Σκοτώνεται σε συμπλοκή με άνδρες της Χωροφυλακής στην περιοχή Κλεφτόβρυση του Ολύμπου ο θρυλικός λήσταρχος Φώτης Γιαγκούλας.
«Επειδή δεν μπορώ να βρω δίκαιο στη δικαιοσύνη των Ελλήνων, αναγκάσθηκα να τονίσω το δίκαιο της Παρδάλας ή Μαχαίρας», δήλωνε χαρακτηριστικά ο μόλις 17χρονος Φώτος το 1917 στη λεπίδα του μαχαιριού του, πιάνοντας τα όπλα και τραβώντας κατά Όλυμπο μεριά για να γίνει κλέφτης.
Οχτώ χρόνια αργότερα, ο 25χρονος φόβος και τρόμος Θεσσαλίας και Μακεδονίας θα έχανε το κεφάλι του στην Κλεφτόβρυση Ολύμπου από το απόσπασμα που βγήκε στο κατόπι του, όχι βέβαια προτού προφητεύσει ότι μια μέρα οι ληστές με τα μαχαίρια θα κατέβαιναν από τα βουνά και θα ζούσαν ως φιλήσυχοι πολίτες στις πόλεις!
Ο Φώτης Γιαγκούλας ήταν άλλος ένας κοινωνικός ληστής της ταραγμένης εποχής που ακολούθησε την Επανάσταση του 1821 και την ανακήρυξη του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, ένα προβεβλημένο μέλος της κοινότητας των «βασιλέων των ορέων», όπως τους αποκαλούσαν χαρακτηριστικά, ληστοσυμμορίτες που κυριάρχησαν δηλαδή στην ελληνική ύπαιθρο για περισσότερο από έναν αιώνα (η ληστοκρατία εξαφανίστηκε μόλις στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης).
Ο Γιαγκούλας κολύμπησε στο έγκλημα και έκανε όσα μπορούσαν να γίνουν: από ζωοκλοπές, λιποταξία, ληστείες μέχρι απαγωγές και φόνους, διανθίζοντας τα αιματοβαμμένα χρονικά του με γερές δόσεις θηριωδιών και στυγερών εγκλημάτων. Έδρασε στον Όλυμπο, σε μια ορεινή περιοχή που μόλις είχε ενωθεί με το ελληνικό κράτος και μαστιζόταν οικονομικά από τη φτώχεια και την ανέχεια.
Παρά το μοβόρικο του χαρακτήρα του βέβαια, ο Γιαγκούλας ήταν ένας σωστός λαϊκός ήρωας, θεματοφύλακας λες της θρυλικής ελληνικής απείθειας αλλά και περηφάνιας. Η εντελώς ξεχωριστή έννοια περί δικαίου και λεβεντιάς που είχε τον ανάγκασε να πάρει τα βουνά και να ζήσει ελεύθερος από κοινωνικές δεσμεύσεις.
Παράνομος, σκληρός, βίαιος και ωμός, ο Γιαγκούλας ήταν το ίνδαλμα κάθε νεαρού που ένιωθε να πνίγεται στις συμβάσεις και τον κομφορμισμό της εποχής και κάθε κόρη ονειρευόταν να απαχθεί από τον παλιάνθρωπο ληστή! Κι αυτό γιατί πλάι στο στυγερό της προσωπικότητάς του, ο Φώτος ενσάρκωνε ιδανικά την αυθάδεια απέναντι στις αρχές, βγάζοντας τη γλώσσα στη χωροφυλακή και σαρκάζοντας με την καρδιά του το ταλαίπωρο κράτος.
Αυθάδης και αδάμαστος, αν και ταπεινός και καταφρονεμένος, ο Φώτης Γιαγκούλας απηχεί ακόμα στη γλώσσα μας τον φόβο που ενστάλαζε κάποτε στην εξουσία αλλά και κάθε καλοβαλμένο αστό.
Πλάι στους φόνους του κοινωνικού ληστή, συνυπάρχουν οι τόσες αγαθοεργίες του αυτόκλητου αυτού υπερασπιστή κάθε φτωχού και κατατρεγμένου, καθώς ο λήσταρχος είχε τον τρόπο του να διορθώνει τις αδικίες και να τιμωρεί εξουσία και προδότες σε ίσες δόσεις.
