«…τα μονοπώλια, ξεπηδούν από τον ελεύθερο ανταγωνισμό, δεν τον καταργούν, μα υπάρχουν πάνω σε αυτόν και δίπλα σε αυτόν, γεννώντας έτσι μια σειρά εξαιρετικά οξείες και βίαιες αντιθέσεις, προστριβές, συγκρούσεις».*
Η αναγγελία της απολιγνιτοποίησης από τα το στόμα του Πρωθυπουργού μπορεί να παρουσιάστηκε ως αιφνιδιαστική, στην πραγματικότητα όμως η μείωση της παραγόμενης ενέργειας από λιγνίτη είχε στοχοθετηθεί, ήδη από το 2010 (στην πραγματικότητα και νωρίτερα), ώστε από τις 4.300 MW το έτος 2010 να φτάσουν να παραμείνουν 1.740 MW λιγνιτικής ενέργειας στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας και αυτές υπό την προϋπόθεση ότι Θα κατασκευαστούν και θα λειτουργήσουν οι Μονάδες Πτολεμαΐδα V και Μελίτη ΙΙ (σχεδιασμός που έχει ήδη εγκαταλειφθεί).
Τότε (το 2010 !) το ΚΚΕ ζητούσε «να προχωρήσουν άμεσα οι μονάδες Πτολεμαΐδα V και Μελίτη ΙΙ, να εκσυγχρονιστεί η μονάδα V του Αγίου Δημητρίου. Να γίνουν νέες σύγχρονες μονάδες στον ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου και Αμυνταίου. Οι λιγνίτες της περιοχής μας υπερεπαρκούν για έναν τέτοιο σχεδιασμό αν δεν ξεπουληθούν σε επιχειρηματικούς ομίλους. Μόνο με αυτό το σχεδιασμό μπορούν να διασφαλιστούν τα συμφέροντα και η ανάπτυξη της περιοχής, οι μετεγκαταστάσεις των οικισμών έγκαιρα και σε όφελος των κατοίκων της περιοχής. Να διασφαλιστούν τα εργασιακά δικαιώματα των εργαζομένων, μόνιμη και σταθερή δουλειά για όλους με άμεσο προγραμματισμό 5.000 προσλήψεων από τη ΔΕΗ για την περιοχή μας. Είναι προφανές ότι αν η ΔΕΗ αποφασίσει να μειώσει την παραγωγή της σε αυτά τα επίπεδα, κινδυνεύουν όχι μόνο οι μετεγκαταστάσεις αλλά συνολικά να εγκαταλειφθεί στην ερήμωση, στην έκρηξη της ανεργίας και της φτώχειας ολόκληρη η Δυτική Μακεδονία.»
Ας κρατήσουμε για λίγο τα παραπάνω στο μυαλό μας, αναλογιζόμενοι την σημερινή κατάσταση της συρρίκνωσης του ΑΕΠ της περιοχής , την αύξηση (αναλογικά) της ανεργίας, την αντικατάσταση θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης με ελαστικές μορφές υποαμοιβόμενης δουλειάς, την τεράστια αύξηση τις τιμής της ενέργειας για τον λαό και τον μικρομεσαίο επαγγελματία, την ενεργειακή φτώχεια, την ματαίωση έργων τηλεθέρμανσης (θα απολογηθεί ποτέ κανείς γιατί η Φλώρινας δεν διαθέτει σύστημα τηλεθέρμανσης από την πρώτη ημέρα λειτουργίας του ΑΗΣ Μελίτης το 2003-4, ως ελάχιστη υποχρέωση της ΔΕΗ Α.Ε ; Χάθηκε και αυτό στον κυκεώνα των εργολαβιών) και πολλά άλλα.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποφάσισε την επιτάχυνση της παράδοσης της αγοράς ενέργειας στους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους και ανακοίνωση την εξαιρετικά βραχυπρόθεσμη διακοπή λειτουργίας των θερμοηλεκτρικών εργοστασίων και την άμεση έξοδο του λιγνίτη από το μείγμα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος. Δύο τα βασικά επιχειρήματα αυτής της βίαιης απολιγνιτοποίησης. Ας τα δούμε:
Ο λιγνίτης είναι βρώμικο – ρυπογόνο καύσιμο (;). Σήμερα η τεχνολογία προσφέρει την δυνατότητα παραγωγής ενέργειας από εργοστάσια λιγνίτη με ελάχιστη ή και μηδενική περιβαλλοντική επιβάρυνση. Το Μελίτη Ι έχει μηδενικές εκπομπές CO2 και είναι πολύ κάτω από το ευρωπαϊκό όριο εκπομπών SO2 του νέου BREF. Αν είχε σχεδιαστεί και υλοποιηθεί η απολύτως ρεαλιστική και βιώσιμη (θα προσέθετα και μάλλον συγκρατημένη) πρόταση του 2010, τότε με την λειτουργία των Μελίτη Ι και ΙΙ, του Πτολεμαΐδα V (ήδη σχεδιασμένων τότε) , τον εκσυγχρονισμό του Αγίου Δημητρίου V και την κατασκευή μόλις μίας ακόμα σύγχρονης μονάδας θα εξασφαλίζονταν η παραγωγή 4.000Mw τουλάχιστον μέχρι το 2050 με σχεδόν μηδενικό αρνητικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα.
