Για το μυθιστόρημα του Μιχάλη Πιτένη «Γιαλάν Ντουνιάς» (εκδ. Γράφημα). Στην κεντρική εικόνα, φωτογραφία του Δημήτρη Παπαδήμου (Κοζάνη, 1960).
Γράφει ο Γιάννης Καισαρίδης
Χιονίζει στο βιβλίο Γιαλάν Ντουνιάς τού Μιχάλη Πιτένη και ο χρόνος σταματάει. Όλα γίνονται ένα, μυστικά ακούν -με τρόπο μυστικό- άλλα μυστικά, τα χνάρια των νεκρών επιστρέφουν ως τοπογραφικοί χρησμοί για δευτερόλεπτα πάνω στο χιόνι, κι όποιος προλάβει, να διαβάσει, πρόλαβε… Χιόνι-μετάσταση. Ιερή αποστολή. Χώρο και Χρόνο μηδενίζοντας -άλλος ο χώρος και ο χιονισμένος χρόνος- «αλλιώς ο κόσμος!» φανερώνεται – άσπιλος, αμόλυντος, άχραντος, αχειροποίητος. Συγχωρητικός. Και εάν μια μπάντα με πνευστά φυσήξει μουσικές μες στα παγωμένα επιστόμια σοκάκια, νότες-νιφάδες σμίγουν με των “γιαλάν” νεφών τη μουσική, που πάγος απειροελάχιστος-έργο τέχνης την κατεβάζει σαν άμωμη ψυχή από τον ουρανό.
Τόποι αυτόχθονοι, πρωτογενείς, όλοι οι χιονισμένοι τόποι.
Όταν χιονίζει στον Γιαλάν Ντουνιά, οι λέξεις των ανθρώπων που την ά λ λ η γλώσσα ομιλούν (Τη λεν «γλωσσάρι» (sic!) και θαρρούν πως ξεμπερδεύουν… Μα το… «γλωσσάρι» είναι τιμή. Είναι Αντίσταση του χώρου-χρόνου που παρήλθε κατά τού παρόντος που μαγαρίζει, είναι η ά λ λ η γλώσσα το «γλωσσάρι», είναι η εκτροπή χρόνου και χώρου α λ λ ο ύ – ετεροτοπία, ετεροχρονία), οι βαριές-υγρές λέξεις αποκτούν εργόχειρη χροιά και τόνο, γίνονται διάτρητο μουσκίδι, ηχούν λες και βγαίνουν για καρτέρι, παγιδευμένη θήρα να απελευθερώσουν. Ίσως κ α ι γιατί «Άλλη» ηχώ και «Άλλοι» Ήχοι γινόμαστε κι εμείς όταν χιονίζει, είμαστε κάποιοι άλλοι, παιδιά – «κάποια παιδιά» μες στου Λευκού τον κρουσταλλένιο Πυρετό.
Τόποι αυτόχθονοι, πρωτογενείς, όλοι οι χιονισμένοι τόποι. Η πόλη τότε αγαπιέται – άσπιλος νεαρά μες απ’ τον πάγο αναδύεται. Σαν κοριτσάκι με τα σπίρτα που επιτέλους το συμπόνεσε η παγωνιά. Κι εμείς βρισκόμαστε την ίδια στιγμή παντού, κι ας παραμένουμε μαρμαρωμένοι, υπό το παγωμένο βλέμμα μιας μάγισσας σειρήνας-Κίρκης.
Όταν χιονίζει, άλλος γάμος τελείται, μυστήριο κόσμου μυστικού – ο γήινος-γήινος θα περιμένει… Το πέπλο σάβανο που καιροφυλακτώντας την πόλη σκεπάσει, σταγόνες αίματος που καραδοκούν τ’ άσπιλο να ματώσουν, το σκοτεινό φως – σημάδια ενός ένοχου μυστικού που «κοντορεβυθουλεί», θα χαθεί μες στον χιονιά. Η επί γης αλήθεια (τσιμπιές-σουβλιές στο σώμα, τα μυστικά που σκέπασε το χιόνι), όποια κι αν είναι, θα περιμένει.
Γυάλινος κόσμος – είδωλα πολλαπλά, εσύ γίνεσαι ένας άλλος «Εσύ», Ντουνιάς Γιαλάν – εύθραστος και υπερευαίσθητος. Ο Μιχάλης Πιτένης πετυχαίνει τούτο: ανασταίνει έναν ολόκληρο κόσμο. Την κοινωνική και ιστορική περίοδο μιας περασμένης εποχής και τις σκιές αυτής που φτάνουν έως τις ημέρες μας. Λατρεία, αγάπη αγία για την πόλη του και τους ανθρώπους της αναδύεται μες από τη ματιά του.
Μα, πού ακούστηκε Άνθρωπος να λατρεύει την παγωνιά, το κατερχόμενο εξ ουρανού λευκό που όλα ίδια κι ίσα, νεκρά κι ακίνητα, τα φανερώνει; «Ακούστηκε» Ε-δώ, στον Κοζάνης κόσμο όταν χιονίζει, στης απεραντοσύνης τον Λευκής δημιουργίας Πυρετό -γραφής, πτερών, φωνών, λαρυγγισμών, σιωπών υψιπετών, στις ψηλές νότες πεταγμάτων-, κόντρα στο υποχθόνιο αδηφάγο φλύαρο συμπαγές μαύρο.