Ικίνα τα χρόνια, άμα χάλιβε κάνας να κατέβ στα Σέρβια έπριπε να διαλέξ αν θα παένι μι τουν Κατσίμπα ή μι τουν Καράβα. Ιτότις ικίν είχαν αμάξια για να κουβαλούν κόσμο. Αυτά λέγουνταν λιφουρία αγόνου γραμμής. Δεν ίταν στου ΚΤΕΛ.
Όταν ιγώ αγρίξα, ου Κατσίμπας ίχε λιφουρίο σαν αυτό που βλέπουμε τς ελληνικές τινίες μι τ Βουγιοκλάκ. Ίχε θέσις σαν καναπέδις, που σφηνουτά κάθονταν μέχρι κι τρις νουματεϊ. Στου πίσω μέρος είχε σχάρα μι σιδιρενια κάγκελα κι ικί φόρτουναν σακιά μι μαλιά για τ λανάρα, γένημα για του μύλου τ Αλβανού, καλάθια μι φαϊα κι σακιά μι ξύλα για τα πιδγιά στου Γυμνάσιου. Iχι κι ουπάν απού τ σκιπί χώρου για τα ψώνια.
Όταν ανέβινε στου χουριό του διλνό, κουβαλούσι σόμπις απ τουν Παπακώστα, κουραμάνις για τς καπιτάνι τσ Αστυνουμίας κι για τς Δασκάλις αλέβρια, πίτυρα, τσιμέντα, ψώνια απο του Φώντη, απού του Λαδιά κι απού τν Ένουσ, άλας χουντρό για του σπίτ κι τα σφαχτά κι ο,τ άλλου ψούντζι ου κόσμους. Τα λιανιουπράγματα (χειραποσκευές) τα πέρναν μέσα στου λιφουρίο. Ιτότις δεν υπήρχαν θέσεις ορθίων κι καθημένων. Μούγκι μια νταμπέλα έγραφε: ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΣΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ κι μια άλλ: ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΑΙ ΤΟ ΠΤΥΕΙΝ. Έμπιναν μέσα όσι χάλιβαν να κατέβν στα Σερβια ή σι άλλα χουριά κι όσ δούλιβαν στου Νταμάρ. Δεν υπήρχι τότι Τσιόδρας κι Χαρδαλιάς για να κιτούν άμα έχ κάνας θιρμασιά, άμα κρατούν απουστάσις κι τηρούν του υγιουνουμικό προυτόκουλλο. Μόλις άνιγι στ πόρτις ου σουφέρς νταλντούσαν όλι μέσα σαν τα βιτούλια στα γκόρτσα,χουρίς να φουβούντι άν ίνι φουρίς ασυμπουματικί, απο καμιά ζαμπακαριά κι μολύν κι τς άλ. Ούτι προυσουπίδις ίχαν ούτι χιρότια ούτι Διτόλ να πλέν τα χέρια. Τς ένιαζι μούγκι να ταξιδέψν, γιατί ίχαν δλιές κι όχι για γκιζιέρ. Όταν ιγώ πήγα, πρώτ φουρά, μι του λιφουρίο στου Τρανόβαλτο ίχε ουδηγό του Θύμνιου του Ντίνα που μιτά έκανε πουλά χρόνια Πρόεδρους κι ίχι κι Άγουρέου. Πουλά χρόνια σουφέρς έκανι ου Νίκους ου Τρέβλας απ τς Λαζαράδις αλλά κι ου Ζαραμπούκας απού του Μόκρου, που μιτά παντρέφκι στου χουριό μας. Oυ Μπαρμαθύμνιους ου Κατσίμπας ουδηγούσι ιτότις του θκότ, του φουρτιγό, του ΜΑΝ.
Τ αμάξ τ Καράβα, ίταν σαν τα ΡΕΟ του στρατού, κλούβα. Του σουφιρκό ίταν ξέχουρο απού ικί πού ίταν για τς επιβάτις. Ιχε, τροϊρα στ σκιπασμέν ν καρότσα στιριουμένις σανίδις όπους τα παγκάκια,για να κάθουντι οι ιπιβάτις. Οι υπεράριθμοι ίτε στέκουνταν ουρθί ίτι κάθουνταν καταή σν καρότσα μαζί μί τα πράγματα. Ετς κουβαλούσι κι κόσμο κι πράγματα:Τρόφιμα,ποτά ,εδώδιμα και αποικιακά για του μαγαζι που ίχι ου ΘΙΜΙΣΤΟΥΚΛΗΣ, κι για τάλλα τα μπακάλκα. Κάθι Πέφτ πίγινι κόσμο πικίθι στ Δισκάτα στου παζάρ, ίτε από τα Φουρτόπια άμα ίχι καλό κιρό ίτε από του Σμιάτς. Για πουλά χρόνια ίχεν σουφέρ του μακαρίτ του Θουδουράκ, κι του Νίκου του Μπέσα.
