Στην J&P ΑΒΑΞ ανέθεσε η ΔΕΗ το έργο για την προμήθεια και εγκατάσταση συστήματος αποθείωσης καυσαερίων στην μονάδα 5 του ΑΗΣ Αγ. Δημητρίου.
Το συνολικό συμβατικό τίμημα ανέρχεται στα 68 εκατ. ευρώ.
Για την εκτέλεση του έργου, η J&P ΑΒΑΞ θα συνεργαστεί με την εταιρεία SIRIUS ENGINEERS Ltd στο σχεδιασμό/μελέτη του έργου και με την εταιρεία STEULER KCH GmbH για την εσωτερική επένδυση του Πύργου Απορρόφησης.
Με την συγκεκριμένη απόφαση που έλαβε κατά την τελευταία του συνεδρίαση το ΔΣ της ΔΕΗ φαίνεται ότι κλείνει οριστικά μια επεισοδιακή ιστορία που ξεκίνησε το 2012.
Σημειώνεται, πάντως, ότι προτού συναφθεί η σύμβαση για το έργο, θα πρέπει να προηγηθεί ενημέρωση της αρμόδιας Διαρκούς Επιτροπής της Βουλής.
Ξετυλίγοντας το κουβάρι της συγκεκριμένης υπόθεσης, μπορούμε να εντοπίσουμε αρκετές ενδιαφέρουσες απολήξεις για θέματα που σίγουρα θα μας απασχολήσουν και το επόμενο διάστημα.
Από σαράντα κύματα
Προτού φτάσουμε στην απόφαση αυτή, ο διαγωνισμός πέρασε κυριολεκτικά από σαράντα κύματα.
Η ιστορία ξεκινάει από τον Απρίλιο του 2012, με το διαγωνισμό που προκηρύχθηκε τότε τελικά να ματαιώνεται κατά το στάδιο της τελικής αξιολόγησης των προσφορών.
Το ΔΣ της ΔΕΗ προέβη τότε στην απόφαση αυτή λόγω της σημαντικής μετάθεσης του χρονικού προγραμματισμού του έργου σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα περιβαλλοντικά έργα και τις συντηρήσεις των μονάδων, με σκοπό και τη βελτίωση των χρηματορροών του επενδυτικού προγράμματος της επιχείρησης.
Το Φεβρουάριο του 2015 προκηρύχθηκε νέος διαγωνισμός, με προϋπολογισμό 75 εκατ. ευρώ. Υποβλήθηκαν τότε 5 προσφορές (ΤΕΡΝΑ, J&P ΑΒΑΞ, ΜΕΤΚΑ, ΤΟΞΟΤΗΣ, σύμπραξη ΙΝΤΡΑΚΑΤ-ΕΡΓΟΤΕΜ).
Στη διαδικασία της τεχνικής αξιολόγησης των προσφορών απορρίφθηκε η προσφορά της ΤΟΞΟΤΗΣ, λόγω του ότι ο υπεργολάβος της, η CPI YUANDA ENVIRONMENTAL PROTECTION ENGINEERING Co. Ltd. , θυγατρική του κινεζικού κολοσσού SPIC, η οποία θα αναλάμβανε το σχεδιασμό και τη μελέτη του συστήματος αποθείωσης καυσαερίων, κρίθηκε ότι δεν πληρούσε το κριτήριο συμμετοχής του διαγωνισμού σχετικά με την ιθαγένεια/σύσταση και εγκατάστασή της ή/και την εγκατάσταση των έργων που επικαλείται ως στοιχεία της εμπειρίας της (references) να είναι εντός GPA (δηλαδή σε χώρα που έχει υπογράψει τη διεθνή Συμφωνία περί Δημοσίων Συμβάσεων του ΠΟΕ).
Η προδικαστική προσφυγή που κατέθεσε του Μάιο του 2016 η ΤΟΞΟΤΗΣ απορρίφθηκε από την Επιτροπή Εκδίκασης Προδικαστικών Προσφυγών.
Μετά από αυτά, το άνοιγμα των οικονομικών προσφορών είχε μετατεθεί για τα τέλη του περσινού Αυγούστου, μετά από μικρή παράταση. Παρόλα αυτά, με επιστολή της η ΙΝΤΡΑΚΑΤ ζήτησε το καλοκαίρι του 2016 και νέα παράταση του ανοίγματος των προσφορών.
Σημειώνεται ότι η ισχύς των προσφορών που είχαν κατατεθεί έληγε, όπως είχε αρχικά προσδιοριστεί, τον Οκτώβριο του 2016.
Το ενδιαφέρον της CMEC
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο γύρω από το συγκεκριμένο έργο είναι το έντονο κινεζικό ενδιαφέρον που συγκέντρωσε.