Θρυλικότερο έμεινε βέβαια το θράσος του απέναντι στις διωκτικές αρχές, καθώς το είχε συνήθειο να ξευτιλίζει τη χωροφυλακή. Όπως όταν απέδρασε σιδηροδέσμιος μέσα από το τρένο που τον μετέφερε στις φυλακές Θεσσαλονίκης, ξεγλιστρώντας μέσα από τα χέρια των χωροφυλάκων και καμαρώνοντας ισοβίως για τον άθλο του!
Εξίσου θρυλική ήταν και η «Παρδάλα» του, το διαβόητο μαχαίρι του Γιαγκούλα δηλαδή που απέκτησε το 1917, στη λεπίδα της οποίας είχε χαράξει τα παρακάτω λόγια: ««Προς τους πάντας. Μη δηνάμενος να εύρο ίδινος δικαίου παρά της δυκαιοσήνης των Ελλήνων, ηναγγάσθην να τονίσο το δίκαιον της Παρδάλας ή Μαχαίρας. Όθεον η ύψηστος αυτή λειτουργός της ανάνδρου Δικαιοσύνης ονόματι Παρδάλα έχη τον λόγον από σήμερον εις πάντας τους αιωθούντας και απίστους. Η λειτουργία αυτής έσετε πάντοτε ειλικρινής και ουδέποτε θέλη λησμονήση τα Ιερά καθήκοντά της προς αναμονή του δικαίου. Μαρτίου 1917».
Η Παρδάλα έγινε μέσο επιβολής και προστασίας αποτελώντας τον πιστότερο σύντροφο του παρορμητικού και ιδιόμορφου αυτού κοινωνικού ληστή. Λέγεται ότι ο Φώτης Γιαγκούλας σκότωσε συνολικά 54 άτομα με την Παρδάλα, αποδίδοντας αυτό που ο ίδιος πίστευε πως ήταν η δικαιοσύνη.
Όχι πολύ αργότερα βέβαια, τόσο η Παρδάλα όσο και το κεφάλι του Φώτη Γιαγκούλα θα ήταν παρελθόν, κοσμώντας σήμερα τη συλλογή του Εγκληματολογικού Μουσείου ως τρομερά σύμβολα μιας άλλης εποχής…
Πρώτα χρόνια
Ο Φώτης Γιαγκούλας γεννιέται κάπου στα τέλη του 19ου αιώνα (πιθανώς το 1894) στο χωριό Μεταξά, δίπλα στα Σέρβια Κοζάνης, δρώντας αργότερα στην ευρύτερη περιοχή που περικλείουν τα όρη Χάσια, Καμβούνια και Όλυμπος. Από αποσπασματικές διηγήσεις και πηγές μαθαίνουμε ότι σχολείο πήγε μέχρι τη Δευτέρα Γυμνασίου και μετά την απελευθέρωση κατατάχθηκε εθελοντικά στον στρατό και πολέμησε σαν θεριό στα «Γενιτσά και στον βουλγάρικο πόλεμο».
Ο Γιαγκούλας πρέπει να έφτασε ως τον βαθμό του λοχία, όταν και πήρε τη μοιραία άδεια να επισκεφτεί το χωριό του: «Αχ, ανάθεμα την ώρα που του έδωσα άδεια να γυρίση στο χωριό, έλεγεν ο λοχαγός του όταν έμαθε τα συμβάντα», σύμφωνα με μια πηγή. Εκεί, στη γενέτειρά του, ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα μια κοπέλα και ο έρωτας αυτός τον οδήγησε στον φόνο του αντίζηλού του που διεκδικούσε τα καταγάλανα μάτια της.
Ο θρύλος μπλέκεται εδώ με την πραγματικότητα και ο διαχωρισμός τους είναι αδύνατος. Σύμφωνα με άλλες πηγές, ο Φώτος έγινε παράνομος έπειτα από ένα έγκλημα τιμής, όταν κατέβηκε στην Αθήνα για να σκοτώσει έναν υπομοίραρχο (έξω από το παλάτι!) που εκμεταλλευόμενος την εξουσία του είχε βιάσει την ξαδέλφη του. Λέγεται ακόμα πως έγινε φονιάς όταν ένας καρδιακός του φίλος αγάπησε ένα κορίτσι αλλά ο πατέρας της δεν τον ήθελε για γαμπρό: ο Γιαγκούλας έδωσε λοιπόν τη λύση κόβοντας το κεφάλι του αμετανόητου γέρου.
