«Πρωτοκοιταχτήκαμε» με τον Κώστα Βέλλιο στη Βιβλιοθήκη, γύρω στα 1980, .Αυτός, ευειδής νέος, με διαπερνούσε με τα βαθυστόχαστα μάτια του πίσω από το παγερό τζάμι μιας ξεκρέμαστης ασπρόμαυρης φωτογραφίας, πορτραίτο, ενώ εγώ τον διεμβόλιζα με τη λαχτάρα της νιότης μου να μάθω. Κώστας Βέλλιος, φιλόλογος, εκτελεσμένος από τους Γερμανούς, ήταν η απόκριση του αείμνηστου βιβλιοθηκάριου, Βασίλη Σαμπανόπουλου.
Δεκαετίες μετά, η μορφή του, θύμιζε πολύ τον Μαγιακόφσκι, με ταρακούνησε και πάλι, όταν σε συζήτηση με τον κ. Γιάννη Κορκά, ανακάλυψα στους θησαυρούς του, θαυμαστή μικρή βιογραφία του Βέλλιου, γραμμένη τον Ιούλιο του 1945 , ως χρονιάτικο μνημόσυνο, από τον αείμνηστο Χριστόφορο Τιτέλη και θεώρησα χρέος μου να αναδημοσιεύσω αποσπάσματά της, συμπτύσσοντάς τα .
Κίνητρο του Χρ. Τιτέλη ήταν η διάσωση της μνήμης ενός ιδιαίτερα χαρισματικού, αλλά αδικοσκοτωμένου συντοπίτη μας, του Κώστα Βέλλιου, ο οποίος δεν πρόλαβε να γράψει. Σώζεται κριτική του στο έργο του Γκαίτε, Γουλιέμος Μάιστερ, στο Μακεδονικό Βήμα, το οποίο μάλιστα μετέφρασε, αλλά η μετάφραση χάθηκε κι επίσης σώζονται διάσπαρτες άλλες κριτικές στον τοπικό τύπο. Επειδή όμως, ήταν εξέχουσα φυσιογνωμία, τον συγκρίνει με τον Γ. Σακελλάριο και τον Γ. Λασσάνη, γι΄αυτό πού ήταν, γι΄αυτό που έζησε κι όχι γι ΄αυτό που έγραψε ή θα έγραφε, ο Τιτέλης μάχεται με τη λησμονιά , που όντως ρούφηξε το συμπατριώτη του.
Στη νέκρα την πνευματική που επικρατούσε στην Κοζάνη στο μεσοπόλεμο, με εξαίρεση εκδηλώσεις μιας φωτισμένης παρέας, ο Βέλλιος τραβούσε το μάτι ως νέος απόλυτα αφιερωμένος στην πνευματική ζωή. Ο πατέρας του Δημήτριος άφησε νωρίς μαυροντυμένη τη γυναίκα του Θεοδώρα ( Ζιώλια) Μουμουζιά κι ορφανό το μονάκριβο γιο του, οπότε αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στο πατρικό της κοντά στον αδερφό της , γιατρό Ν Μουμουζιά, σ΄ένα πολύ αυστηρό περιβάλλον.
Στο μικρό και πνιγηρό περιβάλλον της Κοζάνης, οι σύγχρονοι του δεν είχαν τη δύναμη να νιώσουν έναν άνθρωπο που δεν ακολουθεί τα χνάρια της νοικοκυρίστικης ζωής του κοινού ανθρώπου, Δεν μπορούσαν να δεχτούν έναν άνθρωπο με ειλικρίνεια χωρίς όρια, αγνή καρδιά, με γνώση του Αισχύλου, του Πλάτωνα, της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, του Δάντη, του Σαίξπηρ, του Γκαίτε, του Μαρξ, του Κάρλαϋλ…που τους είχε μελετήσει βαθιά και με μεγάλη αγάπη,
Οι πολλοί ενοχλούνταν από τη δύναμη της προσωπικότητας, από ένα στήθος που κόχλαζε, από έναν άνθρωπο που δε χωρούσε στην εποχή και στον τόπο, που ήταν «άτοπος» κατά την πλατωνική έννοια και τον εχθρεύονταν.
Με τις αρετές του είχε φύγει από τα Βαλκάνια και την Ελλάδα κι είχε ανοιχτεί στον ευρωπαϊκό ορίζοντα, ενώ ταυτοχρόνως περιστοιχιζόταν από την αδιαφορία, τον εμπαιγμό και την αγριότητα κούφιων ανθρώπων.
