Η άλλοτε πολύβουη περατζάδα γύρω από τη λίμνη της Καστοριάς, η λεωφόρος των Κύκνων όπως λέγεται, έχει ερημώσει. Εκεί όπου κάθε πρωί παππούδες έκαναν τη βόλτα τους, τα εγγόνια τους έπαιζαν ανέμελα, ταΐζοντας τις πάπιες και άλλοι απολάμβαναν την πρωινή τους γυμναστική, τώρα δεν βλέπεις άνθρωπο. Βλέπεις όμως άλλα: «Τα υδρόβια πουλιά που έχουν βγει στον κεντρικό δρόμο και κάνουν ατάραχα βόλτες, τα άγρια πτηνά που έχουν αυξηθεί στη λίμνη και προσεγγίζουν ακόμη και την παραλίμνια ζώνη. Είναι ασύλληπτες οι εικόνες! Παράλληλα, άγρια ζώα, όπως αρκούδες και αλεπούδες, έρχονται όλο και πιο κοντά στην πόλη», λέει ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, ερευνητής περιβάλλοντος, μέλος της Εταιρείας Προστασίας Περιβάλλοντος και του Φορέα Διαχείρισης Λιμνών Δυτικής Μακεδονίας, ο οποίος ζει στην Καστοριά.
Κυκλοφορία από τις 08.00 έως τις 20.00, μετακίνηση μόνο για σούπερ μάρκετ και φαρμακείο, βόλτα κατοικιδίου εντός 15 λεπτών, καθόλου άθληση, καθόλου βοήθεια σε ευπαθείς ομάδες την οποία έχει αναλάβει ο δήμος, μετάβαση σε τελετές μόνον αν πρόκειται για κηδεία συγγενούς πρώτου βαθμού. Αυτά είναι τα έξτρα περιοριστικά μέτρα που επιβλήθηκαν σε τρεις δήμους της Καστοριάς και δύο της Ξάνθης και από την Τρίτη σε Μύκονο και Σαντορίνη. Η δημοτική ενότητα Μεσοποταμίας Καστοριάς τελεί υπό καραντίνα εδώ και μία εβδομάδα. Με έξι χωριά και 5.000 κατοίκους, η περιοχή καλείται να μείνει αποκλεισμένη άγνωστο για πόσο, αν και η άρση της καραντίνας στα χωριά της γειτονικής Κοζάνης τούς γεμίζει αισιοδοξία. «Είχαμε 15 επιβεβαιωμένα κρούσματα και θεωρήθηκαν πολλά, γι’ αυτό η καραντίνα», λέει ο πρόεδρος Μεσοποταμίας Δημήτρης Παρασκευόπουλος και μας μεταφέρει την εικόνα: «Δεν μπαίνει και δεν βγαίνει κανείς στην περιοχή. Καθώς είναι κτηνοτροφική όμως, προσεγγίζουν οι έμποροι για να πάρουν το γάλα π.χ. και επιτρέπεται να κυκλοφορήσουν μόνο οι κτηνοτρόφοι για να ταΐσουν τα ζώα και αυτοί σε ελεγχόμενο χρόνο. Για τα οικόσιτα, ας πούμε, είναι ένα τέταρτο περίπου, για όσους έχουν αιγοπρόβατα και αγελάδες αυξάνεται ο χρόνος ανάλογα το μέγεθος της μονάδας. Αναμένεται, πάντως, να πάρουμε άδεια και για τους γεωργούς. Ολοι οι υπόλοιποι μένουν σπίτι, τα ψώνια γίνονται με ντελίβερι και τις δουλειές τους τις έχει αναλάβει ο δήμος με το πρόγραμμα “Βοήθεια στο σπίτι” και τους ευχαριστώ θερμά γι’ αυτό, πραγματικά μοχθούν», καταλήγει.
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, ερευνητής περιβάλλοντος, μέλος της Εταιρείας Προστασίας Περιβάλλοντος και του Φορέα Διαχείρισης Λιμνών Δυτικής Μακεδονίας.