Κατά άλλη εκδοχή, την επικρατέστερη ιστορικά, τον κακό τον δρόμο τον πήρε στα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου, όταν κατηγορήθηκε για ζωοκλοπή από τους συγχωριανούς του, σε μια εποχή που ο πόλεμος σκόρπιζε ακόμα περισσότερη πείνα και εξαθλίωση. Ο Γιαγκούλας ούρλιαζε πως είναι αθώος, αλλά τον φυλάκισαν για τέσσερις μήνες στη Λάρισα. Βγαίνοντας από τη στενή, πήρε τα βουνά και πίσω δεν ξανακοίταξε.
Την εκδοχή αυτή επιβεβαιώνει και ο αδελφός του Φώτου, Κωνσταντίνος, στη συνέντευξη που είχε δώσει στην Judith Konig: «Ήταν κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μια περίοδο που έκλεβαν συχνά πρόβατα, γαϊδουριά και άλογα. Εάν πιανόταν οι κλέφτες, έπρεπε να πληρώσουν μεγάλη ποινή. Πιο σκληρός ο νόμος όταν έκλεβαν άλογα. Μεγαλώσαμε στο Μεταξά, στη γειτονιά μας όμως έμεναν μερικοί άνθρωποι που δε βλέπανε με καλό μάτι την οικογένειά μας. Όταν λοιπόν χάθηκαν δυο άλογα από τη βοσκή, ορισμένοι απ’ αυτούς κατηγόρησαν στο δικαστήριο τον αδελφό μου ότι τα είχε κλέψει. Έτσι θέλανε να ντροπιάσουν την οικογένειά μας».
Ο Κωνσταντίνος αποκαλύπτει μάλιστα ότι ο φόνος του αμετάπειστου πατέρα έλαβε πράγματι χώρα, αν και έναν χρόνο μετά την αποφυλάκιση του Γιαγκούλα. Ήταν στο χωριό Πολύραχο που ζούσε ο φίλος του Γιαγκούλα που αγαπούσε την κόρη ενός γείτονα, ο οποίος δεν έδινε με τίποτα την ευλογία του για τον γάμο τους: «Ο Γιαγκούλας λοιπόν έλυσε ένα βράδυ για πάντα το πρόβλημα κόβοντας το κεφάλι του γέρου. Η αστυνομία σύντομα εξακρίβωσε το δράστη και αφού δεν μπορούσε να τον πιάσει, συλλάβανε εμένα και με πήγανε στις φυλακές στην Κοζάνη», μας λέει ο Κωνσταντίνος.
Ο αδελφός συνεχίζει: «Ο Πρόεδρος, ο παπάς, ο χωροφύλακας και ο Σούλιος, ο αρχηγός της αστυνομίας στο Μεταξά, με πήγανε στο μέρος όπου βρισκόταν ο Γιαγκούλας. Κατόρθωσαν να τον περικυκλώσουν και αφού ο αδερφός μου είδε ότι με είχαν πάει εμένα σαν όμηρο, παραιτήθηκε από τη σκέψη να χρησιμοποιήσει βία και παραδόθηκε γιατί δεν ήθελε να βάλει σε κίνδυνο τη ζωή μου.
Αμέσως τον δέσανε και ο αρχηγός της αστυνομίας, ο Σούλιος, είπε σαρκαστικά:
-Βγείτε όλοι έξω να τον σκοτώσω!
-Τώρα που είναι δεμένος δεν αφήνω κανέναν να τον σκοτώσει, απάντησε ο χωροφύλακας και παρέμεινε. Ο Γιαγκούλας κοίταξε με μίσος τον Σούλιο στα μάτια και του είπε:
-Σε είκοσι χρόνια που θα βγω από τη φυλακή, θα έρθω και θα σου κόψω το κεφάλι!».
