Φανός και «Φανός» (της Μιμής Παπαδέλη-Παπαναστασίου)

8 Φεβρουαρίου 2017
00:13

 

«Αγαπώ ένα χελιδόνι που η μαμά του το μαλώνει, το μαλώνει και το βρίζει, την καρδούλα του ραγίζει…». Τα αποκριάτικα τραγούδια άρχισαν κιόλας να ακούγονται στην Κοζάνη που, όπως κάθε χρόνο, ετοιμάζεται για τις αποκριάτικες εκδηλώσεις της. Τα ειδικά συνεργεία δουλεύουν πυρετωδώς από καιρό φτιάχνοντας τα άρματα για την παρέλαση της μεγάλης Αποκριάς κι οι γειτονιές στήνουν τους «οντάδες» και τα «κονάκια» τους για να φιλοξενήσουν τους επισκέπτες των φανών τους. Η πόλη βρίσκεται στο πόδι, σε μια έντονη υπερδιέγερση για να υποδεχτεί τους εκατοντάδες επισκέπτες που θα καταφθάσουν εκεί για να γλεντήσουν και να διασκεδάσουν τις τελευταίες μέρες της Αποκριάς και την Καθαρή Δευτέρα.

Ο βασιλιάς καρνάβαλος θα κάνει θριαμβευτικά την είσοδό του στην πόλη δίνοντας το σύνθημα για το μεγάλο ξεφάντωμα. Χαρούμενες φωνές, μασκαράδες, κομφετί, σερπαντίνες, χοροί στους δρόμους και στην κεντρική πλατεία, η «Πανδώρα» στις δόξες της (δεν νοείται κοζανίτικο καρναβάλι χωρίς αυτήν) μαζί με τα χάλκινα, θα μεταφέρουν το κέφι και το ξεφάντωμα μέχρι την άκρη της πόλης. Οι πολυάριθμοι επισκέπτες θα θαυμάσουν για μια ακόμη φορά τη σπιρτάδα, το πνεύμα και το κέφι των Κοζανιτών και η τηλεόραση θα μεταφέρει σ’ όλη τη χώρα εικόνες από την παρέλαση των σκωπτικών αρμάτων, το γλέντι και τη διασκέδαση, που θα περισσεύουν εκείνη την ημέρα…

Κοζάνη, τέλη δεκαετίας του ’50. Ο μικρός μα ζεστός φανός που άναβε στη γειτονιά μας τα «Κατσ΄κάθκα», καθώς και οι άλλοι φανοί της εποχής εκείνης, γινόταν με τη φροντίδα των γειτόνων και κυρίως τη συνδρομή και την αγάπη των παιδιών. Τα «φυλλουρίδια» για τις «φούντες» ήταν δική τους αποκλειστικά υπόθεση και οι παραγγελίες στους γονείς να μην γυρίσουν με άδεια χέρια από το ολονύκτιο γλέντι στο «Υπόγειο» του Ταρτάρα και στο «Ολύμπιο» έπεφταν σωρηδόν. Τα δωμάτια των σπιτιών τις μέρες εκείνες έπαιρναν μια χαρούμενη πολύχρωμη όψη από τις σερπαντίνες που κουλουριασμένες σε στοίβες και ταλαιπωρημένες από το νυχτερινό ξεφάντωμα περίμεναν υπομονετικά σε μια γωνιά τα επιδέξια παιδικά χέρια να τις μεταμορφώσουν. Μέρες νωρίτερα πριν τη μεγάλη γιορτή οι νεαροί καλλιτέχνες με μεράκι και φαντασία έφτιαχναν προσεκτικά τις «φούντες» για να στολίσουν ένα γύρω τον φανό, ώστε να είναι ο δικός τους ο καλύτερος απ’ όλους.