Ο λιγνίτης είναι ακριβό (;) καύσιμο. Ο προσδιορισμός, όμως, του κόστους δεν γίνεται με βάση τα πραγματικά οικονομικά μεγέθη (επένδυση, απόσβεση, χρήση, τιμή κτλ ) αλλά με βάση την χρηματιστηριακή τιμή που προσδιορίζεται μέσα στο «χρηματιστήριο ενέργειας» (δημιούργημα με νόμο ΣΥΡΙΖΑ). Σε αυτό τελικά η τιμή καθορίζεται από τους ιδιωτικούς ομίλους που ελέγχουν τις άλλες μορφές ενέργειας που μετέχουν σε αυτό.
Επίσης διαμορφώνεται από τις τιμές του «χρηματιστηρίου ρύπων» (το λεγόμενο «Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών»), το άλλο μεγάλο «φιλοπεριβαλλοντικό» πεδίο κερδοφορίας του κεφαλαίου, που επιβλήθηκε από την ΕΕ με την Οδηγία 2003/87. Ο χώρος δεν επαρκεί για μεγαλύτερη παρουσίαση, οπότε περιορίζομαι στο ότι ο λαός πρέπει και μπορεί να επιβάλει την εξαίρεση της χώρας ως προς την λιγνιτική χρήση και σε κάθε περίπτωση η λειτουργία εργοστασίων σύγχρονης αντιρρυπαντικής τεχνολογίας θα μείωνε συντριπτικά και το κόστος χρήσης ρύπων.
Τελικά πράγματι κυβέρνηση είναι «γενικώς» απέναντι στον λιγνίτη; Όχι. Για αυτό κομπάζει για το mega – deal της πώλησης 1.800.000 τόνων λιγνίτη σε γειτονική χώρα και ξεπουλά τον ορυκτό πλούτο της χώρας για χρήση λιγνίτη εκτός ηλεκτροπαραγωγής, που δεν συνεπάγεται την καύση του. Προτεραιότητά της όμως – όπως και για την ΕΕ – είναι η εξασφάλιση των κερδών του Κεφαλαίου, η ανάγκη του οποίου για ταχεία κερδοφορία καθορίζει εν πολλοίς και τις μορφές Ενέργειας που προτιμούν οι ιδιώτες επενδυτές, που αποστρέφονται τις επενδύσεις μεγάλης χρονικής κλίμακας όπως οι επενδύσεις σε νέα λιγνιτικά πεδία και σε μεγάλα υδροηλεκτρικά εργοστάσια που είναι επενδύσεις 50ετίας. Αυτό έρχονται να εξυπξηρετήσουν οι Περιφερειακή και Δημοτικές Αρχές με την δήθεν “δίκαιη μετάβαση” και δεν τους πήρε ο πόνος ούτε για το περιβάλλον ούτε για την δημόσια υγεία.
Μήπως είμαστε εμείς κατά της ανάπτυξης ΑΠΕ; Κάθε άλλο! Δεν είναι η τεχνολογία που καταστρέφει το περιβάλλον και υποβαθμίζει την ποιότητα της ζωής των ανθρώπων. Είναι το ότι «…το κεφάλαιο …με 100% κέρδος τσαλαπατάει όλους τους ανθρώπινους νόμους, με 300% δεν υπάρχει έγκλημα που να μη ριψοκινδυνεύσει να το πράξει» (παραπομπή του Μάρξ, «Το Κεφάλαιο», εκδόσεις «Σύγχρονη εποχή», τόμος 1, σελ. 785). Όσο η αγορά ενέργειας παραδίδεται στην αναρχία των επιχειρηματικών ανταγωνισμών δεν μπορεί να υπάρξει σχεδιασμός για την αξιοποίηση όλων των μορφών παραγωγής ενέργειας προς όφελος του λαού.
