Το κόστος ρύπων, ποιες λιγνιτικές μονάδες συμφέρει να συνεχίσουν να λειτουργούν ή όχι, και κατά πόσο αυτό θα επηρεάσει την επάρκεια του ηλεκτρικού συστήματος της χώρας, κάτι για τον οποίο τον τελευταίο λόγο έχει η ΡΑΕ, είναι οι τρεις άξονες που θα λάβει υπόψιν της η McKinsey για την εκπόνηση του νέου πενταετούς Business Plan της ΔΕΗ.
Εκπόνηση που ξεκινά άμεσα, και θα περιλαμβάνει σύμφωνα με πληροφορίες “ριζικές αλλαγές” σε σχέση με το προηγούμενο στρατηγικό σχέδιο, αφού η κατάσταση της ΔΕΗ το 2019, είναι χειρότερη από εκείνη των αρχών του 2018, όταν και συντάχθηκε το τελευταίο, και αν τότε η επιχείρηση έπρεπε να βελτιώσει τα λειτουργικά της κέρδη κατά 500 εκατ. ευρώ μέσα στην πενταετία, τώρα τα απαιτούμενα ποσά είναι πολύ μεγαλύτερα.
Το τότε σχέδιο, περιελάμβανε οκτώ άξονες, ανάμεσα στους οποίους η έμφαση στις επενδύσεις ΑΠΕ με στόχο ποσοστό 20-25% ως το 2030-35, οι νέες δραστηριότητες, η διεθνή επέκταση και οι συνολικές επενδύσεις 3,9 δισ. ευρώ. Από τα 3,9 δισ ευρώ, περίπου το 50% θα κατανέμονταν στα Δίκτυα και στις ΑΠΕ, το 23% στην κατασκευή του νέου σταθμού λιγνιτικής παραγωγής Πτολεμαΐδα 5 και το 9% σε επενδύσεις διατήρησης και περιβαλλοντικής αναβάθμισης των συμβατικών μονάδων παραγωγής. Τώρα, όλα τα παραπάνω ποσά θα αναθεωρηθούν σημαντικά.
Βασικοί επίσης πυλώνες του πλάνου θα είναι η εντατικοποίηση της προσπάθειας αντιμετώπισης των ανεξόφλητων λογαριασμών, η μερική πώληση του ΔΕΔΔΗΕ, μαζί με την αναπροσαρμογή της τιμολογιακής πολιτικής, γεγονός που έχει ήδη ξεκινήσει από την περαιτέρω μείωση των εκπτώσεων συνέπειας.
Εκείνο ωστόσο το κεφάλαιο που αποτελεί μάλλον την πιο δύσκολη άσκηση απ’ όλες, είναι η απολιγνιτοποίηση αφού έχει επιπτώσεις τόσο κοινωνικές, για τις περιοχές που “ζουν” από την συγκεκριμένη δραστηριότητα, αλλά και για το προσωπικό που θα κληθεί να αποχωρήσει, ενώ θα πρέπει το τελικό “οκ” να το δώσει η ΡΑΕ, προκειμένου να μην διαταραχθεί η επάρκεια του συστήματος.
Η McKinsey επομένως θα κάνει την εισήγηση στην διοίκηση της ΔΕΗ, ποιες λιγνιτικές μονάδες συμφέρει να κλείσουν – ο Κ.Χατζηδάκης έχει αποκαλύψει ότι οι σκέψεις αφορούν καταρχήν το Αμύνταιο 1,2 και την Μεγαλόπολη 3- και πως όλο αυτό θα “κουμπώσει” με την εθελουσία όσων απασχολούνται στα συγκεκριμένα εργοστάσια.
Το πρώτο που θα λάβει υπόψιν της η νέα μελέτη, αφορά τις εκτιμήσεις για την μελλοντική πορεία των δικαιωμάτων ρύπων. Το 2017 η μεσοσταθμική τιμή για δικαιώματα CO2 ήταν 5,71 ευρώ. Το 2018 αυτή έφτασε στα 15,89 ευρώ ο τόνος και πλέον κινείται σε επίπεδα πάνω από τα 25 ευρώ. Τούτο σημαίνει ότι το λειτουργικό κόστος που από τα μέσα του 2017 ανέβηκε κατακόρυφα και αποτυπώθηκε στα αποτελέσματα του 2018, σήμερα είναι πολύ μεγαλύτερο, με τάσεις περαιτέρω αύξησης για την επόμενη πενταετία, όπως προκύπτει από όλες τις προβολές που έχουν γίνει σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Οι εθελούσιες έξοδοι
Το δεύτερο που θα αξιολογήσει η McKinsey αφορά το ακριβές όφελος που θα έχει η ΔΕΗ από την διακοπή λειτουργίας των παλαιότερων μονάδων του στόλου της, και σε τι αριθμό εθελουσίας εξόδου προσωπικού, αυτό μεταφράζεται.
Στελέχη της επιχείρησης με μακρά εμπειρία, εκτιμούν ότι οι εθελούσιες θα πρέπει να στοχεύσουν σε μια δεξαμενή 2.000 ατόμων, που αφορά τόσο σε εργαζόμενους στα εργοστάσια, όσο κυρίως σε υποστηρικτικό προσωπικό, και όχι σε τεχνίτες ή απασχολούμενους στην εμπορία.