« Οι ολίγοι που εννόησαν την φύσιν των πραγμάτων,
Αλλά οπού δεν ήξευραν να κρύψουν την καρδιάν των,
Και που στον όχλον δόθηκαν με όλην την ψυχήν των,
σταυρόν ευρήκαν και πυράν ως μόνην αμοιβήν των»
Φάουστ του Γκαίτε
Πριν από το 1931, ιδιαίτερα στη διάρκεια των σπουδών του στη Φιλοσοφική Σχολή, του ανοίχτηκε ο δρόμος των κοινωνικών ζητημάτων. Ο πόθος της ισότητας, πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής κι ο πόθος της λευτεριάς βρήκε καταφύγιο σε κοινωνιολογικά συγγράμματα και πρακτικό αγώνα για τη στήριξη πνευματική και οικονομική των τάξεων που υποφέρουν. Ένα εξάμηνο στις φυλακές στη Λάρισα ήταν η πληρωμή του για της ιδέες της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Την καλλιέργειά του συμπλήρωνε η τέλεια γνώση πέντε ξένων γλωσσών που είχε μάθει μόνος του με πολύ μόχθο και αντίστοιχα η μελέτη των φιλολογιών.
Διέθετε σπάνια αντρίκεια ομορφιά, πρώτο μπόι, ελληνική κατατομή, το μέτωπό του είχε τη σφραγίδα της μεγαλοφυίας, ήταν απλός, πολύ ευγενικός, πολύ περήφανος.
Ο βαθύς του έρωτάς του για μια γυναίκα, που αυτός την αγάπησε για πάντα, ήταν, ίσως, ο μίτος για την πνευματική και προβληματική πρακτική ζωή του. Λατρεία χαρακτήριζε τη σχέση με τη μητέρα του, τρία γράμματα της έγραψε στο τραίνο Αθήνα-Τρίπολη, σε κέντρο εκπαίδευσης, συνδεόμενο με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, αδυνατούσε όμως να εξοικονομήσει και για τους δυο τα προς το ζην, κατά την παροιμία: το αψύ το ξύδι τρώει τ΄αγγειό τ΄ . Κι ενώ με δυσκολία επαρκούσε το ψωμί, τα δέματα με τα βιβλία έφταναν μηνιαία επί δεκαετίες, από το Παρίσι.
Από το 31 και μετά δεν υπάρχει οργανωμένη δράση, υπάρχει όμως η παρρησία του, φως μέσα στο ζόφο της κατοχής .Οι ελάχιστοι κοζανίτες «εθνοσωτήρες», οι δωσίλογοι συνεργάτες των Γερμανών κι οι μαυραγορίτες που είχαν ξεφαντώσει στην Κατοχή, σκυλιά της αγοράς τους αποκαλούσε, τον βάζουν στο στόχαστρο, τον καταδίδουν στους Γερμανούς και νυχτιάτικα τον συλλαμβάνουν μπρος στην τσακισμένη μάνα του. Συλλαμβάνουν τον πατριώτη που η ψυχή του έπαλλε για κάθε τι ελληνικό, που λάτρευε το τοπικό περιβάλλον και τα ξεροβούνια της βασανισμένης Μακεδονίας. Οι καταδότες ήταν γνωστοί στην τοπική κοινωνία κι οι συγγενείς του ενημερωμένοι. Ο Τιτέλης, όμως, αποφεύγει να τους κατονομάσει, γιατί ερευνώντας τα σχετικά αρχεία, τα βρήκε καμένα.
Τριανταεννιά μέρες έμεινε στο στρατόπεδο,από 24 Μαΐου ως τις 2 Ιουλίου που εκτελέστηκε. Οι προύχοντες της πόλης δεν τον υποστήριξαν, πράγμα που έκαναν για συγγενικά τους πρόσωπα, οργανωμένα στην Αντίσταση. Δυο τρεις φίλοι και συγγενείς που προσπάθησαν, Π. Ματιάκης, οδοντίατρος, Μανόλης Μουμουζιάς κι ο γιος του και ο Γιάννης Π. Δελιαλής δεν είχαν και μεγάλη δύναμη να τον ελευθερώσουν. Από τους 44 Κοζανίτες που είχαν συλληφθεί εκείνες τις μέρες οι 40 αφέθηκαν ελεύθεροι, ενώ οι 4 μαρτύρησαν κι εκτελέστηκαν σε αντίποινα. Ανάμεσά τους κι ο Κώστας Βέλλιος.( Οι τρεις δεν ονοματίζονται.)