Η Περιφερειακή Αρχή, η διαπαραταξιακή πλειοψηφία του περιφερειακού συμβουλίου, οι Δημοτικές Αρχές μετά από λίγες άσφαιρες τουφεκιές «για την τιμή των όπλων» και για να ημερεύσουν τις αντιδράσεις (το 70% των πολιτών της Δυτικής Μακεδονίας αντιτίθενται στην «απολιγνιτοποίηση – εταιρεία Marc 21-29 Οκτωβρίου 2020), αποδέχονται τελικά την ουσία του Master plan της δήθεν «δίκαιης μετάβασης», περιορίζουν το αίτημά τους σε μικρή και συμπληρωματική χρήση του λιγνίτη και αναστέλλουν την έγκριση ΜΠΕ μέχρι την ψήφιση Νέου Χωροταξικού για ΑΠΕ δίνοντας προβάδισμα σε κάποιους «επενδυτές». Οι άλλες περιφερειακές παρατάξεις, τόσο αυτές που ξαφνικά ήχθησαν εις σάρκαν μίαν όσο και αυτές που προέκυψαν από την σχάση του (νεοδημοκρατικού) πυρήνα, αποδέχονται την επιχειρηματική δραστηριότητα στην ενέργεια και την παράδοση των ΑΠΕ στα ιδιωτικά συμφέρονται. Αυτό αποτελεί την καθοριστική διαχωριστική γραμμή. Συναγωνίζονται στο ποιος θα προσφέρει περισσότερες διευκολύνσεις (επιχειρηματικά κίνητρα τα λένε) στο κεφάλαιο και παζαρεύουν δήθεν ανταποδοτικά. Ειδική φορολογική ζώνη – φοροαπαλλαγές και φοροελαφρύνσεις, απαλλαγή τελών, επιδότηση ασφαλιστικών εισφορών, δάνεια με ευνοϊκούς όρους και εγγυήσεις κ.λπ. ΣΔΙΤ, είναι τα δώρα στους μεγάλους ομίλους. Το μόνο που κάνουν τελικά είναι να λειτουργούν ως τροχονόμοι στο σταυροδρόμι των επιδιώξεων των διάφορων επιχειρηματικών συμφερόντων και των δικών τους αντιθέσεων. Άλλοι δίνουν προβάδισμα στα αιολικά, άλλοι στα φωτοβολταϊκά και κάποιοι άλλοι συντάσσονται με τους κολοσσούς που σχεδιάζουν να χρησιμοποιήσουν τεχνολογία υδρογόνου αλλά χρειάζονται χρόνο. Ολοι αυτοί οι όμιλοι στοχεύουν μόνο στην μεγιστοποίηση του κέρδους. Δεν πρόκειται να νοιαστούν ούτε για το περιβάλλον (βλ αιολικά σε Νυμφαίο και Βαρνούντα και αλλού) ούτε για την ποιότητα ζωής του λαού (βλ πχ φωτοβολταϊκά σε Καλαμιά ή την Γαλατινή), ούτε βέβαια πρόκειται να θυσιάσουν έστω ένα ευρώ από τα κέρδη τους για φθηνή ενέργεια στον λαό.
Μήπως όμως να γίνουμε όλοι επιχειρηματίες της ενέργειας; Κοροϊδεύουν τους πολίτες όταν μιλούν για «ενεργειακή δημοκρατία» και ενεργειακές κοινότητες. Η τελευταίες δεν είναι παρά κινήσεις και σχήματα που γίνονται για να μπλέξουν στην όλη διαδικασία της απολιγνιτοποίησης και ορισμένα λαϊκά στρώματα, ώστε να ξεγελαστούν με την υπόσχεση συμμετοχής στα κέρδη. Έχουν ως στόχο τη μετατροπή του λαού σε συνένοχο, σε ενεργητικό συμμέτοχο σε μια πολιτική που είναι σε βάρος του. Παράλληλα, είναι και μια διαδικασία συγκέντρωσης μικρότερων κεφαλαίων γύρω από μεγαλύτερες επενδύσεις, γύρω από μεγαλύτερους επιχειρηματικούς ομίλους που παίρνουν τη μερίδα του λέοντος και εύκολα θα τις ενσωματώσουν. Πρόκειται για μορφές της λεγόμενης «κοινωνικής οικονομίας», που λειτουργούν με τους νόμους του κέρδους και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αποτελέσουν φιλολαϊκές νησίδες μέσα στα πλαίσιά του.