Ο Γιαγκούλας μεταφέρθηκε αλυσοδεμένος στην Αίγινα και δυο χρόνια αργότερα θέλησαν να τον μεταγάγουν στις ασφαλέστερες φυλακές Θεσσαλονίκης, κάτω από δρακόντεια αστυνομικά μέτρα. Ο Φώτος πότισε τους δεσμοφύλακες στο τρένο με άφθονο κρασί και σε μια στιγμή, κάνοντας τον κοιμισμένο κάπου κοντά στη Λάρισα, βρήκε την ευκαιρία και πήδηξε έξω από τον συρμό μαζί με τις βαριές του αλυσίδες! Η πολυτάραχη ζωή του λήσταρχου είχε μόλις αρχίσει…
Γιαγκούλας ο ληστής
Ο Φώτος καταφεύγει στον Όλυμπο, όπου στήνει το καρτέρι του στους κλειστούς τόπους (κλεισούρες) και τα μονοπεράσματα (σύρτες). Τρεις, τέσσερις ή και περισσότεροι κάνουν την επιχείρηση, την ίδια ώρα που ο αρχηγός με τους υπόλοιπους λουφάζουν κάπου κοντά με στημένα τα καραούλια. Η ομάδα κρούσης αφαιρεί τιμαλφή, ρολόγια και χρήματα και οδηγεί στον αρχιληστή τον απαχθέντα, ώστε να κανονίσει το ποσό των λύτρων αλλά και τα διαδικαστικά.
Ο Γιαγκούλας αντιμετώπιζε ιδιαιτέρως καλά τους ομήρους του κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας τους. Τους θεωρούσε «ιερό πράμα» και τους περιποιούνταν όσο καλύτερα μπορούσε, κάτι που συνέβαλε τα μέγιστα στη λαϊκή του απήχηση. Μόλις εισέπραττε τα λύτρα, τους άφηνε ελεύθερους, και ο λόγος του ήταν εδώ συμβόλαιο!
Κάποια στιγμή, ο ληστής κατεβαίνει στο Μεταξά για να κλέψει το κορίτσι που αγαπούσε και ο πατέρας της ούτε να τον δει στα μάτια του δεν ήθελε. Την πήγε στη σπηλιά του, κάπου κοντά στην Ελασσόνα, συνεχίζοντας τη ληστοσυμμορίτικη δράση του με αμείωτους ρυθμούς. Με τα χρήματα που αποσπούσε έκανε όμως πολλές αγαθοεργίες: βοηθούσε τους φτωχούς, προίκιζε φτωχά κορίτσια, ανακούφιζε οικονομικά τους εξαθλιωμένους αγρότες, αγόραζε ζώα στους κτηνοτρόφους, ακόμα και στην εκκλησία χάριζε μεγάλα ποσά.
Είχε όμως και ένα συμβόλαιο τιμής να ξεπληρώσει, κι έτσι κατέβηκε στα Σέρβια μια μέρα για να πάει να βρει τον Σούλιο, καθώς του είχε δώσει υπόσχεση. Ο αρχηγός της αστυνομίας δεν τον αναγνώρισε αμέσως και όταν το έκανε ήταν πια αργά, καθώς μέσα σε λίγες στιγμές έχανε το κεφάλι του από τον τιμωρό ληστή. Κατόπιν παλούκωσε το κεφάλι του αστυνόμου στη μέση του δρόμου, καρφιτσώνοντας ένα σημείωμα στα μαλλιά του που εξηγούσε λεπτομερώς γιατί τον είχε σκοτώσει.
Η χωροφυλακή τον είχε τώρα στο στόχαστρο, κι έτσι έπρεπε να γίνει πιο προσεκτικός. Τον επόμενο χρόνο τον πέρασε στα Γιάννενα για να χαθούν τα ίχνη του, αν και δεν θα έμενε για πολύ καιρό μακριά από την αγαπημένη του ασχολία. Επιστρέφοντας στα παλιά λημέρια, συνειδητοποιεί ότι η δωρεά των 6.000 δραχμών που είχε εμπιστευτεί στον παπά, τον δήμαρχο και τρεις δημοτικούς συμβούλους του χωριού του για την ανέγερση εκκλησιάς προς τιμήν του είχε γίνει καπνός. Ο Γιαγκούλας αποκεφάλισε και τους πέντε καταχραστές, φέρνοντας και πάλι τη χωροφυλακή στα χνάρια του.