Αυτή είναι η μοίρα των εκλεκτών που πέφτουν στα χέρια των Μεφιστοφελών, αυτή είναι η μοίρα των πατριδολατρών; Οι εξωνημένοι, οι αρνησιπάτριδες αυτόν δεν τον σκέφτηκαν, τη μάννα του όμως που έμεινε καλαμιά στον κάμπο , που έχασε μονάκριβο γιο στα 36 του χρόνια και θρηνούσε άλλα 36, κυριολεκτικά διπλωμένη στα δυο, δεν τη σκέφτηκαν;
Κατά πληροφορίες, πέθανε το 1979, σε έσχατη ένδεια. Ποιός άραγε να της χτυπούσε την πόρτα για παρηγοριά, αφού οι τέτοιες απώλειες για την πατρίδα συνοδεύονταν από τρομοκρατία του περίγυρου; Κι αργότερα, εμείς που ήμασταν ήδη μεγάλοι, πώς δεν πήραμε είδηση μια τέτοια συμφορά που ήταν στα πόδια μας και γύρω μας, για να συντρέξουμε; Μια νύφη από ανεψιό , λένε, τη συνέδραμε, ώσπου κατέληξε στο γηροκομείο.
Ο Κώστας Βέλλιος που, ίσως, θα τιμούσε την Ελλάδα με τις χάρες του, από τους ντόπιους προδότες την πότισε με το αίμα του, για την πολυπόθητη τη λευτεριά. Αδέρφια δεν είχε και παιδιά δεν πρόλαβε να κάνει για να τον θυμούνται, ούτε σε κόμμα ανήκε για να τον συγκαταλέξουν στους δικούς τους άγιους- ήρωες. Στο αγιοκέρι, όμως, που άναψε ο Χριστόφορος με την τολμηρή μονογραφία του, τον Ιούλιο του 1945, ομολογώντας και τη δική του ενοχή , γιατί δεν ένωσε τις δυνάμεις του για τη σωτηρία του φίλου του, ας προστεθούν τα δικά μας αγιοκέρια, τον Ιούνιο του 2019, για να του δώσουν τη θέση του στην τοπική ιστορία, με τη συγκέντρωση σχετικών πληροφοριών και μια οδό στο όνομά του.
Τάσα Σιόμου
Τάσα σ ευχαριστούμε! Άφθαστο άρθρο-μνημόσυνο για το αυριανό ψυχοσαββατο. Τί να πρωτοθαυμάσει κανείς; την ιστορικότητα;την πρωσοπογραφία του Κώστα Βέλλιου;τη γλώσσα;,την ψυχή; σκέφτομαι πως η 2α Ιούλη ειναι σημαδιακή γιατί και 2 χρόνια πριν το 43 εκτελέστηκε ο Επίσκοπός μας Ιωακείμ Λιούλιας και ίσως πρέπει τελικά εκείνη τη μέρα να τους τιμάμε με μνημόσυνα τουλάχιστον. Και πάλι σ ευχαριστούμε.
Πράγματι εξαιρετικό αρθρο- μνημόσυνο. Επιτρέψτε μου να δανειστώ απο το παραπάνω σχόλιο το “Σ’ ευχαριστούμε Τάσα”
Επιτρέψτε μου να δανειστώ και εγώ απο το παραπάνω σχόλιο το «Σ’ ευχαριστούμε Τάσα» πάντα έτσι να είσαι.
ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΩΡΑΙΑ ΓΙΑ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΣΑΤΕ, ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΡΕΧΕΤΕ ΣΤΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΑΛΛΩΝ, ΠΟΥ ΚΑΙ ΑΥΤΟΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΖΩΝΤΕΣ. ΤΙ ΕΧΕΤΕ ΝΑ ΜΑΣ ΠΕΙΤΕ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΤΣΑΜΠΟΥΡΗΔΕΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑΤΕ, ΚΑΙ ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΥΤΟ ΣΤΙΤΑΚΙ, ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΣΠΙΤΙ κ.ΤΑΣΑ,ΕΙΝΑΙ ΕΝΓΚΑΤΑΛΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥΣ ΑΡΧΟΝΤΕΣ, ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΕΤΑΙ. ΚΑΛΑ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΠΙΚΟΥΣ ΗΡΩΕΣ, ΠΟΥ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΣΑΤΕ. ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΑΣ ΣΤΑ ΚΟΙΝΑ ΠΟΤΕ ΘΑ ΜΑΣ ΚΑΝΕΤΕ?