσημβρίαν της Τετάρτης ήρξαντο οι Χριστιανοί να διακρίνωσιν εκ των παραθύρων τον ερχόμενον Ελληνικόν στρατόν. Έκλεισαν προς στιγμήν τους οφθαλμούς δια να συνέλθωσιν εκ του μεγαλείου της εκπλήξεως, ανεθάρρησαν και ερρίφθησαν μετά δακρύων έξω των οικιών των ζητοκραυγάζοντες και κατασπαζόμενοι τους ελευθερωτάς των. Ρίγη ιεράς συγκινήσεως διέδραμον τα στήθη των τέως ραγιάδων, φρενίτις κατέλαβεν αυτούς και η γλώσσα εσίγα διότι ωμίλει η καρδιά δια της αφώνου φωνής.

Πολλοί εκ των γερόντων ελιποθύμησαν εκ της χαράς. Κατελήφθησαν τα Σέρβια ημέρα Τετάρτην περί ώραν τρίτην μετά μεσημβρίαν, η Γαλανόλευκος υψώθη επί του Διοικητηρίου,  …»

«Την Τετάρτη 10.10.1912 κατά τις 12.30΄ το μεσημέρι σαν είδαν οι δικοί μας γράφει ο Κίμων Κοεμτζόπουλος τα πρώτα ελληνικά στρατεύματα να φθάνουν στην  πλαγιά, στα «αμπέλια», άνοιξαν την πόρτα, έστησαν ένα μακρύ κοντάρι στο επάνω μέρος της μαρμάρινης σκάλας της εισόδου του σπιτιού και ο νέος τότε Αγησίλαος Κοεμτζόπουλος ανεπέτασε μια πολύ μεγάλη ελληνική σημαία.

Οι γυναίκες όλη νύχτα στο σπίτι μας βάλθηκαν να ράβουν σημαίες ελληνικές και μια οκτώ μέτρα μήκος από μάλλινα υφάσματα άσπρα και γαλάζια, ολόκληρα “τόπια” που είχαμε μεταφέρει στο σπίτι από το κατάστημα του πατέρα μας στις πρώτες μέρες του πολέμου …

Έκλαιγαν από τη συγκίνηση εκείνη τη στιγμή οι μεγάλοι. Και τα μικρότερα παιδιά σαν είδαν τους μεγάλους να γονατίζουν και να φιλούν με μεγάλη συγκίνηση και ευλάβεια την άκρη της σημαίας κάμνοντας τον σταυρό τους, έκαμαν κι εκείνα το ίδιο.

Οι πρώτοι αξιωματικοί και στρατιώτες, σαν έφθασαν στη γειτονιά μας κι αντίκρισαν την τόσο μεγάλη ελληνική σημαία, έτριβαν τα μάτια τους. Το τι έγινε τότε δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί. Με δάκρυα στα μάτια αγκαλιάζονταν και φιλούσαν ο ένας τον άλλο, δικοί μας και ο ελευθερωτής ελληνικός στρατός».

Ο δημοσιογράφος Γρ. Βασιλάς που παρακολουθούσε τη νικηφόρο προέλαση του ελληνικού στρατού έγραφε στην εφημερίδα των Αθηνών «Νέα Ημέρα» της 20ης Οκτωβρίου του 1912: «Η ελληνική σημαία ανυψώθη εις τα Σέρβια πρώτην φορά εις το σπίτι του προύχοντος κ. Κοεμτζόπουλου. Προτού ακόμη κυματίση η γαλανόλευκος  από το Στρατηγείον, εξήγγειλεν ο γαλανός σταυρός από το ελληνόσπιτο την νίκην των όπλων μας. Το ίδιο βράδυ τα κορίτσια του κ. Κοεμτζόπουλου έρραψαν μίαν άλλην σημαίαν η οποία το πρωΐ υψώθη εις το Στρατηγείον. Το εθνικόν αίσθημα εδώ έχει απερίγραπτον ισχυρότητα…».