Ολ θυμούντι περιπέτιες από τα ταξίδια ικίνα. Άλις φουρές χιόντζιε και ου σουφέρς μι τς επιβάτις μι τα λισγκάρια άνιγαν κουπό για να βάλν αλτσίδις. Όταν βάλτουνι του λιφουρίου στουν Τρανουβαλτνό τουν κάμπου ή στ Μαυριράχ κατέβινε ου κόσμους να στρώς ντρίμις τσ ρόδις, γκτζιούπια, κριάκουρα, κι έσμπρουχναν να ξιβαλτώς. Καγκάνας δεν γριζιαλνούνταν γιατί τα θιουρούσαν όλα φυσιολογικά. Μια μέρα που βάλτουσι του λιφουρίου στουν κάμπου, άρξαμι πουλή ώρα να φτάσουμι στα Σέρβια. Κατιβένουντας απ του λιφουρίο ίπε ένας: Γιρό χνέρ επαθάμι κι σήμερα, εφυγάμι ξουρζμένοι απ του χουριό κι εφτασάμι στου παζάρ μι γένια σαν τουν Γκαντάρα στουν Αμάρμπη.!!!!! Μούγκι όσ τς έπιανε του λιφουρίο, οι φυκαράδις γκάρλιαζαν σαν τα σιρκουγάτια, γιατί τς έρχουνταν πόληψ κι μαυρή.
Ιτότις κατέβιναν στα Σέρβια πιο συχνά οι άντρ κι λιγότιρο οι καψουγνέκιες, ιδίως στου νιάμηρου να ψουνίσν σπιτουμάζουμα, να δώσν τα μαλιά στν λανάρα, κι στου παζάρ καμιά Διφτέρα, για γιατρό ή να δούν τα πιδγιά στου Γυμνάσιου κι όχ για γκιζέρ, πάντα μι τουν άνδρα, τ μάνα ή καμιά συνφάδα. Γιατί οι παπούδις έλιγαν: Μαναχιά γνέκα στου παζάρ δεν ίνι καλό σημείου! Να μι συμπαθουν οι φιμινίστριες, κι μή, μη καταγκιλν για σεξισμό κι μισογυνισμό!!
Ιμίς τα δασκαλούλια, φόντας έρχουνταν του λιφουρίο απού τα Σέρβια, μαζεβουμάσταν στν πλατέα στου μισιχώρ ουπάν απού τ βρύσ κι τσιούρζαμι όλα μαζί : Του λιφουρίου, του λιφουρίου!!! Έρχιτι ου Κατσίμπας, έρχιτι ου Κατσίμπας έφτασι κατ στου Σιλιό…. Πιριμινάμι τς θκί μας να μας φέρν καμιά σφυρίχτρα ή κάνα γλιφιντζούρ κουκουτσέλα να αγλίψουμι ακόμα κι τρία τέσσιρα λιανουτσιάτσιαλα μαζί.
Θυμάμι, φόντας ίμαν μαθητής στου Γυμάσιου, ιμένα κι τάλλα τα πιδιά που ίμασταν από Λουζιανή, Λαζαράδις, Νιζισκό, Τρανόβαλτου κι Μικρόβαλτου, μας πιργιλούσαν τα Σιρβιώτκα κι μας έλιγαν χουριατούλια. Ιμίς απαντούσαμι. Απ ιμάς γίγκιντι νικουκιρέοι που νικιάζουμι κι ξιαραχνισάμι όλα τα παλιντάμια, κι αφήνουμι τς παράδις στα μαγαζιά σας. Δε μας έφτανι αυτή η καταφρόνια ίχαμε κι τς συμμαθιτές απού Μιταξά, Ράχιοβο, Δέλνο κι Μόκρου, που μας σκάνιαζαν ότι ίχαν τρανύτιρα λιφουρία στου ΚΤΕΛ, μι εισπράκτουρα κι πλήρουναν μψό εισιτήριου, ινώ ιμίς μικρά λιφουρία κι αγόνου γραμμής κι πληρουνάμι ακέργιου εισιτήριου. Α ρε κιρατάδις έπριπε να τα λέτε αφτά τώρα να σας καταγκήλουμι οτι μας ασκίτε λεκτική βία, που στα ξένα του λεν μπούλινγκ.
Άλλαξαν όμως οι καταστάσεις. Ο δρόμος από Σέρβια μέχρι Ελάτη στρώθηκε με άσφαλτο, γίνκι μάβρους όπως έλιγαν οι ηλικιωμένοι. Ου Καράβας μι τουν Κατσίμπα αγόρασαν μισιακό τρανύτιρου λιφουρίο κι το βάλαν στου ΚΤΕΛ, όπους έκανι κι ου Θανασάξ ου Πουλιόπουλος απ του Τρανόβαλτου κι ου μπαρμπαγιάνς ου Καβουρίδης απ του Μκρόβαλτου.
Τ’ Καράβα τ’ αμάξ τ’ αγόρασε ου Νίκους ου Μπέσας κι το φκιάξι φουρτηγό, αλλά χουρίς να σκώνιτι η καρότσα. Τ’ Κατσίμπα το βλιπα για πουλά χρόνια, αραγμένου σι ενα χουράφ κατάματα στου τουρκικό σκουλιό.
