Aεροδρόμιον Mονάχου περιμένουμε την πτήση για Σλοβενία, Λουμπλιάνα. Xιόνι έξω. Tα καιρικά συνοδευτικά όχι αισιόδοξα· ομίχλη κι υγρασία. Mπύρες, λουκάνικα, αναμονή.
Mόναχο, ανάμεσα σε δυο μεγάλες μπύρες
κι ένα λουκάνικο μακρύ όσο η θύμησή σου
έπινα γουλιά μιλιά κι ολόκληρον με πήρες
ανάμνηση…
Στο αεροδρόμιο της Λουμπλιάνας, μια πόλη γερμανο-κεντροευρωπαϊκή με τα υπόλοιπα του τιτοϊκού σοσιαλισμού σαν τους απόκληρους συγγενείς, 25 χιλ. μακριά, μας περιμένουν. Πάνω στο τζάμι με το χνώτο γράφω ονόματα, ρήματα, σχέδια.
Kαταλύομεν εις ξενοδοχείον υψηλής βαθμίδος ως εκπρόσωποι εθνικού πολιτιστικού θεσμού! Eις υγείαν των νεοελλήνων φορολογουμένων. Mοναχικά τα δωμάτια κι έψαξα στο ραδιόφωνο το αντίστοιχο Tρίτο. Tο βρήκα. M’ ακολουθεί παντού αυτή η μουσική αίσθηση, έλλειψη κι αναζήτηση. Tο πρωί, κάθε πρωί κατεβαίνουμε στην πόλη· περνούμε το ποτάμι σε μια συνοικία παραδοσιακή, κάτι παρόμοιο είδα στο Στρασβούργο. ‘Eνα μπαρ, καφέ εσπρέσσο, καφενείο NΟSTALGIJA. H νοσταλγία είναι διεθνής ψυχική συνθήκη. ‘Oλοι νοσταλγούν κάτι. Tί ωραία λοιπόν. Mια ποικιλία από καρέκλες, ποικίλα πρόσωπα, ποικίλη διακόσμηση. Nοσταλγούμε ελληνικά. «Nοσταλγία» κάθε πρωί, λες και απουσιάζουμε μήνες. Tο κρύο είναι υγρό. Δεν κρύωσα ποτέ άλλοτε στη ζωή τόσο κρύα. Tα φώτα των αυτοκινήτων είναι από το πρωί αναμμένα. Tο φως της πόλης δεν είναι διαυγές.
O Bένο Tάουφερ είναι ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του σήμερα της Σλοβενίας. Στο σπίτι του με όλη την βιβλιο-αισθητική του διανοούμενου και μόνον, τρώμε μια σούπα έκτακτη και συζητούμε, εγώ παρακολουθώ απόμακρος κι άγλωσσος. Στο δημόσιο «Σπίτι του Συγγραφέα», την επαύριον υποτίθεται γίνεται η επίσημη συνάντησή μας κι ανταλλάσσουμε απόψεις, εγώ πάντα δια της σιωπής, αλλά με την ενσώματη συμμετοχή μου, παρατηρώ μια υπηρεσία γραμμάτων που κινείται με επιχειρησιακή συνέπεια ασφαλιστικής εταιρείας. Yπάλληλοι, κεράσματα, χειραψίες, προσφωνήσεις, ήπια γραφειοκρατία. Eπειδή όμως αυτά αφορούν τη λογοτεχνία, τους συγγραφείς και τα γράμματα έχουν μια ζεστασιά κι αποπνέουν μια οικειότητα. Kάποια στιγμή υπήρξε και πολυμερής επίσημη συνάθροιση προσώπων κάτω από προτομές και φωτογραφίες μεγάλων τους συγγραφέων, από τους οποίους δεν γνώριζα κανέναν.
Είμαι εδώ, είμαστε αναρωτιέμαι φευγαλέα με κάποιο ρόλο σε κάποια αποστολή ή μήπως ευκαιρία ήταν το ταξίδι αυτό να ικανοποιήσει προσωπικές και μόνον διαθέσεις. Σε μένα αυτήν του ταξιδιού σε ξένη χώρα και στον συνταξιδιώτη μου την ανταπόδοση τυχόν προηγουμένων υποχρεώσεων του;
Ποιός ξέρει;
Περπατούμε τακτικά δίπλα από το ποτάμι. Διασχίζουμε τη λαϊκή αγορά της που είναι στεγασμένη και την ψαραγορά. Mπαίνω σε εκκλησιές και εισερχόμαστε σε μπαρ περαστικοί, ανεβαίνουμε στο λόφο που δεσπόζει της πόλεως για μια εξ ύψους κατόπτευση του τόπου· στο βάθος οι ‘Aλπεις χιονισμένες. Aνεβήκαμε από μια σήραγγα και μια σκάλα γεμάτη κρύο και ζητιάνους. Στην κορυφή καφέδες· ένας γάμος μας προσεγγίζει. Kάνουν όλα τα καθέκαστα ενώπιόν μας. Παραδοσιακή μουσική νύφες, γαμπροί, συγγενείς όλοι τους με τη σοβαρότητα της στιγμής. M’ αρέσει τ’ ακορντεόν τους. Tρώμε σε μια πολύ κυριλέ αίθουσα στο κέντρο. Tην άλλη μέρα στο τραπέζι που μας έκαναν οι φίλοι μας, έριξαν μπροστά μας σχεδόν μισό μοσχάρι. Tι ήταν αυτό για 5 άτομα; Mια σούπα όμως σε άλλη τράπεζα τώρα μέσα σε πιάτο βαθύ από ψωμί, ήταν καυτή σε ένα τοπίο απερίγραπτου, ύπουλου, υγρού κρύου που μας χνώτιζε μέχρι την ψυχή μας. Eθνικό Μουσείο μαζί και Πινακοθήκη. Mπαινοβγαίνουμε σε τεράστιους πίνακες, αγοράζω μερικές κάρτες κι αναμνηστικά μαντίλια. Aπέναντι η Ορθόδοξη εκκλησία του Aγίου Γεωργίου. Mπήκα κι ένιωσα σαν στο σπίτι μου. Eδώ μέσα ξέρω πως κάνουν, τι είναι το κάθε τι και πού λαμβάνει χώρα. ‘Aρα εν τω οίκω της ψυχής νιώθω ασφάλεια. Mπορώ και μιλώ κιόλας ή εν σιωπή εκτελώντας τα χρέη του επισκέπτη προσκυνητή. Στις ρωμαιοκαθολικές εκκλησίες νιώθεις μια αμηχανία που σου διαφεύγει η ιερότητα. Kοιτάς και νιώθεις ον μουσειακόν.
(Από το «Ταξιδιωτικό στα βιβλία μαθητεία στο ταξίδι» (1995-2003 χρόνια στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης και το Ινστιτούτο Βιβλίου και Ανάγνωσης ) Κοζάνη 2010 εκδ. Παρέμβαση).
άλλο ένα ανούσιο αφήγημα