Η αποτυχημένη προσπάθεια που κατέβαλε η SPIC να λάβει μέρος στον έργο δεν απέτρεψε μια άλλη, ιδιαίτερα οικεία μας το τελευταίο διάστημα κινεζική εταιρεία, να εκδηλώσει το ενδιαφέρον της. Πρόκειται για την CMEC.
Στα πλαίσια των επαφών που είχε τότε με τη διοίκηση της ΔΕΗ, οι οποίες οδήγησαν και στη συμφωνία για το project Μελίτη που απασχολεί έντονα το τελευταίο διάστημα την επικαιρότητα, η CMEC είχε εκδηλώσει με επιστολή της από τον Ιούλιο του 2016 ενδιαφέρον για να συμμετάσχει στη διαδικασία υλοποίησης της υγρής αποθείωσης της μονάδας 5 του ΑΗΣ Αγ. Δημητρίου. Συγκεκριμένα, η CMEC είχε προτείνει να χρηματοδοτήσει το έργο με ιδίους πόρους και η αποπληρωμή να γίνει σε περίοδο μεγαλύτερη της δεκαετίας.
Όμως, οι απαιτούμενες αλλαγές που θα επέτρεπαν τη συμμετοχή της στον ήδη εν εξελίξει τότε διαγωνισμό για το έργο, θα μπορούσαν να γίνουν μόνο σε περίπτωση ματαίωσής του και επαναπροκύρηξής του.
Παρά τη θετική υποδοχή της εκδήλωσης ενδιαφέροντος από την CMEC, που αποτελούσε ισχυρή ένδειξη για το ότι έχει όντως σοβαρές βλέψεις για τη συνεργασία της με τη ΔΕΗ, η συμμετοχή της CMEC δεν ήταν εύκολο να προχωρήσει, παρότι θα μπορούσαν πιθανότατα να αρθούν τα εμπόδια που συνάντησε η έτερη κινεζικής προέλευσης ενδιαφερόμενη CPI.
Ο προβληματισμός που επικρατούσε τότε στις υπηρεσίες της ΔΕΗ είχε να κάνει με το ότι ενδεχόμενη επαναπροκήρυξη θα έπρεπε να ακολουθήσει (για πρώτη φορά) τις διαδικασίες του νέου νόμου για τις δημόσιες συμβάσεις, κάτι που θα μπορούσε να επιφέρει σημαντική καθυστέρηση.
Όπως εκτιμούσαν τότε αρμόδιοι υπηρεσιακοί παράγοντες της ΔΕΗ, σε μια τέτοια περίπτωση, θα απαιτούνταν τουλάχιστον 15 μήνες για να φτάσει ο -νέος- διαγωνισμός στο ίδιο σημείο που είχαμε φτάσει το περασμένο καλοκαίρι.
Το γεγονός ότι, με συμβατικό χρόνο υλοποίησης του έργου, όπως προκύπτει από τη σχετική εμπειρία της επιχείρησης, τους 36 μήνες (περιλαμβανομένων των 10 μηνών που απαιτούνται για την εκπόνηση των αναγκαίων μελετών και την έκδοση της οικοδομικής άδειας του έργου) η αποπεράτωση του έργου προσδιοριζόταν το νωρίτερο για το Δεκέμβριο του 2019.
Σε μια τέτοια περίπτωση, λοιπόν, εκφράζονταν φόβοι ότι ο κίνδυνος για περαιτέρω καθυστερήσεις ήταν μεγάλος. Και τα περιθώρια, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ήταν ασφυκτικά.
Έτσι λοιπόν, η προοπτική συμμετοχής της CMEC στο συγκεκριμένο έργο, δεν ευοδώθηκε. Με ενδιαφέρον αναμένουμε αν θα έχει διαφορετική κατάληξη το άλλο σίριαλ στο οποίο εμπλέκεται η CMEC, αυτό που αφορά τις τύχες του project Μελίτη.
Μετά από όλα αυτά τα επεισόδια, πάντως, το… σίριαλ της ανάθεσης του έργου για την αποθείωση της μονάδας 5 του ΑΗΣ Αγ. Δημητρίου φαίνεται ότι έφτασε στο τέλος του μόλις πριν από λίγες ημέρες.
Το ασφυκτικό πλαίσιο των περιβαλλοντικών περιορισμών της ΕΕ
Τα ασφυκτικά περιθώρια στα οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως, έχουν να κάνουν με τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η χώρα για την εφαρμογή των περιβαλλοντικών οδηγιών της ΕΕ.
