Για το μυθιστόρημα του Μιχάλη Πιτένη «Γιαλάν Ντουνιάς» (εκδ. Γράφημα). Στην κεντρική εικόνα, φίλοι σε μαγειρείο – κουρείο στην πόλη της Κοζάνης το 1962 (Πηγή: Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη της Βέροιας).
Γράφει ο Νίκος Βατόπουλος
Διαβάζοντας το νέο μυθιστόρημα του Μιχάλη Πιτένη αναρωτιόμουν: Είναι ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης, είναι ένα μυθιστόρημα για τον γενέθλιο τόπο; Η προφανής απάντηση είναι και τα δύο. Όμως ο Γιαλάν Ντουνιάς μοιάζει να αναβλύζει από μια επιθυμία –να τιμηθεί μια πορεία προγόνων– αλλά και από μια ανάγκη – την ανάγκη να ορίσεις τον εαυτό σου, την ανάγκη της αυτοσυνειδησίας.
Χάρηκα την ανάγνωση του βιβλίου του Μιχάλη Πιτένη για όλους αυτούς τους λόγους αλλά και για κάτι ακόμη. Για το χάρισμα της μεγάλης σύνθεσης, την οποία επιχειρεί και εκτελεί. Σύνθεση, στην οποία το βίωμα, η μυθοπλασία, το γλωσσικό αισθητήριο και η πολυεπίπεδη συνύπαρξη των γενεών εκβάλλει σε μια αναγνωστική εμπειρία βαθιά, ενίοτε σαν τραύμα μιας αδιόρατης απώλειας, ενίοτε σαν ανάμνηση θολών και απωθημένων εικόνων.
Ο Μιχάλης Πιτένης περνά στη λογοτεχνία αυτή τη γλωσσική κληρονομιά σαν ένα σώμα άυλης παρακαταθήκης.
Εκ πρώτης όψεως, θα στεκόμουν στο γλωσσικό ιδίωμα, στα κοζανίτικα, που λίγο-λίγο, τα διαβάζεις, τα καταλαβαίνεις, τα νιώθεις, σου αρέσουν κιόλας. Έχουν αλήθεια, πατάνε στη γη. Το ιδίωμα το γεννά η ανάγκη, ο τόπος, η ύπαρξη. Ο Μιχάλης Πιτένης περνά στη λογοτεχνία αυτή τη γλωσσική κληρονομιά σαν ένα σώμα άυλης παρακαταθήκης. Αυτό το πέρασμα γίνεται με τρόπο αβίαστο αλλά και με μία συναίσθηση ενός τελετουργικού, σαν παράδοση ιερών κειμηλίων. Και σκεφτόμουν πόσο ο χρόνος επιδρά και μεταμορφώνει και πώς φέρνει στην προθήκη του τώρα την απλή γλώσσα των ανθρώπων, τη γλώσσα της καρδιάς και της ανάγκης με ένα μανδύα ιερότητας, σαν ένα κειμήλιο εθνικής σημασίας, σαν κεντημένα προικιά ή σαν σπίτια φτιαγμένα με τα χέρια και τη σοφία της λαϊκής τέχνης…
Ο Μιχάλης Πιτένης μας φέρνει την ντοπιολαλιά… Μαζί μας φέρνει τις σκιές και τα σώματα των ανθρώπων. Η γλώσσα ορίζει και ορίζεται από τον κόσμο της. Αλλά εν προκειμένω, τον Γιαλάν Ντουνιά δεν είναι σωστό να τον χαρακτηρίσει κανείς ηθογραφία και να τον περιορίσει, ούτε να τον προσομοιάσει με σωστική επιχείρηση ενός χαμένου τρόπου ζωής. Δεν φαίνεται να ήταν αυτή η εξ αρχής πρόθεση. Και δεν λειτουργεί έτσι η αναγνωστική διαδικασία μέσα στις σελίδες του βιβλίου αυτού.
Άνοδος και καταβύθιση στην κλίμακα της ζωής
Προσωπικά, το είδα σαν μια μεγάλη ιστόρηση στο βάθος της βιωματικής ύπαρξης. Περισσότερο ως μία απόπειρα κατανόησης και στάθμισης του εαυτού στον βιολογικό και ιστορικό χρόνο, παρά ως μια ιστορική ανάπλαση. Μοιάζει λοιπόν ως μια εξιστόρηση και μια ταλάντωση ανάμεσα στον εαυτό που είναι και στον εαυτό που υπήρξε, στον εαυτό που γλιστράει σε άλλες εκδοχές, συχνά ασυνείδητες και συχνά με τρόπο ακούσιο. Είναι μια άνοδος και μια καταβύθιση ταυτόχρονα στην κλίμακα της ζωής. Και από κάτω απλώνονται οι ρίζες της οικογενειακής προϊστορίας, της ιστορίας της κοινότητας, οι σκιές ενός κόσμου προνεωτερικού που δίχως να το ξέρει ζει τα τελευταία στάδια της πρωτοκαθεδρίας του.