Η αστυνομία έπιασε την έγκυο γυναίκα του και την έκλεισε στις φυλακές της Κοζάνης. Θέλοντας να τη σώσει, ο Γιαγκούλας κατεβαίνει από τα βουνά και πάει να βρει τον αρχηγό της αστυνομίας, τον οποίο παρακαλεί να μεσολαβήσει για να πάρει χάρη. Δίνει μεγάλο χρηματικό ποσό στο κράτος και προσφέρεται να πάει εθελοντικά είκοσι χρόνια στη φυλακή, αν και οι Αρχές κωφεύουν. Και ανεβάζουν το ποσό της επικήρυξής του στις 600.000 δραχμές!
Αυτή ήταν η ληξιαρχική πράξη γέννησης του τρομακτικού και ανηλεούς λήσταρχου Γιαγκούλα. Με τον στενό του φίλο και επίσης ληστοσυμμορίτη Θωμά Γκαντάρα εγκαθιδρύουν μια νέα βασιλεία του τρόμου στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, μια ιστορία γεμάτη αίματα, αιχμαλωσίες, φόνους και ηρωισμούς. Από τα πλέον άγρια εγκλήματά του ήταν ο φόνος του γιατρού Οδυσσέα Νικολαΐδη στις 9 Ιανουαρίου 1924, επειδή είχε ακούσει ο Γιαγκούλας ότι είχε συνεργαστεί με τα καταδιωκτικά αποσπάσματα.
Ο αρχιληστής δικαιολογούσε μάλιστα πάντα τις αποτρόπαιες πράξεις του, αφήνοντας στα θύματά του επεξηγηματικά σημειώματα που ο ίδιος αποκαλούσε περιπαικτικά «ψυχοχάρτια». Τώρα οργώνει τα χωριά του Ολύμπου και σφάζει τους προδότες («χαφιέδες της εξουσίας» τους αποκαλεί), τους χωροφύλακες που τον κυνηγούν και τους υψηλόβαθμους αξιωματικούς που ηγούνται των επιχειρήσεων εναντίον του.
Ο Τύπος περιγράφει σκανδαλοθηρικά τα αιματοβαμμένα χρονικά του και μαγνητίζει το ενδιαφέρον του απλού λαού, που τον μετατρέπει σε λαϊκό ήρωα. Ταυτοχρόνως, ο ίδιος ο Γιαγκούλας αρέσκεται στην προβολή που του παρέχουν οι εφημερίδες και αρχίζει να τροφοδοτεί ο ίδιος τους δημοσιογράφους με πληροφορίες για τα πώς και τα γιατί των φόνων του.
Τα ληστρικά διαγγέλματα του Γιαγκούλα δημοσιεύονται στον ημερήσιο Τύπο και τον μεταμορφώνουν σε κοινωνικό εκδικητή και θεματοφύλακα της ζωής του λαού. Η επιστολή του προς τον «ανθυπομοίραρχον Μακαρίτην» κάνει τον γύρο της Ελλάδας: «Κύριε Μακαρίτη, Τί πιέζεις τους εργατικούς ανθρώπους και τους κτηνοτρόφους αφού βρε κωλογαλονάδες γα.. τ’ αστέρια σας και όλη την οικογένειά σας, αφού σας στέλλω είδηση όπου περνώ και δεν έρχεστε να πολεμήσωμε. Τί φταίγει ο κόσμος ο εργατικός και τους κακοπιέζεις; Έλα εσύ ρε αρχ… και γίνε τσομπάνος και αν θέλης πρόδωσέ με. Την μίαν την βραδυάν θα με προδώσεις, την άλλη την βραδυάν θα σε κόψω σαν τ’ αρνάκι.
Από σήμερα και εντεύθεν να ξεύρης εάν κακοποιήσεις τους ανθρώπους θα σε κάνωμε στρατοκαρτέρια και θα σε πελεκήσωμε με τα σπαθιά μας. Τ’ άντερα σου θα σου τα κάνωμε κοκορέτσι και θα σου τα δώσουμε να τα φας. Κι αυτή τη στιγμή σε καλούμε να έλθης βρε αρχ…, να έλθης να πολεμήσωμε εδώ απάνω εις τον άγιον Προφήτην Ηλίαν, εγώ ο ΦΩΤΗΣ ΓΙΑΓΚΟΥΛΑΣ».
