Από την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου τον Οκτώβριο του 1940 μέχρι και τον Απρίλιο του 1941, οκτώ χιλιάδες στρατιώτες και αξιωματικοί, που σκοτώθηκαν στα πεδία μάχης παραμένουν έως σήμερα άταφοι στις χαράδρες και στα βουνά της Αλβανίας. Οι οικογένειές τους ακόμα τους μνημονεύουν και αναζητούν τα οστά τους. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Γιώργος Βουβούτσης, που σκοτώθηκε στην Κλεισούρα. Στο τελευταίο του γράμμα ζητούσε μια φωτογραφία με τα τρία του παιδιά.
Ο μικρασιάτης πρόσφυγας από το Λυθρί ζούσε με την οικογένειά του στην Ν. Ερυθραία Αττικής και κλήθηκε στην πρώτη γραμμή του μετώπου για να πολεμήσει στην μεγάλη αντεπίθεση του ελληνικού στρατού κατά των Ιταλών εισβολέων. Μετά το θρυλικό ΟΧΙ του Οκτωβρίου 1940 και την απόκρουση της μεραρχίας αλπινιστών «Τζούλια» στο Καλπάκι και την Βοβούσα πάνω από το Μέτσοβο, ξεκίνησε η θυελλώδης αντεπίθεση. Γρήγορα οι Ιταλοί υποχώρησαν και οι μάχες διαδραματίστηκαν εντός Αλβανικού εδάφους. Ο Βουβούτσης βρέθηκε σε αυτές τις μάχες μαζί με μια ομάδα Ερυθραιωτών και πολεμούσαν πλάι πλάι. Ήταν ο μόνος που είχε παιδιά και αγωνιούσε να τα ξαναδεί. Ο βαρύς χειμώνας και τα χιόνια δεν έκαμψαν το ηθικό του. Πολέμησε σε όλο το μέτωπο και τα Χριστούγεννα έφτασε στα στενά της Κλεισούρας, σχεδόν 80 χλμ από τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Ήταν η μεγαλύτερη διείσδυση του στρατού επί αλβανικού εδάφους και εκεί ο μικρασιάτης ξυλουργός πήρε μέρος στη μεγαλύτερη και πιο φονική μάχη του έπους.
Παραμονές Χριστουγέννων έστειλε το τελευταίο γράμμα από το μέτωπο. Ζητούσε από την σύζυγό του Σοφία να του στείλει μια φωτογραφία με όλη την οικογένεια. Ήθελε να έχει κοντά του, τα τρία του παιδιά. Είχε δύο κορίτσια, την Μαρίτσα, την Υπατία και τον μικρό Γιάννη που τότε ήταν μόλις δύο ετών. Η φωτογράφηση το 1940 δεν ήταν μια αυτονόητη διαδικασία, αλλά η οικογένεια έσπευσε να βρει φωτογράφο και να ποζάρουν όλοι μαζί. Στη συνέχεια τη ταχυδρόμησαν την φωτογραφία και περίμεναν την απάντησή του.
Εκατοντάδες γράμματα πήγαν και ήρθαν εκείνους τους μήνες από το μέτωπο. Το στρατιωτικό ταχυδρομείο διεκπεραίωνε καθημερινά ένα τεράστιο όγκο αλληλογραφίας. Μάταια όμως η οικογένεια περίμενε γράμμα από το μέτωπο. Ο Βουβούτσης είχε σκοτωθεί. Όπως περιέγραψε μετά τον πόλεμο, ο συμπολεμιστής του Γιώργος Κατσάφαρος, κατά την διάρκεια της μάχης μια οβίδα εξερράγη μπροστά στον στρατιώτη και τον τραυμάτισε θανάσιμα. Σύμφωνα με μια άλλη μαρτυρία, ένας από τους φίλους του τον ανέσυρε ημιθανή και τον μετέφερε στο πρόχειρο ορεινό χειρουργείο, όπου αργότερα ξεψύχησε.
Ο Κατσάφαρος διηγείτο με συγκίνηση στους οικείους του πως ο συντοπίτης του έπεσε μπροστά του αιμόφυρτος και μς απόγνωση φώναξε δυνατά «έπεσε ο Βουβούτσης» για να τον ακούσουν και οι υπόλοιποι. Ο ερυθραιώτης στρατιώτης ετάφη το ίδιο βράδυ σε ένα ομαδικό τάφο μαζί με άλλους δέκα πεσόντες στο πεδίο της μάχης. Προστέθηκε στα μεγάλη λίστα του Άγνωστου Στρατιώτη του 40.