Του κινούργιου λιφουρίο ιμάς μας φάνκι σαν αεροπλάνου. Βέβια δεν ιταν τρανό σαν τ Μπατσίλα κι απ τς άλλ Σιρβιώτις ιδιουκτίτις, για να μπουρί να κλώθ στα κλώσματα στου λάκκου τς Κατιρίνς. Του ουδιγούσι ου γιός τ Κατσίμπα ου Κώστας κι ίχε ισπράκτουρα τουν μακαρίτ τουν Αγγιλάκ του Ντίνα. Στα τζιάμια μπρουστά κι πίσου ιχι νούμιρου για να του γνουρίζ ου κόσμους, κι ανάλουγα του δρουμουλόγιο άλαζι κι η νταμπέλα για να βλέπν κατά που θα παέν. Ίταν πουλή προυηγμένης τιχνολογίας, ίχι ατουμικές θέσις για τς ιπιβάτις παράθυρα μι κουρτίνις που τς εκλινάμι για να μη μας μπρουζιαλίζ ου ήλιους κι ουπχάτ απ του δάπιδου μι τα καθίσματα ίχε μιγάλου κούφουμα, μέρους για τς βαλίτσις κι τα ψώνια. Ίχι στου διάδρουμου ουπάν απ τα καθίσματα κριμασμένα απού κατ σουλίνις, τσακουτάρια για τς όρθιοι που τα λιγαν χιρολαβές. Οι πόρτις για τς ιπιβάτις ούτι άνιγαν ούτι σφαλνούσαν άμα δέν πατούσι ου Κώστας του κουμπί μπρουστά απ του τιμόν. Μόλις πατούσι του κουμπί ακούγουνταν ενα φσούτ κι οι πόρτις μαζέβουνταν σν άκρια για να ανεβοκατέβι ου κόσμος. Στουν ουρανό ίχι δυό φιγγίτις σαν γκλαβανιές, που όταν τσίτουνι ου ζάμπουρας ου Αγγιλάξ τς ζουπούσι κατά παν κι άνιγαν για να πάρουμι αέρα. Ίχι κι καλοριφέρ για να μη μας πιάν νυχιάϊς μι τς παγουτές. Του πιο όμους αγαπημένο κουμφόρ για τουν Κώστα κι τουν κόσμου ίταν του κασιτόφουνου.
Μόλις ξικινούσι του δρουμουλόγιου δεν προυλάβιναν οι επιβάτις να καν του σταυρό, ου Κώστας άμπουζι ν κασέτα να ακούσουμι τα σουξέ της επουχίς. Τραγούδια λαϊκά ερωτιάρικα κι οχι ποπ ,ροκ χιπ χόπ κι όλα τα σαλίτκα που ακούν τώρα οι νέοι απο του γιού τιούμπ. Σι κάθι ταξίδ θαραπαβουμάσταν πραγματικό Happy Travel, πουλή καλύτιρο απο αυτό που καν σν τηλιορασ ου Μπλέτσας. Μούγκι κατ τρανιές γνέκιες, λάβζαν τούν Κώστα κι έλιγαν: Άρα διάτανι τήρα μπρουστά κι σταμάτα τσιάκα τσιούκα μέσα όξου τς κασέτις στου διαλουγραμόφουνο. Γλιτουσάμι απο πίνα, τς ψίρις, του κακό σφαϊό κι τς ζαμπακαριές κι θα τραφουθούμι σι κάνα νουχτάρ !!!.
Μούγκι κάθι Μιγαλουβδόμαδα, μουτένουνταν του κασιτόφουνου σαν τουν Κούκου τα Κλήδουνα. Ου Κώστας, μας έλιγε οτι δεν κάνει να ακούμι πένθιμες μέρις τραγούδια γιατί ου Χριστός ίνι γρινταριά!!!!! Αμα κάνας χάλιβε να ακούς κάνα τραγούδ ιδιαίτιρου, τουν ζαβρατούσι λέγουντας: Παραγκιλιές στου ηλικτρόφουνο στουν Κατσέλ κι τουν Χρισούλα ή στουν Αλέκου στου πανηγύρ. Ιδώ θα ακούτι ο,τ ιγώ θέλου.
