Ένα σώμα «συνομιλεί» με τη σκιά του πίσω από το θαμπό τζάμι για ένα παγωμένο δευτερόλεπτο, που διαρκεί όσο χιλιάδες ώρες καραντίνας.
Οι αισθήσεις και τα συναισθήματα σπεύδουν να υμνήσουν τη ζωή.
Πίσω από το θαμπό τζάμι αναμετριέται μαζί τους ο αντίλογος της καραντίνας.
Μέσα η καταχνιά, έξω το φως.
Γενάρης μήνας και ο ήλιος ακαταμάχητος παραμερίζει τα μαβιά σύννεφα και στέλνει πλουσιοπάροχα τις χρυσές ακτίνες του να χαρίσουν τη ζωή σε όλα τα ζωντανά της φύσης. Και τι ειρωνεία, ο άνθρωπος είναι αποκλεισμένος από αυτό. Αραιά και που κάποιοι περπατούν στους δρόμους, αλλά θαρρείς κάποια αόρατα σχοινιά τους κρατούν και δεν κινούνται ελεύθερα, δεν παίζουν, δεν χορεύουν δεν…
Η ζωή στριμώχτηκε μέσα στο σπίτι. Τα τζάμια στα παράθυρα θάμπωσαν όπως τα γυαλιά στα μάτια από την αναπνοή, που την κρατάει η μάσκα. Ένα νεανικό σώμα έγειρε στο παράθυρο. Πασχίζει να δει έξω. Εκεί ένα άλλο σώμα, το είδωλό του απλώθηκε στον ήλιο και το καλεί να μοιραστούν το θαύμα της ζωής. Ακούει σαν ηχώ τον αντίλογό του.
Είδωλο: (βαθιές ανάσες) Τι καλά που είμαι, σε απόλυτη ηρεμία. Ξεκουράζονται όλα μου τα κύτταρα. Σε λίγο θα είναι έτοιμα να ξυπνήσουν και να ευχαριστηθούν κίνηση, ζωντάνια, δύναμη, δράση, να αδράξουν τη ζωή.
Και έρχεται από μέσα σαν ηχώ η απάντηση.
Σώμα: Δεν είναι ηρεμία αυτό. Είναι κενό από ενέργεια. Είμαι άδειο. Όλα μου τα κύτταρα είναι νεκρά. Δεν υπάρχει κάλεσμα για ξεκίνημα, δράση, ζωή.
Το άκουσαν οι αισθήσεις και προσέτρεξαν να συνεφέρουν το άδειο σώμα.
Τον πρώτο λόγο διεκδίκησε η όσφρηση: Η αναπνοή είναι το μέσον για να ξυπνήσουν τα κύτταρα και το σώμα το εργαλείο για να κάνουμε τα πάντα. Να, δες το αεράκι που φέρνει μυρωδιές από νοτισμένο χώμα, πεύκο, όπου να ναι θα ανθίσει και η αμυγδαλιά. Ύστερα είναι και η άλλη μυρωδιά από το σώμα, την ανάσα του άλλου, που σε αναστατώνει, μεθάς και κάνεις τρέλες.
Από μέσα ήρθε ο αντίλογος: Ασφυξία, δεν υπάρχει οξυγόνο. Πνίγομαι που ανασαίνω την αναπνοή μου. Φοβάμαι το φόβο και την εκκωφαντική ησυχία. Δεν μπορώ να δω τίποτα έξω από το θαμπό τζάμι. Δεν βλέπω δρόμους για το μέλλον μου. Πλημμύρισαν τα μάτια μου από εικόνες στην οθόνη. Αηδίασα από τα ψέματα και την υποκρισία των πολιτικών. Έμεινα έκπληκτος από την αδυναμία του παντοδύναμου ανθρώπινου νου απέναντι σε έναν απειροελάχιστο, αόρατο ιό. Θυμώνω για την άγρια εκμετάλλευση της φύσης και του υπέρτατου αγαθού της υγείας, τη βία, τον αυταρχισμό και την καταπάτηση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Λυπάμαι γιατί δεν έχω τρόπο να αντιδράσω.
Και η χαρά της ζωής; Αντέτεινε η έξω φωνή. Η ζωή υπάρχει έξω και είναι χάρμα οφθαλμών: το παιχνίδισμα του ήλιου με τα σύννεφα, τα γυμνά κλωνάρια των δέντρων σαν μπράτσα που συνθέτουν περίπλοκα γλυπτά. Τα σκούρα γήινα χρώματα, οι άδειοι δρόμοι κάνουν πιο ευδιάκριτα τα σχήματα, τα χρώματα. Και ύστερα έλα να δεις όλα εκείνα τα « πρόσωπα» που είναι μόνο μάτια. Πόσα θα έχουν να σου πούνε….
Ξέρω είναι πολύ δυνατό, σε ταράζει, του ψιθύρισε στ’ αυτί η ακοή. Κλείσε τα μάτια σου κι άκουσε το ελαφρύ αεράκι, το θρόισμα των φύλλων, τα πουλιά, τη βροχή… Άκουσε την ανάσα της γης και ύστερα άκουσε την ανάσα του διπλανού σου. Έχει την ίδια ανάγκη να σε ακούσει. Έχει την ίδια αγωνία για το αύριο, τον ίδιο θυμό, την ίδια ανάγκη για αγάπη.
Αυτή η ανάγκη του, (έτρεξε η αφή), σε καλεί να μην ξεχάσεις, να μην αρνηθείς το άγγιγμα, το χάδι, το σφίξιμο, την αγκαλιά. Το πιο ανάλαφρο χάδι το χαρίζει το αεράκι. Ο ήλιος θωπεύει και θεραπεύει. Η ψυχή αλαφρώνει.
Και το καλύτερο (πετιέται η γεύση) είναι το δικό μου: να γεύεσαι τη ζωή. Οι χυμοί μου δροσιστικοί, σε κοκτέιλ με άπειρους συνδυασμούς σε μεθούν. Δυναμώνουν το σώμα, το κάνουν ικανό να αντιπαλεύει το κακό.
Και όλες μαζί συμφώνησαν σ’ αυτό το λόγο: άνθρωπε της καραντίνας, αγάπησε το σώμα σου. Μόνο τότε θα αντέξει. Θα απορροφήσει όλα τα κακά συναισθήματα που το ταλανίζουν και θα μπορέσει να χαρεί την ηρεμία που αναζωογονεί.
Τότε θα δει καθαρά τον κόσμο, θα ακούσει τον άλλο, θα μυρίσει την Άνοιξη, θα γευτεί τη ζωή, θα νιώσει το άγγιγμα της ψυχής.
Το θαμπό τζάμι καθάρισε σιγά σιγά. Η γερμένη σκιά έπεσε στη ζεστή αγκαλιά. Ο ήλιος ζεσταίνει, θωπεύει το σώμα, θεραπεύει την ψυχή.
Κοζάνη 13-1–2021
Γκουτζιαμάνη Γιάννα
Λογικό, αφού η σκιά προηγείται και δεν έπεται του σώματος, όταν το φως δεν τους θαμπώνει.