Δεκατέσσερα άτομα εργάζονται στη δομή «Βοήθεια στο σπίτι», τα οποία έχουν ενισχυθεί με εννέα άτομα ακόμη, εργαζομένους του νοσοκομείου, που ως κάτοικοι Μεσοποταμίας παραμένουν εκεί και βοηθούν αλλιώς. «Εχουμε δώσει το βάρος μας στη Μεσοποταμία για να μη νιώθουν αποκομμένοι και αβοήθητοι οι άνθρωποι. Από τη Δευτέρα έχουμε ενισχυθεί και με ένα ιατρικό κλιμάκιο του στρατού. Μαγειρεύουμε καθημερινά για όσους το έχουν ανάγκη και προσφέρουμε ό,τι άλλο χρειάζονται. Σκεφτείτε ότι οι παππούδες, για παράδειγμα, ξεμένουν από χρήματα. Υπογράφουν πληρεξούσιο παρουσία της αστυνομίας, μας δίνουν το βιβλιάριο και πηγαίνουμε μαζί με την αστυνομία και κάνουμε ανάληψη για εκείνους. Σημασία έχει να νιώσει καλά ο κόσμος. Οι άνθρωποι σε καραντίνα πιέζονται πολύ ψυχολογικά», περιγράφει ο Πέτρος Δοκόπουλος, αντιδήμαρχος κοινωνικής μέριμνας και υπεύθυνος του προγράμματος «Βοήθεια στο σπίτι».
«Είχαμε μάθει ελεύθεροι»
Ο Γιάννης Ηλιάδης, κάτοικος Μεσοποταμίας, είναι 60 ετών και δεν έχει ανάγκη από βοήθεια, ωστόσο ζει μόνος του: «Ακόμη βαστάω, άλλοι άνθρωποι όμως στο χωριό έχουν ανάγκη. Βγαίνω μόνο για ψώνια και για να ταΐσω τα σκυλιά και τα γατιά στο κτήμα. Είχαμε μάθει ελεύθεροι, όλη μέρα έξω και δεν είναι εύκολο, αλλά έτσι πρέπει, έτσι θα κάνουμε. Σαν τις γυναίκες κι εγώ, κάνω δουλειές στο σπίτι, λίγη τηλεόραση, λίγη μουσική… Είμαι μόνος μου και μου λείπει η παρέα, αλλά μιλάω στο τηλέφωνο με τους φίλους μου, να ακούσω καμιά φωνή. Αμα έχει καλό καιρό κάθομαι στην αυλή, βγαίνουν και οι γείτονες στις δικές τους και τα λέμε».
«Ανήσυχη ησυχία που κάνει θόρυβο μέσα σου»
Η ζωή στην Καστοριά έχει αλλάξει. Συνολικά λειτουργούν μόνο τρία μαγαζιά εστίασης και οι κάτοικοι τηρούν πιστά τους κανονισμούς. «Αποφεύγουμε πραγματικά να βγαίνουμε έξω», λέει ο ελεύθερος επαγγελματίας Γιώργος Χατζησυμεωνίδης. «Στην αρχή κάναμε πλάκα, αλλά τώρα καταλαβαίνουμε τι γίνεται, τρίτη βδομάδα μέσα βαραίνουμε και προβληματιζόμαστε. Τηρούμε τους κανονισμούς αυστηρά, όμως και αυτό λειτουργεί. Ούτε στους γονείς μου δεν πηγαίνω, παραγγέλνουν ό,τι χρειάζονται. Το πολύ πολύ να μας μαγειρέψει η μητέρα μου κάτι και να μας το αφήσει έξω από την πόρτα της. Η τρίχρονη κόρη μου δεν έχει καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει. Της λείπουν οι φίλοι της, θέλει να πάει στον παιδικό σταθμό και στην παιδική χαρά. Χαίρεται όμως που έχει τον μπαμπά στο σπίτι. Εμείς που δεν έχουμε μάθει να ασχολούμαστε με τα παιδιά όλη μέρα δυσκολευόμαστε περισσότερο», καταλήγει.
Για τους νέους είναι πιο δύσκολα τα πράγματα. Ο 27χρονος Οδυσσέας Τζανίδης που ζει με τους γονείς του δυσκολεύεται πολύ να δεχθεί την κατάσταση: «Δεν αντέχεται. Ούτε η κλεισούρα ούτε ο καιρός που δεν μας επιτρέπει ούτε στο μπαλκόνι να καθίσουμε. Ευτυχώς που δουλεύω ακόμη και βγαίνω λίγες ώρες. Μου λείπουν οι εκδρομές στο βουνό και η παρέα μου. Ευτυχώς δεν έχω κοπέλα, γιατί δεν θα την έβλεπα ποτέ! Μαζευόμαστε με τους φίλους μου στο Ιντερνετ αναγκαστικά, κάνουμε βιντεοκλήση και πίνουμε την μπιρίτσα μας εκεί».