Φόντας κιβέρνισι η Αντρέας έκανι κι τν αποκέντρους. Έδουσι κίνητρα σια αφνούς που ίχαν παρατής τα καπιτάλια στου χουριό κι πήγαν τς πόλις, να σκουμπουθούν αγλήγουρα να γυρίσν στα χουριά. Τς ίπε οτι η Ε.Ο.Κ τώρα γίγκι καλή για τν ΕΛΛΑΔΑ. Θα διν πουλές παράδις, ιπιδουτήσεις, για να αγουράσν οι τζιουμπαναρέοι καλύτιρις ράτσις σφαχτά κι να ξικάν τα τσιρούθκα κι τα τσιπρουβίζκα, κι δε θα τα βουσκούν μέρα νύχτα στα ισιώματα κι τα σκέμνια. Θα δώς κι ιπιδουτήσις να φτιάξν τρανά μαντριά, κτηνοτροφικές μονάδες, για να τα ταϊζν μέρα νύχτα μέσα στου στάβλου, για να μιν ηλιουκέουντι οι γαλαριάδις κι να μι χάν θιρμίδις τα σφαχτά, όπους έλιγε από παλιά ου Μπαρμπαγιάννης. Έτς θα βγάζαν πλιότιρο κι καλίτιρο γάλα κι όχι ένα φλιτζιάν του καθένα. Θα αγόραζαν κι τρανύτιρα τρακτέρια σαν αφτά που έχν οι Παλιουριώτες, κι τα χουράφια θα έβγαζν πλιότιρο γέννημα κι όχι ενα τρουβά του ταγάρ όπους οι παππούδις μας. Όλου αυτό το λιγαν απουκέντρουσ κι στήριξη του πρωτογενή τουμέα. Ξινόμσι κι τς χουρουφιλάκ απ τα χουριά κι έφτιαξι κέντρα ιγίας, υποκαταστήματα δημοσίων υπηρεσιών, δημουτικά, γυμνάσια κι λύκια στα τρανύτιρα χουριά, γιατί ίπι του δικαίουμα στ μόρφουση τόχουν όλ. Τα δασκαλούλια θα παέν υπουχριουτικά στου Γυμνάσιου χουρίς εισαγωγικές ιξιτάσις, τα πέρν δεν τα πέρν τα γράμματα. “Στα πλαίσια της ισότητας των δύο φύλλων” οι μαθήτριες δεν θα φορούν σχολικές πουδιές ως χαμπλά του γόνα κι άσπρα σουσόνια μι στρουτά παπούτσια κι άσπρη κουρδέλα στα μαλλιά, λες κι ίνι ταμένα. Θα βάζν ο,τ θέλν ικίνα. Οι γουνίδις δεν θα φτιάν τα πιδιά τζουμπαναρέους ούτι θα ξινούμ τα καψουκόρτσα απο μια σταλιά να παντριφτούν για να λέν οτι ξιπέδιασαν απ τα σαράντα. Τα λιφουρία θα κουβαλούν τς μαθητές τζιάμπα στου γυμνάσιου κι του λύκιου κι ετς ου γουνιός δε θα νικιάζι για τα σπουδαγμένα ούτι στα Σέρβια ούτι πικίθι στ Δισκάτα. Τώρα ήρθι η δωρεάν παιδεία για όλ. Εφτιαξε κι Τεχνικά Λύκεια κι Τεχνικές Σχουλές για να μαθαίν αυτοί π δεν ήθελαν να γέν δασκάλ, καθηγητές, δικηγόρ, μηχανικοί, να γίνουνται πτυχιούχ τιχνίτις, ηλικτρουλόγ, μαστόρ για τα αμάξια, υδραυλικοί. Απού τέτιο λύκιου πήρε πτυχίο κι ου μπράτιμους κι γίνκι ου καλύτιρος υδραυλικός στα Καμβούνια. Μιτά σπούδασι στου Α.ΠΟΥ.ΘΟΥ γιουπόνους μι μιταπτυχιακό στ αμπελουργία. Απού δέκα στρέματα αμπέλ μαζέβ δυό γαλίκις σταφύλια κι αυτά σταχταλιασμένα!!!
Πουλές ικουγένιες τότι γύρσαν στα χουριά. Ιπιδίς όλα τα πιδιά πίγιναν στου γυμνάσιου κι μιτά στου Λύκειο, του ΚΤΕΛ έβαλι λιφουρία να κουβαλούν μούγκι μαθητές χουρίς να πληρών ναύλα. Ου Αντρέας έλιγι οτι τα παιδιά πρέπ να να σπουδάσν γιατί αλλιώς θα καταντήσν γκαρσόνια για τς Ιβρουπέους. Τότι κάθι μέρα του πρωϊ έφυφγι απού του χουριό μας ενα λιφουρίου μι τουν κόσμου κι μαθητές για του Λύκειου στα Σέρβια κι λίγου αργότιρα του μαθητικό για να πάρ τς μαθητές για του Γυμνάσιο στου Τρανόβαλτο. Μιτά του Δημοτικό όλα πάειναν στου Γυμνάσιου. Κάθε μέρα απο Σέρβια για του χουριό είχε δύο δρομολόγια, γιομάτα ιπιβάτις.
Η Αλλαγή κι η απουκέντρους ίφιραν πουλή κόσμου στου χουριό, κι πουλές παράδις. Οι πλιότιρ ντραβάλιαζαν στα πουλιτικά γραφία για να μπούν στ ΔΙΗ, στούνΑμίαντου ή στ γαλαρίις στ Κούμτσια κι στούν ιβρίτιρου διμόσιου τουμέα. Είχαμι καφιτέριες να πίνουμι φραπέδια μι παγουτό, κι ουϊσκια. Καθένας ίπνι κι άλ μάρκα. Άλλους ίπνι δικατισάρ(cutty sark), άλλους του Γιάνν που συργιανάει (Jonnie Walker). Ίταν κι καμπός που ίπναν θιλό νιρό(βότκα μι λιμουνάδα), μπακάρντια κι τζίν. Ακόμα κι πιτσαρία είχι του του χουριό μας γιατί ίχαμι μπιζιρίς να τρώμι συνέχια πίτις απ τς μανάδις μας. Ίχαμι κι φούρνου να βγάζ ψουμί κι άλλα χασμίσια για τς χουριανοί .
