Καθώς το φθινόπωρο σιγά σιγά αποχωρεί και τα πρώτα χιόνια στις πιο ψηλές βουνοκορφές αναμένονται οσονούπω, οι άνθρωποι στα χωριά -ερημωμένα πολλά εξ αυτών- της ορεινής Ελλάδας, προετοιμάζονται πυρετωδώς για τον Χειμώνα, που είναι γι’ αυτούς δύσκολος, κάποιες φορές βαρύς, αλλά σίγουρα γεμάτος ιστορίες, μαγειρέματα, τσίπουρο και καλή καρδιά.
Οι «άνθρωποι των ορέων» έχουν μάθει να συμβιώνουν με τη φύση και να διαχειρίζονται τις συμπεριφορές της, ακόμα και τις πιο ακραίες. Και δείχνουν να διασκεδάζουν με το πώς αντιμετωπίζουν τις εναλλαγές της οι συνανθρώποί τους «εκεί κάτω στις πόλεις». Ωστόσο, εκείνο που δύσκολα παλεύεται, είναι η μοναξιά.
Υπάρχουν χωριά -πολλά μάλιστα, στο ορεινό ανάγλυφο, όπου οι ελάχιστοι κάτοικοί τους μπορεί να περάσουν και εβδομάδες να συναντηθούν και να ανταλλάξουν μια καλημέρα με συνάνθρωπό τους. Λύκοι, αρκούδες, αγριογούρουνα είναι στα πιο απομακρυσμένα, οι τακτικοί επισκέπτες στις αυλές των σπιτιών και πλάι στο τζάκι, μόνιμος «μουσαφίρης» η τηλεόραση – το ισχυρό «φάρμακο» εναντίον της απομόνωσης.
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ ταξίδεψε στον Γράμμο και τα Πιέρια (σ.σ. το ρεπορτάζ για τα Πιέρια θα δημοσιευτεί αύριο, Κυριακή 12 Νοεμβρίου), όπου κατέγραψε τις ετοιμασίες των νοικοκυριών για τη χειμερινή «σεζόν» αλλά και μίλησε με κάτοικους γύρω από την καθημερινότητά τους στον μακρύ χειμώνα με τις ατέλειωτες νύχτες.
«Έχει κρύο και χιόνια, αλλά ετοιμάσαμε τα ξύλα για τη θέρμανση, έχουμε και ένα μικρό μπακάλικο και θα περάσουμε το χειμώνα μεταξύ μας», μας είπε ένας κάτοικος του χωριού Δάσκιο στα Πιέρια.
Και ένας άλλος, στο Πευκόδασος του Γράμμου: «Ήμασταν πέντε άτομα όλα και όλα, αλλά τώρα, άλλοι πέθαναν και άλλοι έφυγαν»…
Σκαρφαλώνοντας στον Γράμμο
Οικισμοί «καρφιτσωμένοι» στις απότομες πλαγιές του τέταρτου ψηλότερου βουνού της Ελλάδας, του Γράμμου. Οι περισσότεροι εγκαταλελειμμένοι. «Απόνερα» του εμφυλίου πολέμου που «ανάγκασε» τους ακρίτες της κορυφογραμμής του βουνού, να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους ψάχνοντας διαφυγή στην ενδοχώρα ή στο εξωτερικό. Ο χειμώνας στην περιοχή είναι πάντοτε βαρύς. Μπορεί οι κλιματικές αλλαγές να τον έχουν μετατοπίσει χρονικά, όμως συνεχίζει να «παγώνει» την περιοχή, καλύπτοντάς την με περισσότερα από δύο μέτρα χιόνι, κυρίως στα πιο ορεινά χωριά, όπως το Γράμμος ή Γράμμουστα, όπως το έλεγαν οι παλαιότεροι.
Το χωριό Γράμμος
Τα απομεινάρια του χωριού θυμίζουν την ολική καταστροφή που υπέστη στον εμφύλιο. Ωστόσο, κάποιες παλιές κτηνοτροφικές καλύβες, είκοσι πέντε τον αριθμό, έχουν μετατραπεί σήμερα σε όμορφα πέτρινα σπίτια.