Η ίδια σημαία μεταφέρθηκε από το Γενικό Επιτελείο και ανυψώθηκε στο Λευκό Πύργο της Θεσσαλονίκης την 26η Οκτωβρίου 1912, όπως μαρτυρεί ο Αγησίλαος Κοεμτζόπουλος.

«Ο ελευθερωτής στρατός μας, σημειώνει και ο Δημήτριος Κουτσουβάλας,  έμεινε κατάπληκτος όταν μπαίνοντας στα Σέρβια βρέθηκε μπροστά σ’ ένα πληθυσμό με γεμάτη Ελλάδα στα στήθη του. Συγκεκριμένα: Με την είσοδο στα Σέρβια του πρώτου απελευθερωτή, του Υπίλαρχου Μάνου με τους 14 ιππείς του, ο συμπατριώτης μας Δημήτριος Τσιότκας, έτρεξε αμέσως κοντά τους κι ύστερα από τους εναγκαλισμούς και τα φιλιά, με τους Ελευθερωτές μ’ ένα γκρα στα χέρια του,  τους οδήγησε εκεί όπου ήταν οι Τούρκοι ταμπουρωμένοι και πυροβολούσαν… Τέλος όταν οι πρώτοι αξιωματικοί και στρτατιώτες έφτασαν έξω απ’ τ’ αρχοντικό των Κοεμτζοπουλαίων, άρχισαν να τρίβουν τα μάτια τους, όταν αντίκρυσαν να κυματίζει στον εξώστη μια τεράστια ελληνική Σημαία. …Και για το θέμα αυτό, ο δημοσιογράφος Γρηγόρης Βασιλάς έγραψε στην τότε εφημερίδα Αθηνών «Νέα Ημέρα» «…Το εθνικόν αίσθημα εδώ, έχει απερίγραπτον ισχυρότητα…». Το επαναλαμβάνω: «απερίγραπτον ισχυρότητα».

«Το απόγευμα της Τετάρτης, γράφει και ο μηνάς Μαλούτας, 10 Οκτωβρίου, έπαυσε το κροτάλισμα των πολυβόλων … και επρόβαλον εις τα κράσπεδα των Σερβίων, οι πρώτοι άγγελοι της νίκης, γενναίοι φαντάροι του 8ου πεζικού συντάγματος της 4ης Μεραρχίας, οι οποίοι έγιναν δεκτοί εν μέσω αλλόφρονος χαράς, θαλάσσης ελληνικών σημαιών με δακρύβρεχτα μάτια και με το «Χριστός Ανέστη» στα στόματα, και επακολούθησε ο πανζουρλισμός των εξαφθέντων από την μέθην του εθνικού παραληρήματος ελευθερωθέντων και ελευθερωτών.  Όλοι οι Σερβιώτες, άνδρες, γυναίκες, γέροντες, γριές, κορίτσια και παιδιά υποδέχονταν τους πρώτους ελευθερωτάς των, ηρωϊκούς άνδρας του 8ου Πεζικού Συντάγματος… Βαένια κρασιού  ανοίγονταν για τους ελευθερωτές, σφαχτά ψήνονταν και κάθε περιποίηση αποδίδονταν σ’ αυτούς, που μετακινούνταν συνεχώς προς βορράν, προς καταδίωξη των υποχωρούντων ατάκτως τουρκικών στρατευμάτων.»

 Οι γυναίκες των Σερβίων δειλά-δειλά επρόβαλαν από τα μικρά παραθυράκια για να χαιρετίσουν τον ελευθερωτή στρατόν… Οι γρηές με τα δάκρυα στα μάτια και με νερό και ψωμί στα χέρια, έβγαιναν στις πόρτες των σπιτιών τους να φιλοδωρήσουν τους στρατιώτες.

