Μετά από αρκετά πια χρόνια ύφεσης της ελληνικής οικονομίας ο προσδοκώμενος μετασχηματισμός που θα οδηγήσει σε δημιουργία θέσεων εργασίας και οικονομική ανάπτυξη δεν έχει έρθει ακόμη. Οι ελληνικές επιχειρήσεις εμμένουν σταθερά σε κλάδους που δεν οδηγούν σε βιώσιμες αναπτυξιακές προοπτικές, μην αξιοποιώντας τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας και παράλληλα το εκπαιδευτικό σύστημα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης παράγει πτυχιούχους των οποίων τα προσόντα πολλές φορές δε συνάδουν με τις ανάγκες της αγοράς. Όλα αυτά έρχεται να τα αναδείξει η μελέτη “Εκπαίδευση, επιχειρηματικότητα, απασχόληση: ζητείται προσέγγιση” (Ιούνιος 2017) της Endeavor Greece σε συνεργασία με την εταιρεία ΕΥ και το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Κάποια από τα κύρια σημεία της εν λόγω μελέτης είναι:
-
μόνο το 47% των αποφοίτων που «παράγουν» τα ελληνικά πανεπιστήμια αφορά στους κλάδους και σε αντικείμενα σχετικά με τις ανάγκες της εγχώριας και διεθνούς αγοράς,
-
το 86% των νέων ελληνικών επιχειρήσεων εξακολουθεί να μην εστιάζει σε παραγωγικούς και εξωστρεφείς τομείς (δες και Endeavor Greece (2017), «Η Ελληνική Επιχειρηματικότητα σε Αριθμούς»)
-
το 82% των νέων θεωρούν ότι το εκπαιδευτικό σύστημα δεν τους ενημερώνει και δεν τους προετοιμάζει κατάλληλα για την αγορά εργασίας,
-
το 76% των νέων δεν έχει συμμετάσχει ποτέ σε πρόγραμμα πρακτικής άσκησης (δες και Endeavor Greece (2015), «Δημιουργώντας Θέσεις Εργασίας για τους Νέους»)
Το εντυπωσιακό στοιχείο είναι ότι σε αυτό το πλαίσιο της αγοράς εργασίας της Ελλάδας με την ανεργία να εξακολουθεί να κυμαίνεται τα τελευταία χρόνια σε επίπεδα που ξεπερνούν το 20%, το 77% των εργοδοτών δηλώνει δυσκολία να βρει ανθρώπινο δυναμικό για να καλύψει συγκεκριμένες θέσεις απασχόλησης.
Η συγκεκριμένη μελέτη εστιάζει και στους τρεις παράγοντες (αναπτυξιακές προοπτικές, επιχειρηματικότητα, εκπαίδευση) οι οποίοι με στόχο την αναγέννηση της ελληνικής οικονομίας οφείλουν να ευθυγραμμιστούν, να συνδεθούν και να αξιοποιηθούν τα μέγιστα. Ως προς την εκπαίδευση (τριτοβάθμια) στη μελέτη επισημαίνεται ότι, μετά από σύγκριση μεταξύ της κατανομής των πρωτοετών φοιτητών το 2008-9 και το 2015-16, δεν φαίνεται να υποδηλώνεται η ύπαρξη ενός ευρύτερου στρατηγικού σχεδιασμού. Ενώ ο συνολικός αριθμός των πρωτοετών αυξήθηκε κατά 12%, η αύξηση ή η μείωση των επιμέρους τομέων σπουδών δε συνάδουν με τις επικρατούσες συνθήκες της ελληνικής οικονομίας. Όπως επισημαίνεται, για παράδειγμα, προκύπτει αύξηση κατά 20% στις κοινωνικές επιστήμες, τις φυσικές επιστήμες και την αρχιτεκτονική, χωρίς να γίνεται κατανοητό πώς προκύπτει η ανάγκη για ενίσχυση των συγκεκριμένων τομέων, ενώ, την ίδια ώρα, ο αριθμός των φοιτητών στη διοίκηση επιχειρήσεων ή τις επιστήμες της πληροφορικής αυξάνεται μόλις οριακά περισσότερο από το μέσο όρο. Να σημειωθεί ότι η πληροφορική εξακολουθεί να κατατάσσεται στη δωδέκατη θέση μεταξύ 17 τομέων σπουδών στους οποίους εγγράφονται οι πρωτοετείς φοιτητές των ελληνικών ΑΕΙ. Πιο συγκεκριμένα, στον τομέα της πληροφορικής κατευθύνεται μόνο το 4% των φοιτητών, παρά την ιδιαίτερα υψηλή ζήτηση ειδικών στην Ελλάδα και την πρόβλεψη για 750.000 κενές θέσεις εργασίας στην Ευρώπη ως το 2020.
