Η γιαγιά μου η Χαρίκλεια, η μάνα της μάνας μου ήταν απ’ το χωριό Λαζαράδες, το γένος Καναβούρα. Κι εμείς σαν εγγόνια της ήμασταν τα …Καναβουρούλια. Έτσι μας έλεγε η άλλη μας η γιαγιά, απ’ την πλευρά του πατέρα μου.
Το ανεπίσημο όμως όνομα της γιαγιάς Χαρίκλειας ήταν Γκουντούλινα, σαν γυναίκα του παππού μου του Γκουντούλα. Από αυτόν «κληρονόμησα» το όνομά μου εγώ κι ένας εξάδελφός μου. Η γιαγιά Χαρίκλεια με την σειρά της και σύμφωνα με τα έθιμα «κληροδότησε» το αρχαίο, σπάνιο και ωραίο όνομά της, που στη δημοτική μας γλώσσα σημαίνει ξακουστή για τη χάρη της, σε δύο ξαδέλφες μου.
Η γιαγιά μας έμενε στο Λιβαδερό πάνω στην ράχη, λέγαμε τότε. Στα βορεινή πλευρά του χωριού και απέναντι από την εκκλησία. Το σπίτι δεν το λογάριαζες και μεγάλο. Παλιό και πετρόκτιστο. Κάτω ήταν το καθιστικό με τζάκι. Μία ξύλινη σκάλα οδηγούσε στο πάνω ξύλινο πάτωμα. Εμείς όταν πηγαίναμε πάντα στο καθιστικό καθόμασταν. Ποτέ πάνω. Και πως μπορούσε αλλιώς να γίνει. Αφού το καθιστικό γι αυτό το σκοπό ήτανε. Εκεί η γιαγιά είχε και τα λιγοστά κουζινικά της. Από αυτά όμως ένα μόνο ξεχώριζε στα μάτια τα δικά μου. Ένα τηγάνι. Ναι ένα τηγάνι. Μικρό. Από εδώ και από εκεί είχε δύο χερούλια για να το πιάνεις. Απ’ έξω ήταν κατάμαυρο. Είχε μπει πολλές φορές στην φωτιά και θα συνέχιζε την καυτή αυτή πορεία του για πολλά χρόνια ακόμη.
Κάτι σαν το καπνισμένο τσουκάλι του Ρίτσου, ας πούμε.
Το τηγανάκι αυτό της γιαγιάς πολλές φορές «κάηκε» απ’ τη φωτιά για χάρη μας, για μας, τα παιδιά της κόρης της, της Μαρίας. Σαν είχαμε πολύ καιρό να δοκιμάσουμε το νοστιμότατο τυρί της, εγώ, η αδελφή μου και ο μικρότερος αδελφός γκρινιάζαμε στην μάνα μας να μας πάει στην γιαγιά. Όχι τόσο, είναι αλήθεια, για να δούμε την γιαγιά, μα για να δούμε το τηγάνι της να μπαίνει ξανά στην φωτιά. Εκείνη έβαζε στο τηγάνι μικρά κομμάτια από τυρί, μαζί με την αλμύρα τους. Μεγάλα δεν είχαμε δει. Έβαζε και λίγο λάδι αν θυμάμαι καλά.
Μα πιο πολύ από όλα η γιαγιά Χαρίκλεια έβαζε την αγάπη της για μας. Τα εγγόνια της. Έτσι έκανε το δικό της τότε υπέροχο σαγανάκι. Αυτό έκανε και η μάνα μας περίπου, μα μόνο μια φορά στις τόσο, γιατί το τυρί στο σπίτι μας ήταν σπάνιο είδος. Αφού λοιπόν ζεσταινόταν το πράγμα, το έβγαζε απ’ την φωτιά και εμείς με λαιμαργία πιάναμε δουλειά. Βουτούσαμε το ψωμί στο τηγάνι ταυτόχρονα και οι τρεις. Τον τελικό αγώνα στο τηγάνι τον έδινε η ταπεινότητά μου. Όταν πλέον το σαγανάκι ήταν ωραίο παρελθόν αναλάμβανα να «πλύνω» το τηγάνι με… ψωμί. Το έκανα τόσο καλά, όσο καλά και με τον ίδιο τρόπο αργότερα σκούπιζα την καραβάνα μου στο στρατό. Βλέπεις είχα αποκτήσει εμπειρία.
Το δύστυχο αυτό καπνισμένο τηγάνι της γιαγιάς άργησε πολύ να βγει στην σύνταξη. Ήταν νωρίς για ξεκούραση. Αργότερα μπήκε στη υπηρεσία των μικρότερων εγγονιών της γιαγιάς Χαρίκλειας, που με την ίδια αγάπη και την ίδια ζέση της τα φρόντιζε, όπως πάντα.
Κώστας Ι. Φαρμάκης
Ξάνθη – mikrovalto.gr
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Κώστας Ι. Φαρμάκης γεννήθηκε στο Λιβαδερό Κοζάνης και σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας (ΑΣΟΕΕ). Αρχικά εργάσθηκε ως στέλεχος επιχειρήσεων, Ορκωτός Λογιστής στο Σώμα Ορκωτών Λογιστών και από το 1981 στο Υπουργείο Οικονομικών από όπου συνταξιοδοτήθηκε ως Διευθυντής στην ΔΟΥ ΞΑΝΘΗΣ.