                          Από την άλλη μέρα, τα Σέρβια «Ελληνικά»…

 «Το σχολείον τώρα έχει μετατραπή εις πρόχειρον νοσοκομείον. Μέσα εις μίαν αίθουσαν είναι εξηπλωμένοι περί τους εξήκοντα Τούρκοι τραυματίαι. Άλλοι είναι πληγωμένοι εις τα χέρια, άλλων τα πόδια έχουν τσακισθή από οβίδας και άλλοι έχουν βαρύτατα τραύματα εις την κεφαλήν. Κανένα όμως βογγητό δεν ακούεται……

Οι Τούρκοι στα Σέρβια μας εσκότωσαν μπαμπέσικα κι` απάνθρωπα 117 φιλήσυχους ραγιάδες κι` ημείς οι Έλληνες τους στήσαμε νοσοκομεία, τους διαθέσαμε γιατρούς, φάρμακα, νοσοκόμους, περίθαλψη, να διασώσουμε όσους μπορούμε πιο πολλούς τραυματίας τους. Να η διαφορά.» Σημειώνει ο Νικόλαος Κοεμτζόπουλος.

Η πρώτη ελληνική ανταπόκρισις από τα Σέρβια στην Εφημερίδα ΕΦΗΜΕΡΙΣ, 13 Οκτωβρίου 1912: «Οι Τούρκοι φεύγουν, φεύγουν αλλά και σφάζουν, σφάζουν…

…. Φεύγων από τα Σέρβια διέπραξε σφαγάς. Σφαγάς ατίμους, ανάνδρους, δολοφόνους.    Θέαμα φρίκης. Αίμα, Αίμα, Αίμα.  Και αυτό είναι το πρώτον θέαμα ενώπιον του οποίου ευρέθημεν , εισελθόντες εις τα Σέρβια. Θέαμα φρίκης δυσπερίγραπτον.

Εδώ γέροντες, εκεί γυναίκες, αλλού παρθένοι, ολίγω πέραν άνδρες ώριμοι, εκείθεν νέοι έφηβοι, αλλού βρέφη, εδώ παπάδες. Άλλοι φονευμένοι διά σφαιρών περιστρόφου, κατάστηθα, εις την κεφαλήν, εις την κοιλίαν, εις τα νώτα. Αι περισσότεραι γυναίκες και τα βρέφη σφαγμένα σαν κατσίκια.  Κεφαλαί ολοτελώς αποκομμέναι, άλλαι μόλις κρατούμεναι από ολίγον δέρμα. Στήθη με χαινούσας πληγάς, οφθαλμοί εξωρυγμένοι, κοιλίαι διεσφαγμέναι. Και αίμα. Αίμα, αίμα αθώο παντού.

Θέλετε να εξακολουθήσω; Είναι τι ανώτερον των δυνάμεών μου η αναπαράστασις τόσης θεαματικής τραγικότητος, η οποία συνεκράτησε προς στιγμήν άφωνον όλον τον στρατόν.

Όλοι βλέπουν εκεί εις τα πτώματα. Και δάκρυα υγραίνουσι προς στιγμήν χιλιάδας οφθαλμών. Αλλά και χιλιάδες φωνών εν τω άμα εκπέμπουν διάτορον ζητωκραυγήν. Πώς να κλαύσωμεν ενώπιον της χαράς μιας νίκης η οποία μας έφερε εις πόλιν Μακεδονικήν;

Το πένθος, το εκ της σφαγής εκείνης συγκλονίσαν προς στιγμήν υπό βαθείας συγκινήσεως τας ψυχάς, υποχωρεί αίφνης προ της εορτής ήν άγει εν τη ψυχή εκείνη ο πατριωτισμός. Λησμονούν και οι ολίγοι απομείναντες οικείοι τα πτώματά των, τους φιλτάτους των και τα φίλτατά των και χαιρετίζουν με εν ανέκφραστον παρηγορίας και ανακουφίσεως συναίσθημα εις τους οφθαλμούς, τον Στρατόν μας, ο οποίος υψών τα όπλα του αλαλάζει τώρα και γαυριά. Είμεθα εις Μακεδονικήν γην νικηταί. Είμεθα εις Μακεδονικήν πόλιν ελευθερουμένην από μακραίωνος δουλείας. Εξακολουθούν αι ζητωκραυγαί, ο ενθουσιασμός».