Σε υψόμετρο 1380 μ. από τη θάλασσα, το χωριό Γράμμος έχει ζωή μέχρι τα μέσα του Δεκέμβρη. Εκείνες τις μέρες συνήθως, οι γυμνές βουνοκορφές που το περικλείουν καλύπτονται από πολλά μέτρα χιόνι, που ξεκινούν στα τέλη Νοέμβρη και στοιβάζονται με την απότομη πτώση της θερμοκρασίας σε παγωμένα στρώματα που θα λιώσουν το καλοκαίρι.
Τον χειμώνα δεν μένει κανείς στην περιοχή. Ο τόπος «ερημώνει» θα πει χαρακτηριστικά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο 69χρονος κτηνοτρόφος Γιώργος Σούρλας, ο οποίος μαζί με τη γυναίκα του, τη Βιολέτα, θα είναι οι τελευταίοι που θα αποχαιρετήσουν τον Γράμμο για τον χειμώνα, πριν τους «πιάσουν» τα χιόνια.
«Εγώ μένω εδώ το αργότερο μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου. Μετά φορτώνω τα ζώα μου, (250 αγελάδες), σε φορτηγά και τα μεταφέρω στην Πάργα. Θα επιστρέψω τέλος Απριλίου, αρχές Μαΐου» θα πει ο κ. Σούρλας και θα συμπληρώσει: «Εδώ είναι πολύ δύσκολη η ζωή τον χειμώνα. Όμως προσπαθούμε να κρατήσουμε τον τόπο ζωντανό. Προσπαθούμε, αγωνιζόμαστε και θα αγωνιστούμε ακόμη περισσότερο για να τον κρατήσουμε όσο μπορούμε, μέχρι να καταλάβουν όλοι τι θεϊκός τόπος είναι αυτός. Εδώ είναι Ελβετία» λέει χαρακτηριστικά ο κτηνοτρόφος, γέννημα-θρέμμα της περιοχής, που το χειμώνα μετοικεί στην Ηγουμενίτσα.
Θα φύγει και αυτός, όπως και οι άλλοι κτηνοτρόφοι, που μεταφέρουν τους καλοκαιρινούς μήνες τα κοπάδια τους στην περιοχή, η οποία προσφέρεται για νομαδική κτηνοτροφία.
«Τα ζώα όλα είναι ελευθέρας βοσκής. Είμαστε περίπου 15 κτηνοτρόφοι με μεγάλα κοπάδια. Όλοι κρεατοπαραγωγοί. Τους θερινούς μήνες, ο Γράμμος έχει στις πλαγιές του περίπου 3.500 χιλιάδες γελάδια, τα οποία το χειμώνα κατεβαίνουν στα “χειμαδιά”», αναφέρει ο κ. Σούρλας, που δεν αποφεύγει να θίξει το θέμα της έλλειψης επικοινωνίας, που είναι ένα σοβαρό πρόβλημα.
«Ευτυχώς μας έφτιαξαν τον δρόμο, απομένουν όμως οχτώ χιλιόμετρα χωματόδρομος και τελειώσαμε. Αυτό που δεν έχουμε είναι επικοινωνία. Ελπίζω άμεσα να γίνει και αυτό» λέει καθώς στην περιοχή δεν λειτουργούν τα κινητά τηλέφωνα. Για τις προμήθειές τους όλοι πρέπει να μεταβούν στην Καστοριά, μία ώρα δρόμος ή και στο Νεστόριο, την έδρα του ομώνυμου δήμου.
Όσο για γιατρό, αυτός δεν φτάνει ποτέ στην περιοχή. «Αν συμβεί κάτι, έχουμε τα αγροτικά μας και τρέχουμε …αυτό είναι ο γιατρός» τονίζει ο 69χρονος κτηνοτρόφος, που παρά τις δυσκολίες, η αγάπη του για τον τόπο είναι εμφανής. «Δύσκολα είναι, αλλά ο τόπος είναι υπέροχος. Από εδώ είναι η καταγωγή μου και εδώ θα πεθάνω» ομολογεί.
Στο πλευρό του η 59χρονη Βιολέτα Πίντζα, η μόνη γυναίκα στην περιοχή, εκτός από μία κτηνοτρόφο που έρχεται μόνο το καλοκαίρι, αλλά δεν την βλέπει, όπως μας λέει, συχνά.