Έτς οι γνέκις φουρλιάτσαν απ τα μαντζάτα, σκαφίδια, πλαστήρια, αμπάρια κι τα πνακουτά κι γκρέμσαν κι του φούρνου για να φτιάξν μπάρμπικιου. Οι άντρι σταμάτσαν να τραβούν μσή τσιγάρα κι χουρίς βαμπάκ(φίλτρο), τώρα τραβούσαν αμιρικάνκις κι ιβρουπαϊκες μάρκις: Άρμπουρο(Μarlboro) ή Zαβό γουμάρ(Camel). Ιδίους όσ έρχουνταν απ τ Γιρμανία τραβούσαν του Η μι του ΒΟΥ κι του λίγαν ΧΑΜΠΈ. Έχουμι έλιγαν πιδικά τραύματα απού τα νιάτα που τραβούσαμι κρυφά κιδαρόπιτσις, ίσκνιες, ουξιό κι πιντάρ σκέτο στα ψυχουσάββατα. Κάθι βράδ στου μισιχώρ γένουνταν γουργουλιός απού κοσμου. Πιό εύκουλα έβρισκις πιντουχίλιαρου καταής παρά σογλάκια στουν Κούσια. Ου Καράβας κουβαλούσι κάθι βδουμάδα, μπύρις Αμστελ κι Μαλαματίνες ολόκληρα φουρτηγα συρόμινα, απευθείας απού του ιργουστάσιου παραγωγής. Σχιδόν κάθι σπίτ ιχι κι κούρσα κι αγρουτικό. Δέν ψούνζαν απού τα μπακάλκα στου χουριό γιατί έλιγαν οτι τα πλούν απάν κι ξιαπάν. Ιδίως όσ έρχουνταν απ τα ξένα ίλιγαν . «Εμείς στη Γερμανία πάμε στο SOUPER μία φορά τη βδομάδα και κάνουμε τα ψώνια,το ίδιο πρέπει να κάνετε κι εσείς». Ετς οι χουριανοί για να μήν θιουρηθούν ουπισθουδρομικοί, πίγιναν μι τα αμάξια στου Μπικούλη στ Δισκάτα κι στα Σέρβια στου Λίντλ γιατί έλιγαν ότι έχν από όλα τα καλούδια, προυσφουρές, κι κάρτις μπόνους. Ήρθαν οι επιδουτήσεις, ήρθαν και τα σεισμοδάνεια. Του χουριό γιόμσι τρανά κι σύγρονα σπίτια, κτηνοτροφικές μονάδες, αγροτικά κι κούρσις. Οι νέοι έψαχναν τρόπους να ζαρώσν στου δημόσιου. Οι τρανύτιρ έπιζαν χρηματιστήριο κι πυραμίδις. Στα καφινία συζητούσαν για γιρά χαρτιά, μπλού τσίπς, ντάουν τζόουνς, μιτουχές, κι Σοφοκλέους, αν ανέφκι ή έπισι ου δείκτσ. Έλιγαν ότι κέρδιζαν πουλές παράδις χουρίς να χάν καγκάνας. Οι τρανύτερ έλιγαν: Ιμίς όταν επιζάμι κρυφά ικοσένα κι πόκα στα καφινία, στα ξώστια κι τς αχυρώνις, οι πιρισότερ έχαναν κι ένας δυό μούγκι σκούμπουναν τς παράδις. Πώς τώρα κιρδίζτι όλ;. Ίχαμι κι τ φουκαριάρα τ μάνα μας που όλου γκρίνιαζι κι μας λάβζι: Όλ σκώθκαν έφιγαν απ του χωριό, διουρίσκαν κι γιόμσαν παράδις μι του χρηματιστήριο. Δέν παραμέρσι απού το χουριό ου πατέρας σας κι ισίς πάτι έρχιστι κουβαλάτι τσιουκάνια για τα γιλάδια κι λανάρια για τα σκλιά. Γιατί δεν βάζτι παράδις στου χρηματιστήριο; Κρίμα τα γράμματ που εμαθέτι. Ώ ρα μάνα ελιγάμι ιμίς: Ιδώ δεν γλέπουμι μι τα μάτια κι θες να δούμι μι τα τσίνουρα;!!
Αργότιρα, αφού φουκάλτσαν τς παράδις που ίχαν, ίπαν ότι του χριματιστήριο ίταν φούσκα κι για όλα φταίν οι πουλιτικοί που τς έλιγαν οτι θα ανιβεί. Ου κόσμους άρχισι να λιγουστέβ απ του χουριό. Οι γερόντ έπιασν τν Παρασκευή κι οι νιότερ έφυγαν για να ζήσν αλλού. Έμιναν λιγ γεωργοκτηνοτρόφ κι τα τρανά τα σπίτια χουρίς κόσμου. Ίχαν ου καθένας αμάξι για να παέν στα Σέρβια ίτι για δλές ιτι για γκιζιέρ. Του ΚΤΕΛ αρέουσι τα ημιρίσια δρουμολόγια, αφού μούγκι οι τρανύτερ δεν ειχαν κούρσα να παέν ο,τ ώρα χάλιβαν στα Σέρβια. Χρόνο μι του χρόνου λιγόστιβι ου κόσμους απ ολα τα χουρια, «του ορεινού όγκου των Καμβουνίων» που λέν οι σπουδαγμέν. Φόντας γίνκι του Λύκιου στου Τρανόβαλτου δέν υπήρχαν μαθητές. Αυτό ίνι που λέν οι σουφοί τρανύτιρ. «Εφκιαξάμι μύλου χουρίς νιρό κι στρούγκα για τα στιρόπουρτα».