Σημειωτέον ότι λόγω θεμελίωσης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, έχουν ήδη αποχωρήσει από την αρχή του έτους έως σήμερα περίπου 700 άτομα, στα οποία αν προστεθούν επιπλέον 170 που έχουν υποβάλει σχετικό αίτημα, το τέλος του έτους θα βρει την ΔΕΗ με περίπου 1.000 άτομα λιγότερα.
Σήμερα επί συνόλου 9.500 περίπου εργαζομένων, οι 6.000-6.500, δηλαδή το 65%-70% είναι τεχνικό προσωπικό. Από τα υπόλοιπα 3.000-3.500 άτομα, τα 800-900 απασχολούνται στην εμπορία, και περίπου 2.000 εργάζονται ως υποστηρικτικό προσωπικό. Σε αυτό θα πρέπει καταρχήν να εστιάσουν οι εθελουσίες, όπως επιμένουν οι συνομιλητές μας, αποφεύγοντας σε πρώτη τουλάχιστον βάση να αγγίξουν το σκέλος της εμπορίας, και τους τεχνίτες, επικαλούμενοι και το γνωστό πρόβλημα της πολύ μικρής διασποράς ηλικιών.
Το πρόβλημα της διαδοχής
Η άσκηση της McKinsey θα κληθεί να λάβει υπόψιν ότι υπάρχουν μονάδες για παράδειγμα σε νησιά, που απασχολούν 10-15 εργαζόμενους 50 ετών και άνω, “κάτω” από τους οποίους, δεν υπάρχει άλλο, νεότερης ηλικίας προσωπικό. Το πρόβλημα ονομάζεται “απουσία διαδοχής”, και οφείλεται στο γεγονός ότι το προσωπικό της ΔΕΗ έχει πάψει να ανανεώνεται μαζικά με προσλήψεις, επομένως οι 30άρηδες, οι 35άρηδες, οι 40άρηδες και οι 45άρηδες είναι λίγοι. Πολλώ δε μάλλον εκείνοι που έχουν τέτοια τεχνογνωσία, ώστε να καλύψουν τα κενά των 50άρηδων, εφόσον υπάρξουν μαζικές αποχωρήσεις.
“Τούτο σημαίνει ότι αν για παράδειγμα από τα 10 άτομα που στελεχώνουν τον σταθμό ενός νησιού, αποχωρήσουν τα 5 επειδή έχουν θεμελιώσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα, είναι μαθηματικά βέβαιο ότι αυτός θα πάψει να λειτουργεί”, όπως λέει υψηλόβαθμο στέλεχος της εταιρείας.
Έπειτα, ακόμη και αν κάποια στιγμή αποφασιστεί να γίνουν μαζικές προσλήψεις στη ΔΕΗ, και πάλι θα μεσολαβήσει ένα κρίσιμο διάστημα, προκειμένου οι καινούργιοι να αποκτήσουν την εμπειρία των παλαιότερων. Είναι ένας επιπλέον λόγος για τον οποίο, όπως λένε πηγές της ΔΕΗ, οι οποίες εθελούσιες πρέπει να είναι στοχευμένες και όχι τόσο μαζικές.
Τα οφέλη και τα κόστη
Στον αντίποδα βέβαια όλων των παραπάνω, υπάρχει το ερώτημα “πόσο ακριβώς προσωπικό χρειάζεται η ΔΕΗ προκειμένου να λειτουργήσει σε περιβάλλον ιδιωτικού τομέα”. Σύμφωνα με μια ερμηνεία, θα μπορούσε να τα καταφέρει και με 30% λιγότερο προσωπικό. Το είχαν παραδεχθεί οι ίδιοι οι διευθυντές των μονάδων της Μεγαλόπολης, όταν κατά την προσπάθεια μείωσης των κοστολογίων στη διάρκεια του πρώτου διαγωνισμού πώλησης των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, είχαν πιεστεί να απαντήσουν με πόσο λιγότερο προσωπικό θα μπορούσαν αυτές να λειτουργήσουν, προκειμένου να καταστούν ελκυστικές για τους αυριανούς αγοραστές. Το νούμερο που είχαν δώσει οι ίδιοι οι μάνατζερς των μονάδων, μιλούσε για 700 άτομα επί συνόλου 1.000, με προφανή οφέλη από πλευράς κόστους.
Στην άσκηση βέβαια της McKinsey θα μπει και ο παράγοντας των αποζημιώσεων. Στο σενάριο που αποχωρήσουν επιπλέον 2.000 άτομα, τόσο από λιγνιτικές μονάδες, όσο και από διοικητικό προσωπικό, τότε, “με το καλημέρα”, όπως εξηγούν οι συνομιλητές μας, η ΔΕΗ θα έχει ένα κόστος 30 εκατ. ευρώ, λόγω της αποζημίωσης των 15.000 ευρώ που δικαιούνται σήμερα όσοι αποχωρούν. Ηδη, κάποιοι εργαζόμενοι, προσδοκώντας ένα ακόμη καλύτερο “πακέτο” αποζημίωσης, έχουν αναστείλει σύμφωνα με πληροφορίες, την αποχώρησή τους από την επιχείρηση.
energypress.gr