Σε εφαρμογή του άρθρου 32 της Οδηγίας 2010/75/ΕΕ της Κομισιόν για τις βιομηχανικές εκπομπές, η Ελλάδα επεξεργάστηκε και υπέβαλε προς έγκριση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το Μεταβατικό Εθνικό Σχέδιο Μείωσης Εκπομπών, (ΜΕΣΜΕ). Το ΜΕΣΜΕ έχει διάρκεια από 01.01.2016 έως 30.06.2020 και επιβάλλει γραμμική μείωση (μεταξύ 2016 και 2019) των συνολικών ετήσιων εκπομπών των Μονάδων που εντάσσονται για το διοξείδιο του θείου SO2 και τα αιωρούμενα σωματίδια, δίνοντας δυνατότητα για σταδιακή υλοποίηση των απαραίτητων περιβαλλοντικών επενδύσεων σε αυτές. Σύμφωνα με το αναθεωρημένο ΜΕΣΜΕ που ενέκρινε η Κομισιόν, σε αυτό εντάσσονται οι ΑΗΣ Αγ. Δημητρίου, Μελίτης, Μεγαλόπολης Α’ και Β’ (Μονάδα 4).
Η λειτουργία συγκροτημάτων αποθείωσης των καυσαερίων εντάσσεται στις δράσεις της ΔΕΗ για την πρόληψη και τον έλεγχο των εκπομπών στην ατμόσφαιρα των θερμικών της σταθμών, στα πλαίσια και του ΜΕΣΜΕ.
Μέχρι σήμερα, τέτοια συστήματα λειτουργούν στις Μονάδες ΙΙΙ του ΑΗΣ Μεγαλόπολης Α, IV του ΑΗΣ Μεγαλόπολης Β και στον ΑΗΣ Μελίτης. Μέρος αυτών των δράσεων αποτελεί και η κατασκευή του έργου υγρής αποθείωσης καυσαερίων στη Μονάδα V του ΑΗΣ Αγ. Δημητρίου.
Στις μονάδες του ΑΗΣ Αγ. Δημητρίου παρατηρείται μεγάλη διακύμανση στις εκπομπές διοξειδίου του θείου, λόγω μεγάλου εύρους της ποιότητας του λιγνίτη, με τιμές διοξειδίου του θείου στα καυσαέρια 100-3000 mg/Nm3, με τις μέγιστες τιμές να καταγράφονται συνήθως στη μονάδα 5.
Στο πλαίσιο του ΜΕΣΜΕ, σύμφωνα με την αναθεωρημένη ΑΕΠΟ για τον ΑΗΣ Αγ. Δημητρίου, προβλέπεται γραμμική μείωση των εκπομπών ανά έτος μέχρι το 2019, ενώ από 1/1/2019 μέχρι 20/6/2020 οι συνολικές ποσότητες διοξειδίου του θείου (SO2) παραμένουν σταθερές και είναι υπολογισμένες με συγκέντρωση εκπομπής 200 mg/Nm3, 6% Ο2 στα ξηρά καυσαέρια για όλες τις μονάδες του σταθμού.
Στη συνέχεια, τα όρια εκπομπής SO2 προσδιορίζονται για κάθε καπνοδόχο σε 200 mg/Nm3 μέση μηνιαία τιμή και 220 mg/Nm3 μέση ημερήσια τιμή.
Η μεγάλη διακύμανση στην ποιότητα του λιγνίτη που τροφοδοτεί τις μονάδες του ΑΗΣ Αγ. Δημητρίου, τόσο ως προς τη θερμογόνο δύναμη, όσο και ως προς την περιεκτικότητα σε θείο συνεπάγεται μεγάλη διασπορά των τιμών των εκπομπών SO2 και σωματιδίων.
Η μονάδα 5 του ΑΗΣ Αγ. Δημητρίου παράγει πολύ μεγαλύτερες ποσότητες SO2 σε σχέση με τις υπόλοιπες, κυρίως επειδή λειτουργεί περισσότερες ώρες, λόγω καλύτερου βαθμού απόδοσης, και σε μεγαλύτερη ισχύ.
Ως εκ τούτου, ζητούμενο για τη ΔΕΗ ήταν η όσο το δυνατό πιο έγκαιρη ολοκλήρωση του έργου της αποθείωσης, προκειμένου από το τέλος του 2019 να είναι δυνατή η διαχείριση του συνόλου των εκπομπών του σταθμού χωρίς να υπάρχει ανάγκη διακοπής της λειτουργίας των μονάδων.
Από τη στιγμή που η συγκεκριμένη μονάδα έχει μεγάλη υπολειπόμενη διάρκεια ζωής και υψηλές εκπομπές SO2, ως κατά τεκμήριο προτιμητέα ώστε να αποσβεσθεί το κόστος της επένδυσης κρίθηκε η επιλογή της μεθόδου της υγρής αποθείωσης (και πιο συγκεκριμένα της υγρής αποθείωσης εξαναγκασμένης οξείδωσης με χρήση ασβεστολίθου).