Μιτά ήρθι η οικουνομική κρίση. Οι ξέν σταμάτσαν να μας δανίζ γιατί ίπαν οτι τς παράδις που μας έστιλναν για ανάπτυξ, τς εφαγάμι στα μπουζούκια κι να φτιάχνουμι από τρία σπίτια ου καθένας κι απού δυό ιξουχικά. Ιπαν ακόμα οτι ίμαστι τιμπέλδις κι βγαίνουμι στ σύνταξι απ τα σαράντα μι πολύ τρανό φάπαξ ινώ οι Εβρουπαίοι γιράζν στη δλιά κι έχν μούγκι ένα σπίτ κι ένα αμάξ. Τέρμα τα δανκά ίπαν κι να μας γυρίστι πίσου τα χρουστούμινα αλλιώς θα σας ξινουμίσουμι απ την Ε.Ε. Όλα τα χρόνια ντάβζιτι παράδις κι αν δέν σας εδωνάμι εφιρνέτι τροϊρα στα πουδάρια μας, σαν τα προυσλιάρκα. Ο,τ εφαγέτι εφαγέτι .Θα κουπούν μισθί κι συντάξις κι θα δλέβτι μέχρι τα γιράματα.Ίστι χριουμέν για δέκα γινιές. Θά υπουγράψτι μνημόνια ότι θα μας ξιχριώστι.
Ου κόσμους ξισκώθκι. Ίπαν στην Ε.Ε. Τόσα χρόνια που μας δάντζιτι δέν ηξιρνιέτι,τί αραϊδες ήμιστι; Ίσεις μας εμαθέτι έτς. Του ίδιου έφκιαναν κι οι τραπέζις.Μας τηλιφουνούσαν να μας δώσν εορτόδανιο, διακοπουδάνιο, κι ο΄τι άλλου δουκιούνταν. Τώρα κάθι μέρα ντραβαλιάζν να γυρίσουμι τς παράδις πίσου. Ενας χριστιανός ίπι: Τί ουρμάτι, σαν αλτσιάρκα σκλιά, βρίζτι κι ρημάζτι ξένις πιριουσίες, κι μας πουλιμάτι ο΄τ βρίσκτι. Μαζί δέν τς εφαγάμι τς παράδις; Τι άκουσι δεν λέγιτι. Όσα μαζέβ κι φέρνι η πουταμιά όταν κατιβάζ!! Ισίς εφαγέτι ουλόκληρου δαμάλ κι σι μας άφσιτι του νούρου, απάντσαμι ιμίς.
Βρήκαμι όμους λύση. Γιά πρώτ φουρά θα ψηφίσουμι Ριζουσπαστικί Αριστιρά, που έχ ηθικό πλιουνέκτιμα.Τς αλνούς δεν φουβούντι οι δανιστές. Θα τακτουποιήσν του χρέουν, μπουρεί κι να του σβήσν κι θα ξισκίσν τα μνιμόνια όπους τα σκλιά του λύκου. Κι αφνούς που μας διόρισαν κι μας κι τα πιδιά μας κι μας έβγαζαν συντάξις, μας έδουναν τρανί μισθί, κι ο,τι άλλου χαλιβάμι θα τς γιοχάρουμι κι θα τς ξιφτιλίζουμι γιατί μας έκοψαν τ μαρμιλάδα,κι μας λέν ψέματα οτι ιμίς φταίμι που χριουκόψαμι. Μόλις βγήκαν τα απουτιλέσματα απ τς ικλουγές κι εμαθάμι πχί ξαναγίγκαν βουλιφτές είπαν καμπόσ: Τί αριστιρά ψήφσαμι; Πάλι του Πασόκ βγήκι, αφτό ίνι σαν τς αγριάδις τς βούλιαρις κι τς γουμαρουβατσινιές, δεν ξιπατόνιτι μι τίπουτα!!! Όταν όμους έκαναν διαπραγματεύσις με τούς θεσμούς- όπους έλιγαν τς δανιστές- κατάλαβαν ότι δεν ίνι μαλλιά τα γένια!!!