Η Βιολέτα έχει υπό την επίβλεψή της το μοναδικό, υποτυπώδες, καφενείο που λειτουργεί και ως ψησταριά, ενώ πάνω του στεγάζεται και ένας μικρός ξενώνας. Πρόκειται για το «κονάκι» των κτηνοτρόφων, των περαστικών κυνηγών, αλλά και των ορειβατών της περιοχής. Όπως μας λέει, «παρότι η διαμονή στην περιοχή έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες, για την ίδια δεν είναι δύσκολο».
«Εμένα εδώ μου φαίνεται σαν να ήρθα εχθές και να φεύγω αύριο. Δεν καταλαβαίνω πώς περνάει ο καιρός. Τη μέρα έχω ένα σωρό δουλειές: να μαγειρέψω, να βοηθήσω τον άνδρα μου, να φροντίσω τα λουλούδια μου και ο καιρός περνάει» θα πει, παρότι δεν έχει κάποια άλλη γυναικεία συντροφιά για να «ξεγελάσει» τον χρόνο της.
«Δεν με πειράζει που δεν έχει άλλες γυναίκες. Τους βάζω όλους τους άνδρες κάτω!» λέει όλο νόημα, ενώ παρότι την πιέζουμε δεν αποκαλύπτει τα μυστικά της μαγειρικής της για την περίφημη τηγανιά της και την «ομελέτα της Βιολέτας».
«Είναι τα φρέσκα αβγά» λέει όλο χάρη και εξηγεί πως αυτό που την κάνει χαρούμενη είναι όταν έρχεται κόσμος στην περιοχή. «Όταν έρχονται και ξανάρχονται, με ευχαριστεί ιδιαίτερα. Με ευχαριστεί επίσης όταν έρχονται νέοι και ορειβάτες. Τους μαθαίνουμε την ιστορία μας. Το χωριό μας, ο Γράμμος, έχει μεγάλη ιστορία» καταλήγει.
Πράγματι, ο Γράμμος είναι σημείο συνάντησης πολλών κτηνοτρόφων αλλά και συνταξιούχων στην περιοχή. Όσο είναι ανοικτό το καφενεδάκι της Βιολέτας, δεν είναι λίγοι εκείνοι που θα αψηφήσουν το υψόμετρο και τις απανωτές στροφές και θα σπεύσουν, ακόμη και αρχές του Δεκέμβρη, για να πιουν έναν καλό ελληνικό καφέ. Αυτό κάνει συχνά και ο Κωνσταντίνος Δίγκας από το Βογατσικό. Στα νιάτα του ήταν και αυτός κτηνοτρόφος, τώρα, συνταξιούχος πλέον, περνάει τον χρόνο του τον χειμώνα, «κάνοντας καμιά βόλτα στην πιάτσα», δηλαδή το καφενείο της Βιολέτας.
Σε λίγες μέρες τίποτα δεν θα είναι το ίδιο στον Γράμμο. Μόνο το «Επιτηρητικό Φυλάκιο» με την ελληνική σημαία που κυματίζει θα προσδίδει σημάδια ζωής.
«Κάποτε το χωριό είχε αρχιφύλακα και έμενε εδώ όλο τον χρόνο. Τον χειμώνα, όμως, ήταν πολύ δύσκολα καθώς το χιόνι ξεπερνάει τα δύο μέτρα» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο 23χρονος εγγονός του Κωνσταντίνου Δίγκα, Δημήτρης Σιδέρης, που όταν μπορεί, συνοδεύει στις εξορμήσεις τον παππού του.
Τη νηνεμία του βουνού στον Γράμμο θα «σπάσει», σε λιγότερο από έναν μήνα, το απόκοσμο βουητό του ποταμού Αλιάκμονα.
Οι πηγές του θα γεμίσουν από τη βροχή και τα χιόνια και αυτός, φουσκωμένος, θα ξεχυθεί ορμητικά μέχρι να συναντήσει το Αιγαίο στον Θερμαϊκό Κόλπο. «Εδώ κατεβαίνει το νερό από τις πηγές του Αλιάκμονα και από πάνω το χιόνι κάνει ένα δικό του τούνελ» λέει περιγραφικά ο Δημήτρης Σιδέρης.