Παρατηρούμε με γνώση πρωθύστερη την αποκαθήλωση ενός πολιτισμικού οικοδομήματος που ευδοκίμησε και λειτούργησε επί αιώνες. Η γενιά του Μιχάλη Πιτένη είναι η γενιά που φέρει μνήμες από τον κόσμο που παρήλθε. Είναι ένα προνόμιο, αλλά ταυτόχρονα είναι και μια συνθήκη με το βάρος ενός αποχαιρετισμού και με το χρέος μιας ευθύνης απέναντι στον κόσμο αυτό. Το μεγάλο πλέγμα των συγγενών που ήταν δίχτυ και ασφάλεια όσο ήταν και ανάχωμα για άνοιγμα των φτερών ενός εφήβου και ενός νέου, ήταν σε κάθε περίπτωση μια απαράβατη συνθήκη, πύλη κατανόησης του ελληνικού βίου και του ελληνικού τρόπου επί αιώνες. Αυτό το ιδιάζον πολιτισμικό αποτύπωμα εκείνου του μακρινού, πλέον, κόσμου, έτσι όπως σφράγισε την τοπική κουλτούρα και τον ιδιότυπο πολιτισμό της Δυτικής Μακεδονίας αναφύεται πλέον ως ένα αρμολόγημα αναμνήσεων και πραγματικών εμπειριών. Είναι ένα μωσαϊκό προελεύσεων και σήμερα στον Έλληνα αστό απαιτείται επιπλέον προσπάθεια για να του μιλήσεις για την ντόπια κουλτούρα της Μακεδονίας, για τους Βλάχους, για τους Πόντιους, για τη συναίρεση ενός τρόπου κατανόησης του κόσμου.
Κάποιες στιγμές γεννήθηκαν συνειρμοί με κείμενα που έχει αφήσει ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου.
Ο Μιχάλης Πιτένης, με ωριμότητα προικισμένου πεζογράφου, ισορροπεί θαυμάσια το συναίσθημα. Το αφήνει στο χέρι του αναγνώστη, να συγκινηθεί εκείνος όσο θέλει και όσο του επιτρέπουν τα δικά του βιώματα και αναφορές. Πάντως, εκουσίως ή όχι, η πινακοθήκη των προσώπων από την Κοζάνη του 1960 (σε αντιδιαστολή με την κλασική σύγχρονη οικογένεια που ζει στη Θεσσαλονίκη) συντηρείται από την υγρασία του χρόνου, υπηρετείται από την ανάγκη της ανέλκυσης ενός κόσμου ενταφιασμένου.
Κάποιες στιγμές γεννήθηκαν συνειρμοί με κείμενα που έχει αφήσει ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου. Στη Γιαγιά μου η Ρούσα, εκείνος μιλάει για την προηγούμενη γενιά, εκείνη που βίωσε το 1922 και την έλευση των «ξένων» στην Κοζάνη, και τη βίαιη ανατροπή της ζωής όπως είχε ριζώσει επί αιώνες. Ο Μιχάλης Πιτένης μιλάει για την επιβίωση του παλιού τρόπου στη μεταπολεμική γενιά, στα παντρολογήματα του 1960, στα δίκτυα των συγγενών και φίλων. Ο ίδιος είναι φορέας μια μνήμης, φέρει μέσα του ήθη και έθιμα που έχουν θαμπώσει στον χρόνο, ή που κάποια από αυτά επιβιώνουν σε έναν κόσμο υβριδικό με ένα τρόπο απλής τελετουργίας.
Η Κοζάνη είναι μια πόλη που άλλαξε πολύ μεταπολεμικά, ιδίως μετά το 1980, όπως οι περισσότερες ελληνικές πόλεις.
Στο εξώφυλλο του βιβλίου, που φιλοτέχνησε ο Αργύρης Παφίλης, έχουμε μια θαυμάσια εικαστική απόδοση της παλιάς Κοζάνης. Η Κοζάνη είναι μια πόλη που άλλαξε πολύ μεταπολεμικά, ιδίως μετά το 1980, όπως οι περισσότερες ελληνικές πόλεις. Ως το 1970, οι παλιές όψεις και ο παλιός κόσμος κρατούσε ακόμη. Αυτή η διαδρομή στον χρόνο αποτυπώνεται ευκρινώς στην προσωπικότητα του 65χρονου Νικολάκη, του κεντρικού ήρωα, που επισκέπτεται το τοπίο της μνήμης και επιχειρεί αυτήν την ταλάντωση ανάμεσα στο τότε και το τώρα.