Μόνο στις μάχες της Κλεισούρας τον Ιανουάριο του 1941 χάθηκαν 5000 Έλληνες στρατιώτες. Οι περισσότεροι έμειναν άταφοι ή πρόχειρα θαμμένοι στο σημείο που σκοτώθηκαν. Πολλοί θάφτηκαν κάτω από τα χιόνια, καταπλακώθηκαν από πέτρες και χώματα λόγω των βομβαρδισμών, ενώ όσοι διαμελίστηκαν από την ιταλική αεροπορία, έγιναν τροφή για άγρια ζώα και ουδέποτε βρέθηκαν ή αναγνωρίστηκαν. Η μνήμη νεκρών στοιχειώνει ακόμα τις ζωές των δικών τους ανθρώπων. «Το όνειρο μου είναι να ταυτοποιηθεί ο τάφος του πατέρα μου για να μπορέσω να ανάψω ένα κερί στη μνήμη του» λέει ο Γιάννης Βουβούτσης. Θυμάται με πίκρα και παράπονο ότι ποτέ δεν μπόρεσε να πει την λέξη «πατέρας». Γι’ αυτό όταν τον κάλεσαν από τον στρατό να συμμετάσχει στο πρόγραμμα εντοπισμού των άταφων ηρώων του 40, πήγε από τους πρώτους για να δώσει δείγμα DNA.
Η «Μηχανή του Χρόνου» κατέγραψε στην Αλβανία την αγωνιώδη προσπάθεια για τον εντοπισμό πεσόντων στην Κλεισούρα και αλλού. Σχεδόν 80 χρόνια μετά τον πόλεμο βρέθηκαν στο Ντραγκότι τα οστά 758 αγνώστων Ελλήνων μαχητών. Σε συνεργασία με τις Αλβανικές αρχές έγινε λήψη DNA για να διασταυρωθούν τα στοιχεία με τα δεδομένα από την τράπεζα γεννητικού υλικού των συγγενών του 40. Στην συνέχεια τα οστά ενταφιάστηκαν στο στρατιωτικό κοιμητήριο της Κλεισούρας, που δημιουργήθηκε στον περίβολο του ορθόδοξου ναού του Αγ. Νικολάου από την Αρχιεπισκοπή Αλβανίας. Συμπληρωματική ταφή έγινε και στο στρατιωτικό κοιμητήριο στους Βουλιαράτες, όπου υπάρχουν θαμμένοι έλληνες στρατιώτες που πέθαναν στο πεδινό χειρουργείο, που λειτούργησε τότε στο χωριό. Μόνο 59 μαχητές είναι αναγνωρισμένοι σε οργανωμένους τάφους.
Διάσπαρτα οστά κάτω από γήπεδο και εγκαταστάσεις λεωφορείων
Η έρευνα για τους πεσόντες ήρωες του 40 κατέγραψε ακόμα ότι στην Κοσίνα βρίσκονται 62 οστά πεσόντων μαχητών κάτω από το γήπεδο στην πόλη της Πρεμετής. Κάτω από το κτίριο του σταθμού των λεωφορείων της Κορυτσάς βρίσκονται ακόμα τα οστά εκατοντάδων νεκρών. Στο Δέλβινο, χτίστηκαν σπίτια και στους κήπους κατοίκων βρέθηκαν οστά Ελλήνων στρατιωτών. Κάτω από το καμπαναριό του Ιερού Ναού Ευαγγελισμού Θεοτόκου υπάρχει παρεκκλήσιο – οστεοφυλάκιο όπου φυλάσσονται τα οστά 22 πεσόντων μαχητών. Εννέα χρόνια μετά την επίσημη συμφωνία μεταξύ Αλβανίας και Ελλάδας, στις 22 Ιανουαρίου 2018 ξεκίνησε η πρώτη εκταφή οστών πεσόντων μαχητών σε χωράφια στη θέση Σαϊμόλα του χωριού Ντραγκότι. Σύμφωνα με τον ιστορικό ερευνητή του 40, Αγαθοκλή Παναγούλια, οι Αλβανοί χωρικοί σέβονται τον χώρο, δεν τον καλλιεργούν και τον αποκαλούν «άκαρπη γη».
Η «Μηχανή του Χρόνου» βρέθηκε στα πεδία των μαχών στην Αλβανία και ανήμερα 28 Οκτωβρίου στις 21.00 παρουσιάζει στο COSMOTE HISTORY τις σημαντικές μάχες του μετώπου και την δραματική ιστορία με τους «άταφους» ήρωες του έπους του 40. Δείτε το τρέιλερ :
Tιμη και δοξα στον πολεμιστη της Αλβανιας ΑΘΑΝΑΤΟΣ!!.
Ο Θεός να αναπαύσει όλους αυτούς που πολέμησαν και θυσιάστηκαν για την πατρίδα.