Κατεβαίνοντας τον Γράμμο, η θέα αποζημιώνει τους τολμηρούς που αψηφούν τις στροφές. Το οδικό δίκτυο είναι προσβάσιμο καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Πυκνή βλάστηση από πανύψηλες οξιές, ελάτη και μαύρη πεύκη συνθέτει ένα μοναδικό τοπίο. Η περιοχή ανακηρύχθηκε ως «Μνημείο της Φύσης».
Χωριό Πεύκος
Σε υψόμετρο 980 μέτρων συναντάμε το χωριό Πεύκος. Κλειδαμπαρωμένα πέτρινα ψηλά σπίτια με σκεπές από σχιστόπλακα στέκουν αθόρυβοι φρουροί στο πέρασμα του οικισμού.
Το γαύγισμα ενός σκύλου προδίδει την ύπαρξη ζωής στο χωριό. Μας οδηγεί ο ήχος από το στοίβαγμα των ξύλων και ο λευκός καπνός μιας καμινάδας.
Χωμένος μέσα σε μία μικρή αποθήκη, τοποθετεί με απόλυτη ακρίβεια, το ένα ξύλο πάνω στο άλλο, ο 90χρονος Ζήσης Τράντος. Ένας εκ των δύο πλέον μόνιμων κατοίκων του χωριού. «Εγώ και μια ξαδέρφη μου ηλικιωμένη, που μένει παραδίπλα, μένουμε τον χειμώνα στο χωριό. Και αυτό μέχρι τα Χριστούγεννα που θα έρθουν οι οικογένειές μας να μας πάρουν», θα πει και θα συμπληρώσει: «φεύγουμε τις γιορτές για 2-3 μήνες. Πολλά χρόνια εμένα και μόνος μου. Ήμασταν πέντε άτομα όλα και όλα. Διάσπαρτες οικογένειες. Αλλά τώρα, άλλοι πέθαναν και άλλοι έφυγαν» λέει με πικρία.
Το μικρό καφενείο του χωριού έκλεισε και αυτό φέτος. Μία πινακίδα, που γράφει «Κοινοτικό Γραφείο Πεύκου» αναγέρθηκε το 1956, προδίδει πως κάποτε, σε εκείνο τον τόπο υπήρχε ζωή. «Το καφενείο έκλεισε, δεν μπορούν να βρουν άνθρωπο να το δουλέψει», λέει ο Ζήσης Τράντος, που παρότι έμεινε χήρος εδώ και χρόνια, δεν μπορεί να αποχωριστεί τον τόπο του και το σπίτι του.
Κατηφορίζοντας προς τα κεφαλοχώρια του δήμου Νεστορίου, στα ανοίγματα του δρόμου, παρατίθενται στοιβαγμένοι πελώριοι κορμοί δέντρων. Μεγάλα φορτηγά θα τα φορτώσουν και θα τα μεταφέρουν στις ξυλαποθήκες.
Ο 30χρονος Γιώργος Μπαμπάκος είναι από το χωριό Μανιάκι. Δεν έφυγε ποτέ από εκεί. Από είκοσι χρονών ασχολείται με την ξυλεία. «Η δουλειά ξεκινά από το καλοκαίρι για να είναι όλα έτοιμα το χειμώνα» θα πει.
«Η διαδικασία είναι καθορισμένη από το δασαρχείο. Μπαίνουν οι συνεταιρισμοί μέσα στα δάση και μας δίνουν δασοσυστάδες. Αρχικά ξεκινά το καλοκαίρι το κόψιμο των δέντρων και μετά με διάφορα μηχανήματα βγάζουμε τους κορμούς σε κεντρικούς δασόδρομους. Έπειτα ερχόμαστε εδώ οι έμποροι ξυλείας με τα φορτηγά και βγάζουμε τους κορμούς σε συγκεκριμένα μέρη για να μπορούμε να τα φορτώσουμε. Τα ξύλα μεταφέρονται σε αποθήκες, ενώ διατίθενται σε Καστοριά, άλλα μέρη στη δυτική Μακεδονία, Λάρισα. Γίνονται και εξαγωγές στην Κύπρο και την Αλβανία» αναφέρει ο Γιώργος Μπαμπάκος, επισημαίνοντας πως «φέτος, το δασαρχείο έδωσε άδεια για 38.000 κυβικά ξύλα σε σύνολο σε όλη την Καστοριά.