Αριστερά το νότιο τμήμα του δυτικού σκέλους της οικίας Αρμενούλη (18ος αι.) Στο βάθος του δρόμου ευθεία

η οικία Βούρκα και δεξιά η οικία Ελευθερίου Παπαναούμ

Το τσίγκινο πιάτο, λίγο στραπατσαρισμένο κάποιες φορές, ήταν το απαραίτητο εφόδιο της πρωινής κυριακάτικης περιπλάνησης στα σπίτια της γειτονιάς. Μέσα σ’ αυτό οι γείτονες απέθεταν με ευχαρίστηση τον οβολό τους, «τ’ς παράδις για του φανό», που θα χρησίμευε για την αγορά του απαραίτητου δαδιού που θα έκαιγε το βράδυ. Στοιβαγμένο προσεκτικά πάνω στον βωμό της ξερολιθιάς, που την Κυριακή το πρωί στηνόταν στη μέση του δρόμου, έφτιαχνε με το άναμμά του εικόνες μαγικές, σκόρπιζε γύρω μια ξεχωριστή μυρωδιά, χαρακτηριστική και υπέροχη. Η κάπνα του μαύριζε τα πρόσωπα, οι φλόγες που ξεπηδούσαν αντιφέγγιζαν στις γελαστές μορφές, οι σπίθες έφταναν θαρρείς στα ουράνια, ταξίδευαν στ’ αστέρια. Εκείνος ο παλιός φανός, αυτός που εμείς θυμόμαστε στα παιδικά μας χρόνια, ήταν μια οικογενειακή γιορτή στην οποία συμμετείχαν όλες οι ηλικίες. Μια σύμπραξη των ανθρώπων της γειτονιάς χωρίς φανφάρες και μεγάφωνα, χωρίς όργανα και ορχήστρες. Το τραγούδι και ο χορός είχαν μια διαφορετική έκφραση, μια μυσταγωγία κι αγάπη για την παράδοση, ένα χρέος για τη συνέχειά της.

Καλοδεχούμενος ο περαστικός, φίλος κι ο άγνωστος διαβάτης, τσούγκριζαν το ποτήρι το κόκκινο κρασί κι αντεύχονταν μέσα απ’ την καρδιά τους «καλή Σαρακοστή».

Ήταν μοιραίο και αναπόφευκτο στο πέρασμα του χρόνου να αλλάξει η μορφή και η εμφάνιση του φανού. Έγινε κι αυτός ευρωπαϊκός, όπως άλλωστε τόσα πράγματα στη ζωή μας. Η παρουσία πολλών ξένων επισκεπτών, η άγνοια του κοζανίτικου γλωσσικού ιδιώματος και η παρέμβαση κάποιων τυποποιημένων στοιχείων είναι ίσως μερικοί από τους λόγους που οδήγησαν σ’ αυτό. Η παλιά γραφικότητα και η απλότητά του χάθηκαν, έμειναν μόνον σαν θύμησες και μνήμες που κάποιες φορές πληγώνουν και πονούν…

Μιμή Παπαδέλη-Παπαναστασίου «Φανός», 27-2-2003

4 σχόλια

  • Κυρια Παπαδελη δεν εχω διαβασει λυρικοτερο κειμενο! Θερμες ευχαριστιες! Μνημες ομορφων κι ανθρωπινων εποχων που οι καρδιες ηταν μεγαλυτερες και οι ψυχες αναπαυονταν μεσα απο το μοιρασμα. Εφυγαν ανεπιστρεπτι…

  • Ακριβώς έτσι έχουν τα πράγματα. Δεν υπάρχει πια λόγος να μιλάμε για Κοζανίτικη Αποκριά. Αν μη τι άλλο η χρηματοδότηση του εθίμου (πόσο οξύμωρο είναι αυτό) κατέστρεψε το έθιμο για να παραγοντίζει ο εκάστοτε άρχων.

Αφήστε μία απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

*

Προσοχή!!! Για να δημοσιεύονται, από 'δω και στο εξής, τα σχόλιά σας, θα πρέπει να επιλέγετε, την παρακάτω επιλογή  "Διάβασα και αποδέχομαι τους Πολιτική απορρήτου  " που σημαίνει ότι διαβάσατε κι αποδέχεστε την πολιτική απορρήτου του kozan.gr. Αν, κάποια φορά, ξεχάσετε να το κάνετε θα λάβετε μια ειδοποίηση ότι δεν το πατήσατε (αρα δεν αποδεχτήκατε την πολιτική απορρήτου). Σε αυτή την περίπτωση, για να μη χαθεί το σχόλιο σας, πατήστε να γυρίσετε πίσω  και ξαναπατήστε "δημοσίευση", τσεκάροντας, προηγουμένως, την προαναφερόμενη επιλογή. Η συμπλήρωση των πεδίων όνομα, Ηλ. διεύθυνση και ιστότοπος, της παραπάνω φόρμας, δεν είναι υποχρεωτική.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Μείνετε συντονισμένοι