Περιφέρεια και Δήμοι στήνουν και οι ίδιοι ενεργειακές κοινότητες, όπου ήδη στα καταστατικά τους προβλέπουν την είσοδο σε αυτές ιδιωτικών εταιρειών. Πρόσφατα έγινε αποδεκτή στο Περιφερικό Συμβούλιο (από όλες τις παρατάξεις πλην Λαϊκής Συσπείρωσης) η υπουργική τροποποίηση των όρων προτεραιοποίησης της αδειοδότησης ΑΠΕ/ φ/β, όπου, πέρα από άλλα επικίνδυνα, περιλαβαίνει και πρόβλεψη ότι οι ενεργειακές κοινότητες θα μπορούν να μετατρέπονται σε ιδιωτικές εταιρείες ή να απορροφώνται από ιδιωτικές εταιρείες διατηρώντας μάλιστα την σειρά αδειοδότησης που είχαν καταλάβει με την ιδιότητα της ενεργειακής κοινότητας. Καταλαβαίνουμε τι σημαίνουν αυτά: Οι «ενεργειακές κοινότητες» θα χρησιμοποιηθούν ως όχημα για την είσοδο των μονοπωλίων στο σύνολο της αγοράς ενέργειας ΑΠΕ μέσω εξαγοράς τους ή μετατροπής τους. Ενημερώνουμε και επισημαίνουμε το κίνδυνο για όσους καλόπιστα νομίζουν ότι μέσω των ενεργειακών κοινοτήτων θα μπορέσουν «κάτι να σώσουν» ή να έχουν κάποιο πρόσθετο εισόδημα. Η προσφορά ενέργειας από μικροιδιώτες ήδη υπερβαίνει κατά πολύ την δυναότητα απορρόφησης. Μικρο-«επενδυτές» θα κινδυνεύσουν να δουν να απαξιώνονται πλήρως τα χρήματα που θα βάλουν και θα αναζητούν να ξεπουλήσουν «μπιρ παρά». Δεν θα είμαστε για πρώτη φορά θεατές στο ίδιο έργο.
Και τι μπορεί να γίνει;
Μα είναι ρεαλιστικά τα φαραωνικά σχέδια περί μονάδων υδρογόνου και όσα άλλα ακούμε ένθεν κακείθεν και δεν είναι η λειτουργία θερμοηλεκτρικών εργοστασίων με σύγχρονη αντιρρυπαντική τεχνολογία (που ήδη σχεδιάζονταν και δρομολογούνταν), ενταγμένα σε αποκλειστικά δημόσιο ενιαίο φορέα ενέργειας μαζί με ΑΠΕ και κάθε μορφή παραγωγής ενέργειας ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες της χώρας και του λαού(!!);
Ρεαλιστικό και αναγκαίο δεν είναι το σχέδιο εξασφάλισης των κερδών των εταιρειών κολοσσών. Δεν είναι να κλείνουμε τα σχολεία για να εξοικονομηθεί πετρέλαιο (!!). Δεν είναι μονόδρομος, στον 21ο αιώνα, να ευχόμαστε να έχουμε ελαφρύ χειμώνα για να μην ξεπαγιάσουμε! Η υποταγή δεν είναι ρεαλισμός.
Ρεαλιστικό και αναγκαίο είναι να εξυπηρετούνται οι ανάγκες του λαού για φθηνή, καθαρή και προσιτή ενέργεια, με αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων πηγών, με σεβασμό στο περιβάλλον, διασφάλιση της δημόσιας υγείας και κατοχύρωση των εργαζομένων, ειδικά σήμερα που η επιστήμη και η τεχνολογία το έχουν καταστήσει πιο προσιτό από ποτέ. Να εξασφαλιστεί φθηνή και καθολική θέρμανση, ανεξάρτητη από τα εμπορικά τιμολόγια των εταιρειών. Αυτό όμως δεν μπορεί ποτέ να επιτευχθεί όσο η αγορά ενέργειας παραδίδεται ως βορά στα «πράσινα αρπακτικά», όπως εύστοχα χαρακτηρίστηκαν από τον λαό αυτές οι εταιρίες. Αυτό πρέπει να διεκδικήσει ο λαός σε σύγκρουση με την πολιτική στήριξης της κερδοφορίας και της Ενέργειας – εμπόρευμα.
Η ψήφος υπέρ της Λαϊκής Συσπείρωσης σε Περιφέρεια και Δήμους και η ισχυρή εκπροσώπηση στα συμβούλια είναι ένα αποφασιστικό βήμα ώστε πιο δυνατοί να διεκδικήσουμε και να κερδίσουμε – σήμερα και όχι στο απώτερο μέλλον- τους βασικούς όρους μιας ζωής με αξιοπρέπεια.
* Λένιν, Άπαντα τ.27, εκδ Σύγχρονη εποχή, σελ.392