Νεστόριο, η πρωτεύουσα του ομώνυμου δήμου
Στην περιοχή, σε όλα τα χωριά ο πληθυσμός μειώθηκε δραματικά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και κυρίως μετά τον εμφύλιο. Το Γλυκονέρι, η Παλιά Κοτύλη, ο Άγιος Ζαχαρίας, το Λιανοτόπι, το Βέτερνικ και η Φούσια εγκαταλείφθηκαν εντελώς.
Το Νεστόριο παραμένει ζωντανό. Βρίσκεται σε υψόμετρο 890 μέτρων, στις παρυφές του Γράμμου και είναι η έδρα του ομώνυμου δήμου, που δεν ξεπερνά τα 2.700 άτομα συνολικά.
Εδώ η ζωή φαίνεται πιο εύκολη τον χειμώνα. Στο κέντρο του χωριού συναντάς μικρά καφενεδάκια και μπακάλικα, αλλά και φαρμακείο, ενώ το αγροτικό ιατρείο ανοίγει τις πόρτες του μόνο μία φορά την εβδομάδα. Παρά τις μεσημβρινές ώρες, ο κόσμος που κυκλοφορεί είναι ελάχιστος.
Τούτη την εποχή, το Νεστόριο ζει στον πυρετό της κοπής καυσόξυλων, για τον χειμώνα.
Τα αλυσοπρίονα και τα τσεκούρια έχουν «πάρει φωτιά». Το κρύο, όπως και πιο ψηλά στα Γραμμοχώρια, είναι τσουχτερό, οι καμινάδες καπνίζουν επί εικοσιτετραώρου βάσεως. Το χιόνι στις πλαγιές του Γράμμου φτάνει έως και τα τρία μέτρα τον χειμώνα. «Θα χρειαστούν τα νοικοκυριά από 15 έως 30 τόνους ξύλα, ανάλογα αν καίνε καυστήρα» θα πει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Χρήστος Μίντζιας.
Η θέα από το χωριό, που χωρίζεται από έναν δρόμο σε Άνω Νεστόριο και Κάτω Νεστόριο, είναι καθηλωτική, καθώς χάνεται μέσα στα δάση και στις εκβολές του Αλιάκμονα. Το χωριό με τα επιβλητικά πέτρινα σπίτια, κρατάνε ζωντανό με έναν δικό τους μοναδικό τρόπο οι γυναίκες, οι οποίες έχουν ιδρύσει πολιτιστικό, λαογραφικό και προσφάτως σύλλογο γυναικών.
Όπως αναφέρουν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Καλλιθέα Γκίτση και η Σοφία Τοπάλτση, μέλη του συλλόγου, οι προετοιμασίες για τον χειμώνα ξεκινούν από την Άνοιξη. «Θα μαζέψουμε τον δυόσμο για να τον αποξηράνουμε και να τον έχουμε όλο τον χειμώνα, το χαμομήλι και άλλα βότανα του βουνού. Επίσης μαζεύουμε τα φρούτα που ωριμάζουν, τα άγρια σύκα που θα τα κάνουμε γλυκό ή μαρμελάδα και θα τα αποθηκεύσουμε για τον χειμώνα. Γλυκό κάνουμε και από κολοκύθα. Γίνεται από το άσπρο κολοκύθι της περιοχής, που είναι ιδιαίτερο και νόστιμο, και βάζουμε λίγη αρμπαρόριζα για μυρουδιά». Όμως η προετοιμασία δεν σταματάει στα γλυκά, καθώς το καλοκαίρι ετοιμάζεται και ο σταρένιος και ο αλευρίσιος τραχανάς του χειμώνα, ενώ μαζεύονται και οι ψιλές φακές και τα φασόλια.
Τα ηδύποτα έχουν την τιμητική του στο χωριό, γιατί όλες οι γυναίκες ετοιμάζουν ποτά από φρούτα του δάσους, ενώ ιδιαίτερο είναι και το ποτό από πράσινο, άγουρο μικρό καρύδι. «Πρόκειται για ένα γευστικό ποτό, που κάποτε είχε και φαρμακευτική χρήση» μας λέει η Καλλιθέα Γκίτση.
