Το Master Plan της απολιγνιτοποίησης παρουσιάστηκε πριν από μερικές ημέρες από την κυβέρνηση. Ένα σχέδιο όμως που δυσκολεύεται να «μιλήσει» στο μυαλό και την καρδιά της τοπικής κοινωνίας της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης. Κι αυτό όχι αποκλειστικά λόγω του περιεχομένου του, αλλά κυρίως λόγω του τρόπου που αυτό κατέληξε να αποτελέσει κυβερνητική πρόταση.
Τόσο η ελληνική εμπειρία από την μέχρι τώρα πορεία μετάβασης , όσο όμως και η διεθνής εμπειρία, η οποία φαίνεται να απασχόλησε τους συντάκτες του σχεδίου, αναδεικνύουν έναν ουσιαστικό παράγοντα ως καθοριστικό: τη συνεργασία με τις τοπικές κοινωνίες καθώς και τους κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς εταίρους, την ευρεία διαβούλευση και τη συμμετοχή στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Όμως η διαδικασία που έχει ακολουθηθεί μέχρι στιγμής μπορεί να χαρακτηριστεί ως συγκεντρωτική, παρά τις πολλές επιτροπές που έχουν δημιουργηθεί για το θέμα και παρά τις επισκέψεις κλιμακίων στην περιοχή για ανεύρεση λύσεων.
Οι διμερείς συναντήσεις, που σαφώς είναι αναγκαίες και θεμιτές, δεν συνιστούν διαβούλευση ούτε μπορούν να υποκαταστήσουν τις δομημένες και ανοιχτές συμμετοχικές διαδικασίες συζήτησης. Ακόμη, υπάρχει μεγάλη απόσταση ανάμεσα στον σχολιασμό κειμένων και προτάσεων από τη συνδιαμόρφωση αυτών, πράγμα που επιβάλλει η ίδια η ευρωπαϊκή νομοθεσία. Και στο δεύτερο αποδεικνύεται για ακόμη μια φορά ότι υστερούμε.
Η διακυβέρνηση τόσο του σχεδιασμού όσο και της υλοποίησης της μετάβασης στη μεταλιγνιτική εποχή είναι καθοριστική για τη διασφάλιση όχι μόνο της επιτυχίας του εγχειρήματος, αλλά κυρίως για την προάσπιση της δημοκρατίας. Οι κάτοικοι των λιγνιτικών περιοχών μπορούν και οφείλουν να έχουν ενεργό ρόλο σε μια διαδικασία που αφορά τις ίδιες τις ζωές τους.
Η έλλειψη συμμετοχής της τοπικής κοινωνίας στον σχεδιασμό για τη μετάβαση της περιοχής αποτυπώνεται και στο σχέδιο που παρουσιάστηκε. Το Master Plan είναι ένας σχεδιασμός σε μια κλίμακα που δεν περιλαμβάνει τη διάσταση της τοπικότητας. Αν δει κανείς τα εμβληματικά έργα το αντιλαμβάνεται αυτό. Από τη μονοκαλλιέργεια του λιγνίτη η περιοχή περνάει στη μονοκαλλιέργεια των φωτοβολταϊκών και του ορυκτού αερίου, δημιουργώντας ελάχιστες θέσεις εργασίας, για τις οποίες αγωνιά η τοπική κοινωνία. Για το μέλλον του συστήματος θέρμανσης στη Δυτική Μακεδονία το ορυκτό αέριο παρουσιάζεται ως μοναδική λύση, χωρίς να έχει διεξαχθεί καμία ανοιχτή διαβούλευση στη βάση της συγκριτικής ανάλυσης μεταξύ διαφορετικών λύσεων. Τα έργα που προτείνονται είναι όλα μεγάλης κλίμακας χωρίς να παρουσιάζεται χώρος για μικρότερης κλίμακας έργα, όπως για παράδειγμα αυτά των ενεργειακών κοινοτήτων, οι οποίες είναι σε θέση να μεγιστοποιήσουν το όφελος της ενεργειακής μετάβασης για τις τοπικές κοινωνίες των λιγνιτικών περιοχών.
Οι μεγάλες επενδύσεις ΑΠΕ που προγραμματίζονται στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας βρίσκουν ήδη αντιδράσεις από την τοπική κοινωνία. Πρώτον γιατί θα αξιοποιήσουν τη γη που η ΔΕΗ θα έπρεπε να επιστρέψει στις τοπικές κοινωνίες αποκατεστημένη. Αντ’ αυτού η γη αυτή θα αποκατασταθεί με κονδύλια του Μηχανισμού Ανάκαμψης (RRF) και παραχωρείται με συνοπτικές διαδικασίες σε μεγάλους ομίλους. Δεύτερον, γιατί αντιλαμβάνονται ότι ο χώρος για να αναπτύξουν οι ίδιες δραστηριότητες έχει γίνει ασφυκτικά στενός και ανταγωνίζονται άνισα μεγάλους επενδυτές.