Οι ηλικιωμένοι χωρίς σοβαρά προβλήματα υγείας φαίνεται να το αντιμετωπίζουν πιο ψύχραιμα. Μία 68χρονη που ζει στο κέντρο της Καστοριάς λέει αισιόδοξα: «Είχαμε περισσότερα κρούσματα, λάβαμε τα μέτρα μας εγκαίρως και όλα είναι καλά τώρα. Εγώ ήμουν σπιτόγατα έτσι κι αλλιώς. Ανοίγουμε τα συρτάρια και τις ντουλάπες, τα φτιάχνουμε και τα ξαναφτιάχνουμε, δε βαριέσαι, θα περάσει. Είμαστε και σε ωραία γειτονιά, στο Ντολτσό, και χαζεύουμε τα αρχοντικά από το παράθυρο. Και μη νομίζεις, το αρνί μου θα το ψήσω και φέτος και θα έρθουν τα παιδιά κάτω από τη σκάλα να το πάρουν».
Συνεχείς έλεγχοι
Οι έλεγχοι είναι συνεχείς τόσο στην πόλη όσο και στον υπόλοιπο νομό. «Ακόμη και εμένα σταματούν που γνωρίζουν ότι έχω ειδική άδεια», λέει ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, ο οποίος επιβάλλεται να κυκλοφορεί για τις έρευνές του στη φύση. «Γενικά νιώθεις μια ασφυξία γιατί υπάρχουν παντού σεκιουριτάδες και αστυνομία. Το πρόβλημα είναι ότι η Καστοριά έχει γίνει ξαφνικά Σπιναλόγκα. Αποφεύγουν να έρθουν εταιρείες και κόβουν συνεργασίες ή σε άλλες πόλεις δεν δέχονται Καστοριανούς κι αυτό είναι πλήγμα. Λες και με το που θα πατήσεις το πόδι σου εδώ θα κολλήσεις. Ενώ δεν είναι πολύ διαφορετικά τα πράγματα από ό,τι σε άλλες πόλεις. Εγινε και μεγάλος ντόρος για την προέλευση του ιού. Οι μισοί Καστοριανοί ψάχνονται να δουν από πού μας ήρθε, από το συνέδριο γουναράδων στην Ιταλία, τη σχολική εκδρομή στην Ιταλία ή την εκδρομή από τους Αγίους Τόπους. Τι σημασία έχει;» αναρωτιέται. Περιγράφει πόσο έχει αλλάξει η πόλη, πόσο παράξενο είναι που το παραλίμνιο πάρκο είναι άδειο, πόσο σημαντική είναι η λίμνη για τους Καστοριανούς: «Στον κόσμο πιο πολύ λείπει η λίμνη. Και το ψάρεμα. Τις πρώτες μέρες άρχισαν όλοι να ψαρεύουν και να ψήνουν γύρω από το νερό. Αυτό είναι καλό για τη βιοποικιλότητα της λίμνης, αλλά οι επαγγελματίες έχουν χάσει το μεροκάματο και οι ερασιτέχνες την ψυχαγωγία τους.
Ηταν μεγάλο χτύπημα για τους Καστοριανούς. Εμένα μου αρέσει αυτή η κατάσταση πάντως, είναι ήσυχα και ωραία, αλλά εγώ κυκλοφορώ οπότε δεν μετράει. Και γίνονται και πράγματα που ούτε θα φανταζόμουν πριν. Ο αντιπεριφερειάρχης, για παράδειγμα, πήρε έναν τόνο καλαμπόκι, το σκόρπισε γύρω από τη λίμνη και σιτίστηκαν οι χήνες. Επίσης, ο δήμος έχει τοποθετήσει ταΐστρες για τα αδέσποτα. Η νύχτα μόνο είναι παράξενη. Προχθές το βράδυ είχαμε ένα περιστατικό με υποτιθέμενη επίθεση αρκούδας σε κτηνοτρόφο και επέστρεψα μετά τις 20.00. Πραγματικά δεν έβλεπες σημάδι ανθρώπινης ζωής. Μόνο τα πουλιά στο ημίφως, σαν ταινία του Χίτσκοκ. Δεν ακούς τίποτα. Μια ανήσυχη ησυχία. Που κάνει όμως τόσο θόρυβο μέσα σου».
Εφημερίδα Καθημερινή – – 9/4/2020 –