Η συγκεκριμένη μέθοδος απαιτεί μεγάλο κόστος αρχικής επένδυσης για τις αναγκαίες εγκαταστάσεις, ενώ τα συνολικά λειτουργικά έξοδα (κόστος προμήθειας του υλικού έγχυσης κ.λπ.) είναι μικρά.
Πρόκειται για εύλογη επιλογή, καθώς η μονάδα 5 είναι κατά περίπου 15 έτη νεότερη από τις υπόλοιπες τέσσερις μονάδες του ΑΗΣ Αγ. Δημητρίου και έχει υπερδιπλάσια διάρκεια ζωής από αυτές.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ΔΕΗ, σε περίπτωση που τελικά προκρινόταν η μέθοδος της ξηρής αποθείωσης για τη συγκεκριμένη μονάδα, η δαπάνη για την προμήθεια του υλικού έγχυσης που θα απαιτούνταν, θα ήταν σχεδόν τριπλάσιο σε σχέση με τις υπόλοιπες.
Εξάλλου, με την επιλογή της μεθόδου της υγρής αποθείωσης διασφαλίζεται και η τήρηση των περιβαλλοντικών ορίων εκπομπών σωματιδίων.
Ακόμα πιο σφικτά τα όρια στο μέλλον
Αν τα παραπάνω πλαίσια ήταν μια φορά ασφυκτικά, τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο για το μέλλον. Κι αυτό γιατί στις 28 Απριλίου, τα κράτη μέλη της ΕΕ ενέκριναν αυστηρότερα όρια για τις εκπομπές οξειδίων του θείου (SOx) και του αζώτου (NOx).
Προκειμένου να προσαρμοστούν στα νέα όρια μέχρι το 2021, οι επιχειρήσεις που έχουν μεγάλες εκπομπές θα αναγκαστούν να προβούν σε επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες για να αναβαθμίσουν τις μονάδες τους αν δε θέλουν περιορίσουν τις ώρες λειτουργίας κάτω από 1.500 ετησίως ή ακόμα και να κλείσουν τις εγκαταστάσεις, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Institute for Energy Economics and Financial Analysis (IEEFA).
Το ίδιο ινστιτούτο εκτιμά ότι η συμμόρφωση στους περιορισμούς για τα SOx, θα προσθέτει κόστος 6-7 ευρώ/ MWh, ενώ σε περίπτωση υπέρβασης των ορίων το επιπρόσθετο κόστος υπολογίζεται σε 8-11 ευρώ/MWh. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του IEEFA, το κόστος αυτό κυμαίνεται από 5 έως 30% των αναμενόμενων ευρωπαϊκών τιμών χονδρικής πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας το 2021, που εκτιμάται ότι θα είναι στα 40 ευρώ περίπου.
Τα όρια επιβάλλουν επενδύσεις, οι υποψήφιοι κοντοζυγώνουν
Ανεξάρτητα από το αν οι εκτιμήσεις αυτές του IEEFA είναι βάσιμες οι όχι, το γεγονός είναι ότι εύλογα η ΔΕΗ έχει στρέψει την προσοχή της στην περιβαλλοντική αναβάθμιση, αλλά και τη βελτίωση της αποδοτικότητας, των μονάδων της.
Οι σύγχρονες μονάδες της, όπως και οι αναβαθμισμένες, θα της επιτρέψουν να διατηρήσει σε υψηλό επίπεδο τη βάση του παραγωγικού της δυναμικού, που αποτελείται κυρίως από τις λιγνιτικές και τις υδροηλεκτρικές μονάδες.
Όλα αυτά, βέβαια, υπό την αίρεση της εξέλιξης της διαδικασίας «αποεπένδυσης», καθώς το μίγμα των μονάδων που τελικά θα πωληθούν ενδέχεται να αλλάξει την εικόνα.
Προφανώς, βέβαια, ακόμα και η προοπτική πώλησης των λιγνιτικών μονάδων επηρεάζεται σε σημαντικό βαθμό από τις παραπάνω εξελίξεις.
Αξίζει να σημειωθεί, παρεμπιπτόντως, ότι οι περιβαλλοντικές ρυθμίσεις που επιβάλλονται από το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο, διαμορφώνουν παράλληλα και ένα ευρύ πεδίο επενδύσεων στις χώρες και τις μονάδες που είναι πιο ευάλωτες στις σχετικές πιέσεις.
Από την άποψη αυτή, αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία το μνημόνιο συνεργασίας που υπέγραψε πριν από λίγες μέρες στην Κίνα ο Όμιλος Κοπελούζος με την κινεζική Shenhua Group, που περιλαμβάνει και τη συνεργασία, πέραν της εξαγοράς και εκμετάλλευσης, και σε έργα περιβαλλοντικής αναβάθμισης λιγνιτικών μονάδων.
energypress.gr