Η τοπική κοινωνία, με όχημα το εργαλείο των ενεργειακών κοινοτήτων, μπορεί να συμμετέχει ενεργά τόσο στον ενεργειακό μετασχηματισμό των λιγνιτικών περιοχών και της χώρας, όσο και να δώσει λύση σε υπαρκτά προβλήματα, όπως η εξοικονόμηση και η θέρμανση και ψύξη των πόλεών τους.
Ειδικότερα, μέρος της λύσης για το σύστημα θέρμανσης στη Δυτική Μακεδονία αλλά και στη Μεγαλόπολη, θα μπορούσε να δοθεί από ενεργειακές κοινότητες με τη χρήση των ΑΠΕ. Οι ενεργειακές κοινότητες με τη χρήση τεχνολογιών όπως οι αντλίες θερμότητας ή η αξιοποίηση των αγροτικών- κτηνοτροφικών αποβλήτων για παραγωγή βιοαερίου και τα αυτόνομα συστήματα θέρμανσης μπορούν να καλύψουν την ανάγκη των κατοίκων, αποφεύγοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τις μεγάλες επενδύσεις σε ορυκτό αέριο.
Ακόμα θα μπορούσαν να δοθούν κίνητρα στις μεγάλες ενεργειακές εταιρίες που θα επενδύσουν στην περιοχή σε καθαρές τεχνολογίες, ώστε να συνεργαστούν με ενεργειακές κοινότητες που θα δημιουργήσουν οι τοπικές κοινωνίας μετοχοποιώντας ένα τμήμα της αρχικής επένδυσης και μοιράζοντας αντιστοίχως τα έσοδα, κατά τα πρότυπα αντίστοιχων συνεργασιών που συνάπτονται εδώ και πολλά χρόνια σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Επιπλέον, θα πρέπει σε κάθε κείμενο σχεδιασμού να αποτυπώνεται με σαφήνεια η δέσμευση διακριτών πόρων για την ενίσχυση των ενεργειακών κοινοτήτων που στοχεύουν στην ανάπτυξη των ΑΠΕ, την εγκατάσταση βιώσιμων τεχνολογιών θέρμανσης και ψύξης (πχ αντλίες θερμότητας) και έργων εξοικονόμησης ενέργειας.
Οι ενεργειακές κοινότητες δεν είναι ένας μηχανισμός παρέκκλισης και απολαβής εξαιρέσεων από την αγορά ενέργειας. Ούτε αποκλειστικός τους σκοπός είναι η δημιουργία οικονομιών κλίμακας για να ανταγωνιστούν τους μεγάλους ενεργειακούς ομίλους και να αποδώσουν σημαντικό εισόδημα στους μετόχους τους. Είναι ένας ουσιαστικός μηχανισμός κάλυψης των τοπικών ενεργειακών αναγκών και συμμετοχής των τοπικών κοινωνιών στον ενεργειακό σχεδιασμό και μετασχηματισμό. Είναι ένα εργαλείο που συμβάλλει στη δίκαιη μετάβαση στη μεταλιγνιτική περίοδο και είναι ένας τρόπος τα οφέλη να διαμοιράζονται ίσα και δίκαια στην τοπική κοινωνία.
Το αμέσως επόμενο διάστημα θα πρέπει να προετοιμαστούν και απαραίτητα να τεθούν σε δημόσια διαβούλευση τα Εδαφικά Σχέδια Δίκαιης Μετάβασης των NUTS3 ενοτήτων (και όχι του Master Plan), όπως επιτάσσει ο νέος Κανονισμός για το ευρωπαϊκό Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης.
Η κυβέρνηση πρέπει λοιπόν να δώσει χώρο και χρόνο για να συζητήσουμε ανοιχτά και δομημένα τόσο το σύστημα διακυβέρνησης όσο και άλλα έργα, εμβληματικά ή μη, αλλά σε κάθε περίπτωση έργα που θα καλύπτουν τις τοπικές ανάγκες και προτεραιότητες.
Τα ζητήματα της δημοκρατίας και της συμμετοχής δεν πρέπει να βρεθούν σε δεύτερη μοίρα μπροστά στην ανάγκη άμεσης απορρόφησης κονδυλίων. Η μετάβαση πρέπει να γίνει για τις τοπικές κοινωνίες με την ουσιαστική συμμετοχή και συνεισφορά όλων. Διαφορετικά θα χάσουμε το στοίχημα της δικαιοσύνης για τη μετάβαση στη μεταλιγνιτική εποχή.