Τη δυσλειτουργική σχέση τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έρχεται να επισημάνει η τελευταία θέση που καταλαμβάνει η Ελλάδα μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. ως προς την απασχόληση των νέων πτυχιούχων. Ένας στους δύο νέους Έλληνες πτυχιούχους (αποφοίτηση 1 έως 3 χρόνια) δε βρίσκει δουλειά. Όπως αναφέρουν οι ειδικοί, αυτό προκύπτει λόγω του πολύ χαμηλού ρυθμού δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας και λόγω της αναντιστοιχίας μεταξύ της προσφοράς εργασίας και της ζήτησης.
Στην Ελλάδα της κρίσης η συζήτηση για την επαγγελματική απασχόληση των νέων προβληματίζει τους μαθητές που φέτος διεκδικούν ή θα διεκδικήσουν τις επόμενες χρονιές με τη συμμετοχή τους στις πανελλαδικές εξετάσεις μια θέση στα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της χώρας. Ιδιαίτερα όμως το συγκεκριμένο ζήτημα απασχολεί σε μεγάλο βαθμό τους γονείς αυτών. Η έγκυρη και αξιόπιστη πληροφόρηση και μελέτη των συνθηκών της αγοράς εργασίας είναι ένα από τα βασικά σημεία προκειμένου οι νέοι να έχουν τη δυνατότητα να είναι οι ίδιοι ανταγωνιστικοί στο μέλλον και οι γονείς τους να νιώθουν ότι προσέφεραν στο παιδί τους ό,τι μπορούσαν προκειμένου να το διευκολύνουν, να το βοηθήσουν στη δύσκολη διαδικασία της επαγγελματικής επιλογής.
Το ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί είναι το ποια επαγγέλματα σχετίζονται με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας και επιπρόσθετα ποιες σχολές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης οδηγούν με μεγαλύτερη ασφάλεια στην ένταξη στην αγορά εργασίας. Επειδή καμιά πρόβλεψη δεν μπορεί να γίνει για την κατάσταση στην οποία θα βρίσκεται η αγορά εργασίας ύστερα από 5 ή 6 χρόνια, όταν οι σημερινοί υποψήφιοι θα αναζητούν εργασία ως πτυχιούχοι, το σημείο-κλειδί σε αυτήν την αναζήτηση είναι οι εναλλακτικές καριέρες που προσφέρει η κάθε σχολή. Θα πρέπει, λοιπόν, το πτυχίο να δίνει όσο το δυνατόν περισσότερες εναλλακτικές διαδρομές στην αγορά εργασίας, να δίνει τη δυνατότητα για απασχόληση σε αρκετούς από τους τομείς εργασίας που φαίνεται ότι θα έχουν ζήτηση τα επόμενα χρόνια. Το πτυχίο σήμερα είναι πια απαραίτητο και το μεταπτυχιακό τείνει να γίνει η κανονικότητα στην πορεία των σπουδών του ενήλικου πληθυσμού. Η συνθήκη που κάνει τη διαφορά είναι ο συνδυασμός του βασικού πτυχίου με το μεταπτυχιακό ή οποιοδήποτε άλλο πρόγραμμα εκπαίδευσης ή κατάρτισης μετά το πρώτο πτυχίο. Ανάλογα με το μεταπτυχιακό που θα επιλέξει να κάνει ο κάθε υποψήφιος έχει πολλές εναλλακτικές καριέρες οι οποίες μπορούν να τον οδηγήσουν σε διαφορετικό τομέα εργασίας, σε διαφορετικό επάγγελμα και μ’ αυτόν τον τρόπο θα δημιουργήσει το προσωπικό του μονοπάτι καριέρας.
Από όλα τα παραπάνω καταλήγουμε σε δύο σημαντικά συμπεράσματα. Η τριτοβάθμια εκπαίδευση στη χώρα μας δεν έχει καταφέρει έως τώρα να απαντήσει επαρκώς στις ανάγκες της οικονομίας προσφέροντας προγράμματα σπουδών και συνάμα πτυχία που να εξασφαλίζουν πρόσβαση στην αγορά εργασίας. Υπάρχουν πτυχία τμημάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που δεν εξασφαλίζουν επαγγελματικά δικαιώματα όπως και άλλα που τα επαγγελματικά τους δικαιώματα δεν έχουν ζήτηση στην αγορά εργασίας. Επομένως, η απόφαση για τις σπουδές του κάθε μαθητή είναι μια προσωπική υπόθεση του καθένα που πρέπει συνάδει με τα ενδιαφέροντα, τις κλίσεις αλλά και τους περιορισμούς του κάθε νέου αλλά και να εδράζεται σε ασφαλείς και έγκυρες πληροφορίες για την αγορά εργασίας.