Ο Φώτος ήταν ο μόνος που ήξερε λίγα γράμματα στη συμμορία του κι έτσι ήταν ο αποκλειστικός συντάκτης των ληστροδιαγγελμάτων. Ο «βασιλέας των ορέων» υπογράφει μια μακρά σειρά από θρασύτατα μανιφέστα που στρέφονται από δασκάλους που έχουν εκφράσει τη δυσαρέσκειά τους για τη δράση του («Βρε αρχι… Δάσκαλε δήλωσες και συ για παλληκαράς να καταδίωξης τους ληστές και ιδίως τον Γιαγκούλα. Τι σου έκανα εσένα βρε κ… τα θρανία του σχολείου σου έχω ληστέψη ή τα βιβλία βρε μ… που σε πέταξε) μέχρι πλούσιους τσελιγκάδες της περιοχής.
Το αστρονομικό ποσό της επικήρυξής του θα φέρει φυσικά πολλούς κυνηγούς κεφαλών στο κατόπι του, παρά τις ενισχυμένες προφυλάξεις που έπαιρνε πια. Ένα καταδιωκτικό απόσπασμα από τσολιάδες θα επιχειρήσει να τον δολοφονήσει στήνοντας ενέδρα στο δάσος, ο Γιαγκούλας τη γλιτώνει ωστόσο φτηνά την τελευταία στιγμή. Τώρα συνειδητοποιεί ότι είναι ώρα να λουφάξει στο κρησφύγετό του, όπου και θα παραμείνει μέχρι τις παραμονές του θανάτου του.
Τώρα περνά τον καιρό του στη Μονή Πέτρας, στη μέση του Ολύμπου, κάνοντας συναντήσεις με ληστές και συνεργάτες του, και σε απομακρυσμένες στάνες φίλων του, απ’ όπου μεθοδεύει την επικείμενη συνάντησή του με τον εξίσου διαβόητο λήσταρχο Πάντο Μπαμπάνη…
Το άδοξο τέλος
Το ημερολόγιο έγραφε 20 Σεπτεμβρίου 1925, ημέρα Κυριακή, όταν ένα καλά οργανωμένο απόσπασμα από 27 σκληροτράχηλους χωροφύλακες και 5 εκπαιδευμένους αγροφύλακες, έχοντας και δυο-τρεις καταδότες στις τάξεις του, καταφέρνει να περικυκλώσει τους διαβόητους λήσταρχους του Μεσοπολέμου, Φώτη Γιαγκούλα και Πάντο Μπαμπάνη, στο απρόσιτο λημέρι τους στα κορφοβούνια πάνω από την Κλεφτόβρυση.
Ο μοίραρχος της χωροφυλακής Ιωάννης Πετράκης, αρχηγός του αποσπάσματος, είναι ένας ορκισμένος διώκτης των ληστών και ειδικότερα του Γιαγκούλα, καθώς έψαχνε να πάρει εκδίκηση από τον λήσταρχο για όλα τα χουνέρια που είχε κάνει στις διωκτικές αρχές. «Πού θα μου πάει, αν δεν τον φάω μια μέρα τον κερατά, να μη με λένε Πετράκη!», είπε από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε τα νέα καθήκοντά του στον Όλυμπο.
Οι άντρες του νόμου διακρίνουν την καλά κρυμμένη είσοδο της δυσπρόσιτης σπηλιάς των ληστών και στήνουν καρτέρι μέχρι την επομένη το πρωί, όταν βγαίνουν οι ληστές για να πιουν νερό και να φάνε. Τα πολυβόλα των αστυνομικών βρυχώνται, αν και η συμπλοκή θα κρατήσει μέχρι τις 5:00 το απόγευμα. Μέσα στον ορυμαγδό της μάχης, ο θρυλικός λήσταρχος Φώτης Γιαγκούλας πέφτει νεκρός από σφαίρα. Λίγο αργότερα, θα τον ακολουθήσει στον άλλο κόσμο ο διαβόητος σύντροφός του Πάντος Μπαμπάνης.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της μάχης, ο Γιαγκούλας, απειλώντας θεούς και δαίμονες και βρίζοντας χυδαία τους διώκτες του, δήλωνε μεγαλόστομα πως ο Φώτης Γιαγκούλας σκοτώνεται αλλά δεν παραδίνεται στους καραβανάδες!
