Οταν ευρισκόμην στις εκβολές της στενής οδού Αγίας Ειρήνης (κοντά στην Αιόλου δηλαδή) δεν παρέλειπα να κάνω μία στάση στο χώρο με τα “Ποιήματα και Εγκλήματα” του οίκου δηλονότι εκδόσεων, Γαβριηλίδης (α, ο αλησμόνητος Σάμης) οίκος της συγγραφικής μας μετανοίας, εν τινί δε μέτρο και …μεγαλαυχίας. Στο ισόγειο cafe αφημένα βιβλία των εκδόσεών του πάνω στα τραπεζάκια τα οποία ο πίνων καφέ ή άλλο τι, τα ξεφύλλιζε. Ενα τέτοιο ήταν το λιγνόφυλλον με τίτλο «Ποιήματα της παλιάς ζωής” του Brines Francisco σε μετάφραση Τάσου Δανέγρη, τιμή αγοράς με ΦΠΑ 6,36 ευρώ παρακαλώ. Ξεφυλλίζω:
Ο επισκέπτης με αγκάλιασε
Ηταν ξανά η νεότης που επέστρεφε
Και κάθισε μαζί μου
Μια κούραση έβγαινε απ’ το στόμα του.
Φέρνανε σκόνη τα μαλλιά του από το δρόμο
αδύναμο φως στα μάτια.
Ανιστορούσε στον εαυτό του
Τα θλιβερά συμβάντα της ζωής του,
Σχεδόν επαναλάμβανε τη μίζερη ζωή του
Τυλιγμένος στους ίσκιους τονέ κοίταζα…
Εντάξει, δεν έγιναν ακριβώς έτσι τα πράγματα. Η ποίηση είναι τόσο πολύτιμη κι ακριβή για να τη ξοδεύουμε ή να την εκβιάζουμε να μας περιγράφει μια κοινότατή μας πραγματικότητα. ΄Ετσι, λοιπόν, μια μέρα τον είδα να μπαίνει στο καφέ- βιβλιοχώρο. Ξαφνιάστηκα. Ο χρόνος ήταν πάνω μας καταφανώς διατυπωμένος, σ’ αυτόν δε έκδηλα. Δεν με γνώρισε, κάθισε στο δίπλα τραπέζι κι αφέθηκε στην εφημερίδα και το τσάι του. Τον κοιτούσα επί δεκάλεπτον. ‘Υστερα δείξαμε (έκπληκτοι) τα σημάδια της γνωριμίας δια λόγων και έργων. Ηταν από το χωριό κι από το μακρινό παρελθόν, το μαθητικό, και τα πρωινά μας στο αστικό λεωφορείο για την πόλη και το Γυμνάσιο. Ανταλλάσσαμε τότε κουβέντες λίγο παραπέρα απ’ τις μαθητικές για βιβλία και συγγραφείς, τον Αλεξ. Παπαδιαμάντη δηλαδή. Απείχαμε σχολικά, αλλ’ όχι και ηλικιακά, 5 τάξεις. Υστερα έφυγε Αθήνα στο Πάντειο κι από κει στο Υπουργείο Παιδείας ανώτερο στέλεχος. Με τον καιρό ασχολήθηκε με την ορειβασία. Υπήρξε σ’ όλο τον κόσμο. Ταξίδευε με μανία, περπατούσε τα βουνά της υφηλίου ακόμα και σε κορυφές που εμείς απλώς τις βλέπουμε στο Γκουγκλ. Τον είχα ξαναθυμηθεί στις συγγραφικές μου μνήμες. Η τυχαία, (τίποτε το τυχαίον όμως ότι οι παλιές γνωριμίες πριν πάνε στον παράδεισό της η κάθε μία ξαναεπιστρέφουν για ένα ύστερο (;) ξανακοίταγμα) συνάντηση έγινε σε κοινό, ας πούμε τόπο και τρόπο, εντός έδρας κάπως. Στον εκδοτικό οίκο στον οποίο κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων μου “Ηδονο(α)βλεψίες» και τον έχω σε μια διήγηση: «Ο Σάκης Κανάβας, πρόεδρος της ομάδας, δεν έπαιζε αλλά ως θεωρητικός της- εκείνο τον καιρό ο Χρήστος της Πανάγιως Τσιολάκη ξεχώριζε- όρκισε την νεότερη γενιά των ποδοσφαιριστών του «Μέγα Αλέξανδρου» Λευκοπηγής στο αη-Δήμου του αγίου Παντελεήμονα, εκεί που ήδη τα καλοκαίρια, ερχόμενος από την Αθήνα, κατέφευγε ο ποιητής Π. Β. Πάσχος κι έγραφε το – Πικρό ψαλτήρι- της ποίησης και της ζωής του.».
Ηταν εκείνα τα «’Αγουρα χρόνια» (κι όχι μόνον του Κρόνιν) καθοριστικού λόγου, όταν ανιχνεύαμε τους στενούς ορίζοντες και τον εντελώς άγνωστο και πρωτόγονο κόσμο μας σαν τυφλά κουτάβια. Αγόραζα τότε μικρός μαθητής με 5 δραχμές σε εβδομαδιαία τεύχη τα «’Απαντα» του Γ. Σουρή (εκδ. Γιοβάνη) που είχαν εντός τους δώρο τα διηγήματα του Γ. Βιζυηνού (Γ. Βαλέτα). Μια κρύα κι αστραφτερή σα λεπίδι μέρα που δεν πήγαμε σχολείο του έδωσα τον Βιζυηνό. Ξεχάστηκε το πράγμα. Δεν μου έλειψε η γνώση του (2-3 εκδόσεις του με διεκδικούσαν στο μετά) αλλά ως σώμα (ύλη) μιας εποχής στην οποία πλέον τακτικά προσφεύγεις ακόμα και στα πιο ευτελή διασωθέντα κειμήλιά τη· ένα βιβλίο χωρίς εξώφυλλα, μια πένα σκουριασμένη, μικρές φωτογραφίες με οδοντωτό περίγραμμα πάνω σε ξεραμένα αγκαθωτά σπαράγγια, όπως μικρά φτωχά πουλιά πιασμένα, να σου επισημαίνουν πως πλησιάζει ο καιρός των συνοψίσεων, της διαλογής, του αναστοχασμού.
Πριν λίγες μέρες έμαθα πως εδώ και μήνα περίπου πέθανε εντελώς αυτός ο καλός κι αγαθός, κάπως περίεργος (θετικά) μοναχικός άνθρωπος Σάκης Κανάβας στην Αθήνα που ζούσε.
Θα είναι στη μνήμη μας όπως και στη μνήμη του Γιώργου Μ. και Νίκου Κ. καθώς αυτοί θα ανεβαίνουν από τα Καραούλια και το κρυφό μονοπάτι στη Βίγλα της παλιάς ή άλλοτε ζωής μας.
Α ρε Βασιλάκη. Τι καλά που τα γράφεις!!!!!!!!
Η γραφή σας κ. Καραγιάννη έχει μία ικανότητα να αγγίζει και να συγκινεί