Ο μισός αιώνας, ανάμεσα στο 1960 και το 2010, είναι για όλον τον κόσμο, αλλά και για την Ελλάδα ιδιαιτέρως μια περίοδος ωρίμανσης, ταχύτητας και βαθύτατων αλλαγών. Αρκεί να δει κανείς τις φωτογραφίες των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων στην ύπαιθρο ή στα μικρά αστικά κέντρα για να αντιληφθεί τη μεγάλη διαδρομή. Και τα πρόσωπα σε εκείνες τις παλιές φωτογραφίες, στις οποίες αναπόφευκτα μας οδηγεί η αφήγηση του Μιχάλη Πιτένη, έχουν τον χαρακτήρα της μετάληψης ενός κόσμου που μόλις αχνοφαίνεται.
[…] τα περισσότερα κορίτσια τα τραβούσαν από το σχολείο συχνά πριν τελειώσουν καν το δημοτικό, και τα πάντρευαν νωρίς χωρίς να έχουν καν γνώμη για τη νέα τους οικογένεια.
Πράγματι, η καθημερινότητα ήταν πολύ πιο δύσκολη, χωρίς ανέσεις, με τις γυναίκες φορτωμένες με πάρα πολλά καθήκοντα, ιδίως στα χωριά, με χειρωνακτικές εργασίες, να μαγειρέψουν, να κόψουν ξύλα, να αντιμετωπίσουν τον δριμύ χειμώνα, να μεγαλώσουν, να ταϊσουν και να ντύσουν τα παιδιά. Και πράγματι, τα περισσότερα κορίτσια τα τραβούσαν από το σχολείο συχνά πριν τελειώσουν καν το δημοτικό, και τα πάντρευαν νωρίς χωρίς να έχουν καν γνώμη για τη νέα τους οικογένεια.
Αλλά αυτή είναι η μία όψη. Η άλλη όψη είναι ένας κόσμος αισθημάτων και αλληλεγγύης, δυσνόητος και συχνά ακατανόητος από τα θεωρεία του 21ου αιώνα. Αλλά ο Μιχάλης Πιτένης έχει επιτύχει να οργανώσει μια συμφιλίωση, τουλάχιστον σε ένα επίπεδο συνείδησης και συγκίνησης, ανάμεσα στον κόσμο του χτες και στον κόσμο του σήμερα. Ανάμεσα στον προνεωτερικό κόσμο και στον κόσμο της ψηφιακής πραγματικότητας, τρόπον τινά. Αυτό που επιτυγχάνει έχει στοιχεία από τρυφερότητα και αγάπη, από αυτοκριτική και συγχώρεση, από εσωτερική ευρυχωρία και ευρύτητα πνεύματος. Γινόμαστε και εμείς, ως αναγνώστες, και λίγο Κοζανίτες. Αγαπάμε τον τόπο και τους ανθρώπους του.
Ο Μιχάλης Πιτένης με τον Γιαλάν Ντουνιά προσφέρει μια μεγάλη υπηρεσία στον τόπο του. Βάζει την Κοζάνη στον λογοτεχνικό χάρτη με ένα έργο που έχει κλασικές προδιαγραφές. Και κυρίως γεννά την επιθυμία για παραπάνω αναδίφηση σε κόσμους που άφησαν ίχνη όχι πάντα ορατά. Και γεννά την προσδοκία ότι η λήθη δεν θα είναι οριστική. Υπάρχει χρέος, υπάρχει και η αγάπη ως καύσιμο.
Χαίρομαι που το ενδιαφέρον για την ιστορία της Κοζάνης και την ιστορία των ανθρώπων της έχει αυξηθεί. Και ένα τέτοιο έργο, όπως είναι ο Γιαλάν Ντουνιάς, αφήνει μια παρακαταθήκη.
Όσο αφορά την αλλαγή της πόλης που αναφέρει στην κριτική του ο δημοσιογράφος για το 1980,θα προσθέσω ότι άλλαξε πολύ η πόλη μετα τον σεισμό. Προς το χειρότερο βέβαια καθότι ακόμη και το νέο σχέδιο πόλεως έγινε με γνώμονα την εξυπηρέτηση συμφερόντων και όχι την ρυμοτομία και την αισθητική λέξεις βέβαια άγνωστες στους τοπικούς άρχοντες που μέχρι και σήμερα διοικούν τον τόπο.
Ο κύριος Πιτένης στέκεται άνετα στους λογοτεχνικούς κύκλους των Αθηνών όσο κανένας
αλλά στους κύκλους της Κοζάνης έχει ένα θέμα προσαρμογής.. Γεννημένος για τα σαλόνια των Αθηνών…
….ΣΥΜΦΩΝΩ…ΩΣ ΚΑΝΕΝΑΣ!