Στις τσέπες του λήσταρχου θα βρεθεί μια ερωτική επιστολή της Μπίλιως, μιας εκ των ερωμένων του καρδιοκατακτητή Γιαγκούλα, που τον παρακαλούσε να την επισκεφθεί το συντομότερο δυνατό. Οι ερωμένες του Φώτου ήταν τουλάχιστον πέντε, την ίδια ώρα που η επίσημη γυναίκα του ήταν μια συγχωριανή του, όπως είπαμε, με την οποία απέκτησε ένα παιδί που πέθανε δυστυχώς μέσα στις κακουχίες της βουνίσιας ζωής.
Λέγεται ότι ο Γιαγκούλας ήταν ένας ιδιαιτέρως όμορφος άντρας που γοήτευε τις γυναίκες και απολάμβανε τη μεγάλη ζωή. Εκτός από «βασιλεύς των ορέων», τον αποκαλούσαν επίσης και «ωραίο των ορέων», καθώς ήταν ομορφάντρας και πολύ μερακλής με το άλλο φύλο. Ήθελε πάντα να εντυπωσιάζει και να κλέβει την παράσταση σε όσα κοσμικά δρώμενα του επέτρεπε να συμμετάσχει η ταυτότητά του ως ληστή. Εξαιτίας της επικήρυξής του, κυκλοφορούσε συνεχώς μεταμφιεσμένος για να μπορεί να πίνει το κρασάκι του στις αγαπημένες του ταβέρνες.
Άλλοτε πάλι έπαιρνε το δείπνο του μασκαρεμένος δίπλα στα αποσπάσματα που τον κυνηγούσαν, απολαμβάνοντας ιδιαιτέρως να ακούει τους χωροφύλακες να καταστρώνουν σχέδια για τη σύλληψή του. Μια φορά μάλιστα ο Γιαγκούλας φεύγοντας από την ταβέρνα άφησε κάτω από το πιάτο του ένα σημείωμα που έγραφε: «Βασιλεύς των Ορέων, Γιαγκούλας» κι έφυγε. Άλλοι λένε πως έζησε ακόμα και στην Αθήνα για μια περίοδο, για χάρη ενός μεγάλου έρωτα αλλά και αργότερα, για την παράνομη σχέση του με μια πανώρια κυρία της αριστοκρατίας.
Ο «βασιλιάς των ορέων» είναι τώρα νεκρός και το κεφάλι του, καθώς και εκείνα των σκοτωμένων του συντρόφων, κρεμάστηκαν στα κάγκελα του σιδηροδρομικού σταθμού της Κατερίνης, πάνω σε ένα κοντάρι κοντά στο δικαστήριο, για να παραδειγματιστεί ο κοσμάκης και να μη του μπαίνουν κακές ιδέες. Αργότερα το κεφάλι του ταριχεύτηκε και μαζί με τον παντοτινό του σύντροφο, την «Παρδάλα», εκτίθενται μόνιμα στο Εγκληματολογικό Μουσείο.
Η αναγγελία του θανάτου του θρυλικού και αδιαφιλονίκητου «βασιλιά των ελληνικών ορέων» θα ταξιδέψει με τα φτερά του θρύλου από τη μια άκρη της Ελλάδας μέχρι την άλλη και θα βυθίσει σε θλίψη τον απλό λαό, ο οποίος είχε πολλάκις ευεργετηθεί από την κοινωνική δράση του συμμορίτη.
Όταν αργότερα οι καταδότες του Γιαγκούλα αρχίσουν να χάνονται ένας ένας απ’ τη ζωή, όλοι θα πουν πως ήταν το φάντασμα του λήσταρχου που έπαιρνε την εκδίκησή του, όπως συνήθιζε να κάνει και στη ζωή…
Πηγή: xorisorianews.gr