Καναδυό απ τς πόλις ίπαν. Θα γυρίσουμι στα χουριά μας κι θα δλέψουμι γιρά .Στου χουριό ζάς κι χουρίς παράδις, μι δυό κότις κι λίγου κήπου. Η Ελλάδα οπ να σκάψ εχ υδρουγονάνθρακις κι πουλή ορυκτό πλούτου. Θα τα ικμιταλιφτούμι κι θα ξιχριουθούμι κι θα φύγουμιμι απ τν Ιβρόπ να δούμι οι ιβρουπέοι που μας λέν τιμπέλδις, σιαπού θα ηλιάζουντι τα καλουκέρια σαν τα γιλαθκά στουν άμμου, κι που θα βρίσκν ζαρζαβάτια, γκρίκ σαλάτο κι τζάτζικου να ντιρλικόν. Αντίς όμους να γυρίς κόσμους στου χουριό έφυγαν κι αυτοί που ζούσαν σια αφτά. Κανένα κουρίτς δέν παντρέβουνταν στου χουριό κι αναγκάσκαν κι τα πιδιά να φύγν για τς πόλεις.
Λίγους κόσμους κατέβινι απ του χουριό μας κι από τα άλλα μι του ΚΤΕΛ στα ΣΈΡΒΙΑ. Ένα λιφουρίου την μέρα κι αυτό μισουγιμάτου. Γιαφτό, πρίν απού καναδυό μήνες, ίπι του ΚΤΕΛ. Απού τώρα κι πέρα θα έρχιτι λιφουρίου στα Καμβούνια, τριτοημερα. Δέν βγάζουμι ούτι τα καύσιμα. Οι τουπικοί άρχουντις για να καθησυχάσν τουν κόσμο, υποσχέθκαν οτι θα βριθί τρόπους να μήν κουπούν τα δρουμολόγια. Έτς κι η ξαδέρφιμ, μι τα δυό ουνόματα που ίνι Διμουτική Συμβουλος έκανι “διάβημα διαμαρτυρίας” στου ΚΤΕΛ. Ου αρμόδιος τν απάντσι: Κουρίτς μ καλό, δίκιου έχς κι σι κι όλοι απ τα χωριά σας. Αλλά ιδώ κι κιρό κι τώρα μι τουν κουρουνοϊό, ακόμα χιρότιρα, σταμάτσι να ταξιδέβ ου κόσμος. Δέν κατιβέν στ τραπέζις γιατί όλ έφκιαξαν ι μπάνκιγκ. Πατούν του κουμπί σια αφτό το διάολ του κουμπιούτερ κι φουρτουρούν οι παράδις για οπ θελν να πληρώσν, βλέπν του υπόλιπου κι αν μπίκαν παράδις κι τα τόκια. Τα φάρμακα στα παέν σν πόρτα τα κουρίτσια απο του Βουήθεια στου σπιτι. Ούτι τώρα έχν παράδις να παέν μι του παραμικρό στου γιατρό. Ρουτούν καμιά τρανύτιρ γνέκα κι τς μαθαίνει ηλιάτσια, πυρώματα κι ξιματιάσματα όπους κάνα κιρό. Άμα τς πουνάει κάνα δόντ βαζν τσίπουρο, θυμιάμα κι πιριμέν μήπους πουνές κι άλλου για να κατέβν ένα χώβ στου Χατζηδημητράκου ή στουν Μπανάτα. Κι άμα ζούσι ου Μπαρμαγώςρς ου γίτουνας σου στουν Τσιαπατόρκου μαχαλά, κι ου Μπαρμπανικόλας στούν πέρα μαχαλά, θα πήγιναν σαφνούς να βγάλν τα κφαλιαρά, κι δέν θα κατέβιναν στα Σέρβια να πληρών ναύλα κι γιατρό. Ούτι κατιβέν να ψουνίσν ρούχα κι παπούτσια. Τα παραγκέλν διαδικτυακά από του σκρούτζ κι του γκάλαξι τιλία τζι άρ. Πιδιά δεν υπάρχουν για του Λύκιου. Μι κιτάς τα καλά τα χρόνια πού κι κόσμου ίχαν τα χουριά κι παράδις ίχαν να γκιζιρίσν κι να ψουνίσν. Δεν μας έφτανι η οικουνομική κρίση,τώρα μι αφτό του ζούζουλου που φάνκι κι τνάζν τν καρυά οι τρανοί, ποιός τουλμάει να ταξιδέψ ; Δέν τς αφίν κι τα πιδιά να βγούν ούτι απ του παραστάθ όξου. Τς ίπαν άμα ζήστι θα πάτι στα Σέρβια μούγκι καμιά Διφτέρα κι του χινόπουρο στου Νιάημιρο μι τα πουδάρια, όπους ικίνα τα χρόνια.
