Στις 20 Δεκεμβρίου 2021 δημοσιεύτηκε η επίσημη απόφαση για οριστική απόσυρση των δύο λιγνιτικών μονάδων 3 και 4 της Καρδιάς σφραγίζοντας με αυτόν τον τρόπο μια χρονιά κατά την οποία αποσύρθηκαν συνολικά 1656 MW καθαρής λιγνιτικής ισχύος.
Ταυτόχρονα η απόφαση αυτή έκλεισε μια μαύρη σελίδα παραβίασης της ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής νομοθεσίας από την Ελλάδα. Η υπόθεση ξεκίνησε το 2015 με τη διεκδίκηση από ΔΕΗ και κυβέρνηση επιπλέον ωρών λειτουργίας για τους λιγνιτικούς σταθμούς της Καρδιάς και του Αμυνταίου. Παρά τις κρυστάλλινες απαντήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η τότε ελληνική κυβέρνηση επέμεινε πεισματικά σε παρεκκλίσεις τις οποίες οι σταθμοί δεν δικαιούνταν, πλήττοντας την ήδη φθαρμένη αξιοπιστία της χώρας σε ζητήματα περιβαλλοντικής πολιτικής και αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις στο περιβάλλον και τη δημόσια υγεία από τα υψηλά επίπεδα αέριας ρύπανσης που προέρχονταν από τους δύο αυτούς σταθμούς.
Αν το 2021 τελείωνε λοιπόν στις 20 Δεκεμβρίου, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως χρονιά-ορόσημο καθώς ξεκίνησε στην πράξη η υλοποίηση της απόφασης απολιγνιτοποίησης του 2019 με την απόσυρση του 42% της λιγνιτικής ισχύος της χώρας. Η απόφαση αυτή σηματοδότησε την πιο καθοριστική στροφή της ελληνικής ενεργειακής πολιτικής στον δρόμο της κλιματικής (και οικονομικής) λογικής, ενώ, σε συνδυασμό με την εκτόξευση των τιμών στο χρηματιστήριο ρύπων, οδήγησε τη λιγνιτική ηλεκτροπαραγωγή σε δύο διαδοχικά ιστορικά ναδίρ το 2020 και 2021.
Ωστόσο, στις 27 Δεκεμβρίου, το ΥΠΕΝ εξέδωσε μια νέα απόφαση παρέκκλισης για επτά λιγνιτικές μονάδες επιτρέποντάς τους να εκπέμπουν αέριους ρύπους πιο πάνω από τα όρια που θέτει η ευρωπαϊκή περιβαλλοντική νομοθεσία. Για δύο δε από αυτές τις μονάδες (Μεγαλόπολη 4 και Μελίτη 1), η πολιτεία είχε πρόσφατα εκδώσει νέους περιβαλλοντικούς όρους που συμμορφώνονταν πλήρως με τα αυστηρότερα όρια εκπομπών τα οποία ισχύουν για τις μονάδες καύσης σε όλη την Ευρώπη. Αυτά ακριβώς τα όρια εκπομπών έρχεται να «χαλαρώσει» η απόφαση παρέκκλισης του ΥΠΕΝ.
Επιπλέον, η νέα απόφαση του ΥΠΕΝ επιτρέπει σε τέσσερις λιγνιτικές μονάδες να λειτουργούν απρόσκοπτα ως το 2025 και σε δύο που προορίζονταν να κλείσουν το 2022, να συνεχίσουν τη λειτουργία τους ως το 2023. Καταστρατηγεί, δηλαδή, στην πράξη το χρονοδιάγραμμα απόσυρσης που αποτυπώθηκε τόσο στο νέο επιχειρησιακό σχέδιο της ΔΕΗ όσο και στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) το 2019, ενώ επαναδιατυπώθηκε και από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό στην Παγκόσμια Διάσκεψη για το Κλίμα στη Γλασκώβη στις αρχές Νοεμβρίου.
Το θετικό είναι ότι η ΔΕΗ έσπευσε να αποσαφηνίσει ότι παραμένει προσηλωμένη στο χρονοδιάγραμμα απόσυρσης όλων των υφιστάμενων μονάδων ως το 2023, και την αλλαγή καυσίμου για την Πτολεμαΐδα 5 ως το 2025. Ωστόσο αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι για μια ακόμη φορά η Ελλάδα υποκύπτει στην ολισθηρή ατραπό των παρεκκλίσεων και των εξαιρέσεων που τόσο έχουν κοστίσει στη χώρα ειδικά τα τελευταία χρόνια.
Η υπόθεση της απολιγνιτοποίησης είναι πολύ σοβαρή για το ενεργειακό μέλλον της χώρας αλλά και για τη μετάβαση των λιγνιτικών περιοχών σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο με κοινωνικά δίκαιο τρόπο. Το τελευταίο που χρειάζεται η χώρα σε αυτή τη κρίσιμη περίοδο που διανύουμε είναι διγλωσσία και παλινδρομήσεις σε ό,τι αφορά την πορεία της απολιγνιτοποίησης.
Η κυβέρνηση πρέπει να αποσαφηνίσει με τον πλέον επίσημο τρόπο το ακριβές χρονοδιάγραμμα απόσυρσης σε συμφωνία με τον προγραμματισμό της ΔΕΗ, και ταυτόχρονα να εγγυηθεί την τήρηση των ορίων εκπομπών αερίων ρύπων που θέτει η ευρωπαϊκή νομοθεσία για την προστασία της δημόσιας υγείας και του περιβάλλοντος.
*O Νίκος Μάντζαρης είναι αναλυτής πολιτικής, The Green Tank
Ο κ. Μάντζαρης δεν ενημερώνεται άραγε για το ότι η ηλεκτρική ενέργεια δεν επαρκεί στην Ελλάδα;
Δεν αναφέρει ποτέ από πού μπορεί να προέλθει η εν λόγω ενέργεια, οικολογικά όπως ισχυρίζεται.
Επίσης για τις τιμές του φυσικού αερίου πάλι δεν ξέρει που έχουν φτάσει;
Αυτή η επιτροπή «The Green Tank» δεν ξέρουμε εάν πληρώνονται τα μέλη της αλλά από κάπου χρηματοδοτούνται για να εμφανίζουν έργο. Πράγματι ξέρουν να χρησιμοποιούν πολύ καλά την «ξύλινη γλώσσα» σύμφωνα με την οποία προσπαθούν να εμφανίζονται υψηλού μορφωτικού επιπέδου πολίτες, χωρίς όμως να παρουσιάζουν υλοποιήσιμες ιδέες που να συμβαδίζουν με την σημερινή πραγματικότητα.