«…Tην πρωΐαν της Πέμπτης, γράφει ο Ολύμπιος, έφτασεν ο Διάδοχος μετά του επιτελείου του εν μέσω γενικού ενθουσιασμού, δακρύων και ιεράς συγκινήσεως. Μετέβη και είδε τα θύματα τα μέχρι της στιγμής εκείνης ερριμμένα εν τη θέσει του μαρτυρίου των, τα εφωτογράφησεν έλαβεν υπό σημείωσιν τα ονόματά των και …εδάκρυσεν.

Οι χριστιανοί κάτοικοι των Σερβίων είνε έξαλλοι εκ χαράς δια την προέλασιν του Ελληνικού στρατού παρά το πένθος των τελευταίων 117 θυμάτων. Και αυτοί οι συγγενείς των σφαγέντων παρά την οδύνην αυτών εξέφραζον ποικιλοτρόπως τον ενθουσιασμόν των, ενώ άλλοι χωρικοί ήθελον να προσέλθουν εις το Στρατηγείον του Διαδόχου δια να φιλήσουν τας χείρας του».

 Αλλά ποια εικόνα παρουσιάζουν τα Σέρβια στους Έλληνες στρατιώτες;

Η Ελληνικωτάτη αυτή πόλις, η κειμένη δεξιόθεν του  Αλιάκμονος και Β. Δ. του Λειβαδίου, η έχουσα στρατηγικήν θέσιν ως εκ των παρ’ αυτή κειμένων στενών της Πόρτας, ευημερεί, διότι είναι πλουσία εις φύσιν και παραγωγήν. Τα παλαιά φρούρια που δεσπόζουν αυτής, τα μοναστήρια τα προφυλάξαντα εις εποχάς πικράς δουλείας τους φυγάδας και τρομοκρατουμένους, προσδίδουν μίαν όψιν επιβλητικήν.

Εδώ μέσα, λοιπόν, έλεγα από μέσα μου χρόνια και χρόνια τώρα συνεκρατείτο, εζωογονείτο, εφτερώνετο  το εθνικόν φρόνημα, η εθνική ιδέα, και στην σκέψι μου αυτή επλημμύρισαν άθελα τα μάτια μου από δάκρυα.

« τέλος μπήκαμε στα Σέρβια.γράφει και ο Σπύρος Μελάς:«Η πολιτεία  είναι χτισμένη στα ριζοβούνια τ’ απότομα  και βραχώδη του Τιτάριου, τα σπιτάκια της τριγυρισμένα με πρασινάδες σα να κρέμονταν αμφιθεατρικά, και το λυγερό ανάστημα των μιναρέδων γραφότανε κάτασπρο στο γαλάζιο της μέρας. Σύγνεφα   καπνού [ωστόσο] ανέβαιναν αργά εδώ κι εκεί στον αιθέρα. Ήτανε από τουρκικά σπίτια που καίγονταν.»

Δεξιά μας υψώνονται τα βουνά των Σερβίων, γράφει και ο Φίλιππος Δραγούμης, στο Ημερολόγιό του, φαίνεται το μονοπάτι τους που χώνεται σ΄ ένα φαράγγι τους, απ΄ όπου μπόρεσε και ξέφυγε το πεζικό των Τούρκων και οι πυροβολητάδες που αφήναν τα κανόνια, γιατί η V Μεραρχία ερχόταν από τους Λαζαράδες και τους χτύπησε στο Ράχοβο… Από κει φαίνεται ο Αλιάκμονας και η ίδια η Κοζάνη άσπρη με τα περιβόλια της, πέρα μακριά. Γύρισε ο σκονισμένος δρόμος δεξιά και σε λίγο φανήκαν τα Σέρβια, βυζαντινή πολιτεία με κάστρα ψηλά, στριμωγμένη κάτω από απότομα και παράξενα βράχια και χωματένια βουνά και πέρα ο Αλιάκμονας που χώνεται ανάμεσα στων Μουσών το βουνό, το φλάμπουρο και στο Βέρμιο το ψηλό και δασωμένο πιο πέρα.