Οι φουκαράδις οι τρανοί λέν: Ήρθαν αυτά που γράφν οι αφλάδις. Να φουβούμιστι να βγούμι απ του σπίτ, ιμίς που δέν φουβήθκαμι Γιρμανί, ιμφίλιου, πείνα, ψίρις, νταβάνια, αγρικουμπάνια, αστραπόβροντα ζέστα, ξηρουπαγιές, κι κιμούμασταν όλ τν νύχτα όξου στα ισιώματα. Τί διάουλου ιξέλιξ έχουμι; Τότι που του χουριό ίχι διακόσια πηνήντα δασκαλούλια δέν ιχαμι σκουλιό. Κι σφηνόνουνταν τα καημένα άλλα στ Τρανή τν Ικλισίά, άλλα στου Θιουτόκου, άλλα στ Κουρδέλα, άλλα στ Γριβουγιάνν κι τα τσιούτσιανα στούν Κούσια. Λίγα πίγιναν στου Γυμνάσιου, κι λόγου ανέχιας κι ιπιδίς τα θίλναν οι γουνίδις χουζμικιάρδις. Πιαλούσαν, μια νυχιά πιδιά στ Δισκάτα μι τα πουδάρια απ του βουνό κι άλλα στα Σέρβια. Τα κουρίτσια δέν τα στιλναν γιατί φουβούνταν οτι θα….παραστρατήσν. Ζγκουριασμένα μυαλά, αλλά ετς ίταν τα χρόνια. Αδικήθκαν τότι πουλλά πιδιά αλλά πιο πουλή τα κουρίτσια κι έκλιγαν πουδαρίζουντας που δέν πήγαν στου Γυμνάσιο μι ιξιτάσις ισαγωγικές, γιρές κι χουρίς φρουντιστήρια. Του προυϊ πήγιναν στου δάσκαλου κι του διλνό μαζί μι τα βιβλία κι τα τιτράδια βουσκούσαν τα ζγούρια, τα βιτούλια κι τα ζαμπούνκα μι του φόβου μην τς μουτσιαλίσν τα χαρτιά τα κατσκούλια!!! Αφόνς φάγκαν οι τηλιουράσις, λιγόστιψαν κι τα κούτσκα. Απουτέλισμα μι τα χρόνια να κλείσ του Δημοτικό που το καμαρουνάμι γιατί πουθινά δεν υπήρχι τέτοιο τρανό σκουλιό. Γίγκαν δρόμ φαρδείς κι μι άσφαλτου, αλλά λες κι έπισι ουργή, αρχίντσι ου κόζμους να φέγ από του χουριό. Ιμίς οι τρανύτιρ δέν μπορούμι να ταξιδέψουμι, κι οι νιότερ έχν θκάτς αμάξια. Ικίνα τα χρόνια που ίχαμι ανάγκ να πάμι στα Σέργια για δλιές δεν ίχαμι ούτι παράδις, ούτι λιφουρία. Τώρα χουρίς ιπιβάτις του ΚΤΕΛ θα μας κόψ τ συγκινουνία. Οι παππούδις μας, έλιγαν. Δέν φταίνι οι μήνες, φταίει ου Θιός. Ετς που παέν τα πράγματα κι τώρα να μι κουπεί του καθημερινό δρουμουλόγιο κάπουτι θα γίνει κι αυτό όπους γίνκι κι μι του Δημοτικό κι μι άλλα που μας φαίνουνταν απίστιφτα. Καλά ίνι να μην πει του κούτσκου τατιά, αργά ή γλήγουρα θα τα απουλήκ…
Δυστυχώς στην παρούσα κατάσταση, δεν διαφαίνεται να σταματήσει ο μαρασμός του χωριού. Όμως, έστω και με λιγότερο κόσμο θα ζήσει χάρη σ΄ εκείνους που, αντίθετα στο ρεύμα, επέλεξαν να ζήσουν μόνιμα στο χωριό, για να μπορούμε εμείς όταν πάμε ως επισκέπτες και βλέπουμε τις ομορφιές του, από τον Παπαχρήστο, τον Λεωνίδα κι το Μπάμ να λέμε: Τι καλά πού είστε εδώ στον καθαρό αέρα, μέσα στο πράσινο!! Βέβαια εκείνοι δικαίως θα ανταπαντήσουν: Καλά κόβτι μαλιμάτια στα καφινία. Αφού είναι καλά στου χουριό, ισίς γιατί εφυγέτι απού δώ; Μας ρώτσιτι πώς ξειχιμάζουμι;;
Κ.Ι.ΠΑΛΠΑΝΗΣ
ΦΩΤΟ: συλλογή Γ.Κ. (mikrovalto.gr)
Εξαιρετικό!!! Αξίζει να το διαβάσουν τουλάχιστον όλοι οι Καμβουνιώτες
Όμορφες στιγμές ζωής, παρά τις δυσκολίες. Σε εμάς τους νεώτερους, όχι πολύ, προερχόμενοι από μικρά χωριά-οικισμοί μας φαίνεται σαν παραμύθι που ζήσαμε σε αρκετά σημεία του, όσα προλάβαμε λόγο ηλικίας. Στους περισσότερους και κυρίως στους νεαρούς θα φανει μια ανιαρή ψεύτικη ιστορία. Ωραία, δύσκολα, όμορφα αξεχαστα παιδικά χρόνια στο χωριό. Περιμένουμε και άλλες όμορφες πραγματικές αφηγήσεις.
Νοσταλγικη αφηγηση!
Αυτα τα λεωφορεια ηταν φορτηγα και τα τροποποιουσαν σε λεωφορεια!
Ζαλιζοσουν και απο τον κατσικοδρομο και απο τα τσιγαρα των ηλικιωμενων!
Μολις μπαιναν μεσα οι επιβατες,αναβαν τσιγαρο για να απολαυσουν την διαδρομη!
Ηταν τοσο ασφυκτικα γεματα!που ο εισπρακτορας “πατουσε” στα κεφαλια για να κοψει εισιτηρια!
Απολαυστικός Παλπάντζ