«Χειμώνας χωρίς αλμυρή κολοκυθόπιτα στο Νεστόριο δεν νοείται» θα πει η Σοφία Τοπάλτση καθώς μας σερβίρει, ενώ θα μας αποκαλύψει ότι καταψύχουν τις κολοκύθες προκειμένου να έχουν υλικό για όλο τον καιρό.
Μέσα στις προετοιμασίες δεν λείπουν και τα παράπονα των γυναικών για τον περιορισμό που φέρνει ο χιονιάς, αναφέροντας όμως πως οι εκδηλώσεις που διοργανώνονται από όλες τις γυναίκες του χωριού για τις γιορτές, τον κάνουν πιο εύκολο.
Το Νεστόριο μπορεί να είναι μικρό, όμως αποτελεί το ορμητήριο πολλών ορειβατών και επισκεπτών της περιοχής.
Στο χωριό λειτουργούν συνολικά οχτώ παραδοσιακοί ξενώνες, που έχουν αρκετούς επισκέπτες και τους χειμερινούς μήνες, κυρίως περιπατητές του βουνού.
Πεζοπορία και τον χειμώνα στις πλαγιές του βουνού
Ο 38χρονος Αργύρης Κεραμάρης, από το Επταχώρι είναι δημοτικός σύμβουλος του δήμου Νεστορίου. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο τμήμα Πληροφορικής του ΑΠΘ, αλλά η αγάπη του για τον τόπο, τον «τράβηξε» από τον ιστό της μεγαλούπολης. Θεωρείται ο καλύτερος συνοδός βουνού της περιοχής, ενώ το νέο του επάγγελμα το στήριξε και με τις κατάλληλες γνώσεις που έλαβε από τις σπουδές του ως συνοδός βουνού στα δημόσια ΙΕΚ. Ξέρει τον Γράμμο σπιθαμή προς σπιθαμή.
«Μία από τις ιδιαιτερότητες του δήμου μας είναι ότι αποτελείται μόνο από χωριά, δεν υπάρχει μεγάλη πόλη. Συνολικά είναι 22 χωριά με μεγαλύτερο το Νεστόριο που έχει περίπου 500 κατοίκους το χειμώνα. Ο κόσμος ασχολείται με την υλοτομία, την κτηνοτροφία, τη γεωργία και λίγο με το τουρισμό. Τα τελευταία χρόνια προσελκύει τουρισμό, κυρίως για πεζοπορία και ορειβασία» αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Αργύρης Κεραμάρης.
Η πεζοπορία στα μονοπάτια του Γράμμου είναι γνωστή σε όλη την Ελλάδα και την Ευρώπη. Τον χειμώνα οι συνθήκες είναι πιο δύσκολες λόγω του χιονιού, αλλά όπως εξηγεί, «με τον κατάλληλο εξοπλισμό και την κατάλληλη εκπαίδευση μπορεί ο ορειβάτης να έρθει και να περπατήσει ακόμη και στα δύο μέτρα χιόνι».
Στην περιοχή υπάρχει έντονη κινητικότητα, με τον απαράμιλλης ομορφιάς Γράμμο, που έχει υψόμετρο 2520 μέτρα και τη λίμνη Γκιστόβα, μία από τις τρεις αλπικές λίμνες στην Ελλάδα, που είναι η ψηλότερη των Βαλκανίων σε υψόμετρο 2350 μέτρα από τη θάλασσα.
«Περπατάμε και πάνω στα χιόνια. Σε ιδανικές συνθήκες, όταν το χιόνι είναι παγωμένο, μπορείς να περπατάς πάνω του, να μην βουλιάζεις καθόλου. Συνήθως χρειάζεται ειδικά καρφιά, που μπαίνουν στα παπούτσια. Όταν το χιόνι είναι πιο μαλακό, χρειάζονται οι γκέτες» λέει -μεταξύ άλλων- ο κ. Κεραμάρης που η εξοικείωσή του με το χιόνι είναι μεγάλη.
«Είμαστε συνηθισμένοι με το χιόνι. Το ζούμε. Όσο για την πεζοπορία στο βουνό, μας αρέσει όλους πολύ και προσπαθούμε να το κάνουμε και τρόπο ζωής» σημειώνει εξηγώντας πως αναμένει τον χειμώνα το ίδιο αισιόδοξα, όπως και κάθε άλλη εποχή του χρόνου.