Κατάκοποι φτάσαμε στα Δικαστήρια των Σερβίων, όπου είναι το Φρουραρχείο, …  η μεγάλη αυλή του ήταν στρωμένη όλη από τα αρχεία των Δικαστηρίων ξεσχισμένα. Στο υπόγειο ζητωκραύγαζαν αιχμάλωτοι, γιατί εκείνη τη στιγμή τους μοίραζαν κουραμάνα. …

Τραβήξαμε ψηλά σε μια νόστιμη πλατεία με πλατάνια, όπου είδαμε μερικά μαγαζιά ανοιχτά, μπήκαμε σ΄ ένα απ΄ αυτά και καθίσαμε. Τα περισσότερα σπίτια τριγύρω ήταν καμένα τα ΄καψαν οι δικοί μας, γιατί ήταν τούρκικα, να εκδικηθούν τη σφαγή των 70 χριστιανών.

Ήπιαμε και φάγαμε κάτι. Παραγγείλαμε για την αυριανή πορεία προμήθεια».

 «Τα Σέρβια ήταν η πρώτη πόλη της Μακεδονίας που απελευθερωνόταν από τον ελληνικό στρατό. Το γεγονός αυτό, γράφει ο Σαράντος Καργάκος για τους πληθυσμούς των γύρω ορεινών περιοχών έχει τεράστια ψυχολογική και ηθική σημασία.»

Ο Σπύρος Μελάς αναφέρει ένα περιστατικό που για τον ιστορικό έχει μεγάλη σημασία. Μια ομάδα οπλιτών, ανάμεσά τους κι ο Μελάς, συναντούν κάπου στα βουνά έναν γέροντα και τον πληροφορούν ότι έπεσαν τα Σέρβια. « Ο γέρος, γράφει ο Μελάς, άμα βεβαιώθηκε ότι δεν του παίζουμε κωμωδία, έπεσε ξαφνικά σε έκσταση που για να την καταλάβει κανείς πρέπει να συλλογιστεί ότι τα Σέρβια ήτανε γ’ αυτόν και τον μικρό κόσμο του, ό,τι η Αθήνα για τον Κορωπιώτη. Στα Σέρβια πήγαινε μια φορά το χρόνο να ψωνίσει τα λεπτά προϊόντα πολυτελείας, τα στολίδια της γυναίκας του άλλοτε, τα μπιχλιμπίδια των κοριτσιών και των εγγονών του ύστερα. Εκεί τον σέρνανε οι ζαπτιέδες κατηγορούμενο ή μάρτυρα μπροστά σε αυστηρούς δικαστές σε μεγάλες αίθουσες γεμάτες κόσμο. Εκεί έβλεπε τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές, τους πασάδες και τους μπέηδες του καζά του, εκεί τέλος πάντων ήτανε γι’ αυτόν η φωλιά του πολυκέφαλου δράκοντα, που του απομυζούσε τους καρπούς των κόπων του και τον τρομοκρατούσε από την ημέρα που είδε το φως.»

«Οι Έλληνες των Σερβίων, γράφει και ο Θεοδ. Πάγκαλος, τρέμοντες ακόμη από τας απειλάς των Τούρκων οι οποίοι είχαν προγράψει όλους τους προκρίτους, ιερείς και διδασκάλους, δεν ημπορούν να πιστέψουν ότι είναι ελεύθεροι, φαίνονται σαστισμένοι, παραμιλούν, παραπατούν περιπίπτουν από εκπλήξεως εις έκπληξιν, δεν ημπορούν ακόμη να απολαύσουν την Ελευθερία, νομίζουν πως ευρίσκονται εν ονείρω, εν οφθαλμαπάτη. Εις την παραμικρήν κουβένταν με Έλληνα στρατιώτην κοιτάζουν διαρκώς δεξιά και αριστερά μην τυχόν ξεπεταχτεί κανείς Τούρκος…

Οι περισσότεροι είναι ξεσκούφωτοι, επέταξαν αμέσως τα φέσια και μη έχοντες άλλο κάλλυμα για να τα αντικαταστήσουν γυρίζουν ξεκαπέλλωτοι, μερικοί έχουν δέσει μαντήλια στο κεφάλι των, ελάχιστοι φορούν παμπάλαια καπέλλα, ρυθμού δεν ξέρω ποιανού Λουδοβίκου, τα οποία ανεσκάλεψαν Κύριος οίδε σε ποιά καταπακτή, σε ποιά τρύπα υπογείου και τα οποία τους είναι μικρά, μεγάλα και τους παρουσιάζουν αστειοτάτους. Κάμποσοι ευρήκαν μερικά παμπάλαια μουχλιασμένα ψάθινα, τα οποία φορούν ενθουσιασμένοι.

 Τι χαρά τι πανηγύρι όταν είδαν τους Τούρκους να το βάζουν κακήν κακώς ρημαγμένοι στα πόδια. Έως το μεσημέρι της Τετάρτης φεύγαν οι Τούρκοι αλλά χωρίς να περνάν  πια από την πόλη, κοιτούσαν να χαθούν να γίνουν άφαντοι από τους συντομώτερους δρόμους. Έως το μεσημέρι έγιναν σκορπιδόχορτο και όλοι οι Τούρκοι των Σερβίων. Το απόγευμα επικρατούσε πια άκρα ησυχία, νέκρα εις την πόλη, δεν ακούγονταν τίποτε, ούτε μια πατημασιά.

Οι δικοί μας είχαν καταλάβει φυσικά τι τρέχει αλλά δεν τους άφηνε ακόμη η τρεμούλα να ξεμυτίσουν, τελικά οι πιο θαρραλέοι πήραν την γενναία απόφαση να βγουν… Ψυχή έξω, δεν φαίνεται κανείς, κάνουν δοκιμαστικώς τέσσερα πέντε βήματα στο δρόμο και ξαναγυρίζουν στην πόρτα τους. Ξαναβγαίνουν πάλι, αλλά  αυτή την φορά πηγαίνοντας ως την γωνιά του δρόμου, πάλι κανείς, τα Τούρκικα σπίτια είναι όλα αμπαρωμένα, σε λίγο συναντιούνται με τους γείτονές τους  και ενωμένοι όλοι μαζί παίρνουν μεγαλύτερο κουράγιο.

Και τότε φαίνονται στην είσοδο της πόλης  οι  Έλληνες ιππείς …Νυν απολύεις τον δούλον σου Κύριε…

Αφήστε μία απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

*

Προσοχή!!! Για να δημοσιεύονται, από 'δω και στο εξής, τα σχόλιά σας, θα πρέπει να επιλέγετε, την παρακάτω επιλογή  "Διάβασα και αποδέχομαι τους Πολιτική απορρήτου  " που σημαίνει ότι διαβάσατε κι αποδέχεστε την πολιτική απορρήτου του kozan.gr. Αν, κάποια φορά, ξεχάσετε να το κάνετε θα λάβετε μια ειδοποίηση ότι δεν το πατήσατε (αρα δεν αποδεχτήκατε την πολιτική απορρήτου). Σε αυτή την περίπτωση, για να μη χαθεί το σχόλιο σας, πατήστε να γυρίσετε πίσω  και ξαναπατήστε "δημοσίευση", τσεκάροντας, προηγουμένως, την προαναφερόμενη επιλογή. Η συμπλήρωση των πεδίων όνομα, Ηλ. διεύθυνση και ιστότοπος, της παραπάνω φόρμας, δεν είναι υποχρεωτική.

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Μείνετε συντονισμένοι