Ήταν Δεκέμβρης του 60. Κοντά στα Χριστούγεννα. Και ήταν και μέρα Δευτέρα. Κι επειδή ήταν Δευτέρα τα Σέρβια είχαν, όπως συνήθως, παζάρι. Από τα χαράματα ο πατέρας έφυγε με φορτηγό για τα Σέρβια. Η συγκοινωνία μέχρι τότε γινόταν με τα «πράματα», μουλάρια και άλογα. Αυτό ήταν και πολύ καλό μα και πολύ κακό, γιατί τα ζώα ποτέ μα ποτέ δεν βάλτωναν αλλά οι ευλογημένες ώρες να πας και νάρθεις ήταν πολλές κι η κούραση μεγάλη. Έτσι τα μουλάρια παρέδωσαν την σκυτάλη στα «επιβατικά» φορτηγά. Ένα τέτοιο φορτηγό είχε κι ο «Γκουραός», που στα χαρτιά τον έλεγαν Θόδωρο Γεωργανάκη. Την προηγούμενη μέρα είχε πάρει το αυτί μου, πως την μέρα εκείνη ο πατέρας θα αγόραζε από το παζάρι κι ένα ράδιο, είδος πολυτελείας τότε στο χωριό. Ζήτημα αν κυκλοφορούσαν τότε 5-6 τέτοια ραδιόφωνα. Από αυτά τα μεγάλα ξέρεις, που κάθε τόσο βλέπουμε στις ελληνικές ταινίες, με μεγάλη κεραία, μεγάλη μπαταρία και πάντα καφέ χρώμα.
Ο δρόμος για τα Σέρβια είχε την δική του ιστορία, που έλεγε και κι ο Μάνος Λοΐζος. Ήταν χωματόδρομος γενικώς, με κάποιες πέτρες πεταμένες, εκεί όπου οι λάσπες του περίσσευαν. Ξεκινούσε από το καφενείο του «Τσιαμτσού»,Αγοραστού Βασίλη, ανέβαινε στο παλιό σπίτι του παπά, συνέχιζε και περνούσε από το Κονοστάσι της Βαγγιλής, μετά στις Τρείς Γκουρτσιές ,στο σύνορο Λιβαδερού-Τριγωνικού-Μεταξά και εκείθεν κατέληγε στην διακλάδωση τσ Μιταξάς όπως λέγαμε τότε. Η πιο μεγάλη ώρα, κατά το λαϊκό τραγούδι, για το αμάξι ήταν όταν ξεκινούσε την ανηφόρα για το σπίτι του Παπαγιάννη που είπαμε πρωτύτερα. Έπαιρνε φόρα για να μην κολλήσει στις λάσπες ,αλλά αυτό σπάνια συνέβαινε. Κολλούσε, το τρακτέρ έφθανε, το τράβαγε με ριμούργκα (συρματόσχοινο) και η κάθε αρχή και δύσκολη έφθανε στο τέλος της. Όχι, ότι στην συνέχεια της διαδρομής το φορτηγό καλοπερνούσε. Οι λάσπες ήταν πολλές, πολλές κι οι ανηφόρες. Και δεν ήταν λίγες οι φορές, που οι επιβάτες κατέβαιναν και έσπρωχναν όλοι μαζί για να ξεκολλήσει και να ξελασπώσει το φορτηγό.Κι έφτασε το βράδυ στο χωριό. Κι έπεσε σκοτάδι.Δεν νύχτωσε μόνο μα κι η ώρα πέρασε και κανείς από το παζάρι δεν είχε φανεί. Πήγε η ώρα εννιά κι ακόμα να φανεί ο πατέρας με το ράδιο παραμάσχαλα. Δεν κοιμήθηκα και περίμενα. Είχα τον καημό μου, τον μεγάλο. Για το ράδιο που αργούσε κι η ώρα που περνούσε. Κείνη την μέρα είχε ρίξει χιονόνερο πολύ, κι η μάνα με παρηγορούσε, πως ίσως το φορτηγό βάλτωσε ,ίσως θα περνούσε και από τον Μεταξά να αφήσει πράγματα, γι’ αυτό και αργούσε τόσο πολύ να φανεί, μου έλεγε.
Απ’ την πολλή παρηγοριά της μάνας τελικά αποκοιμήθηκα, χωρίς να το καταλάβω, Και ξάφνου μες τον ύπνο μου ακούω μουσική .Για πρώτη φορά από ράδιο. Σαν σε όνειρο. Μα το τραγούδι ήταν ξένο και η μουσική από ακορντεόν. Όπως και να ήταν όμως το ράδιο έπαιζε κι εγώ στον ύπνο μου πετούσα στους ουρανούς. Συνέχισα να κοιμάμαι και το ράδιο συνέχισε κι εκείνο να παίζει πάντα μουσική με ακορντεόν. Μόνο τις επόμενες μέρες κατάλαβα γιατί τόσο πολύ ακορντεόν, βρε παιδί μου. Όπως συνέβαινε τότε, τις νύχτες δύσκολα έπιανες ελληνικό σταθμό. Ο πατέρας έπιασε λοιπόν έναν βουλγάρικο σταθμό με παραδοσιακή μουσική. Το μυστήριο λύθηκε. Το χούϊ μου όμως έμεινε. Από κείνη την βραδιά αγάπησα πολύ και το ακορντεόν μα και τα βουλγάρικα τραγούδια, κι ακόμα δεν με πέρασε. Πολύ φυσικό θα μου πεις, ήταν τα πρώτα ακούσματα από το δικό σου ράδιο και έτσι εξηγείται το πράμα.
Το ράδιο ήταν μακρόστενο, είχε τέσσερα κουμπωτά κουμπιά και τέσσερις μπαταρίες. Το χρώμα του ανοιχτό πράσινο. Είχε και μια κεραία βιδωτή και πτυσσόμενη, που η ζωή της έμελλε να είναι πολύ μικρή. Ο αδελφός μου την έκανε σύριγγα για τον «άρρωστο» άλλο αδελφό μου. Κι εκεί που ένα βράδυ του έκανε την «ένεση», η κεραία στράβωσε, έσπασε κι έμεινε σχεδόν η μισή.
Αυτό το ράδιο, που αργότερα το είπαν τρανζίστορ και τελικά πέρασε στην ιστορία ως ραδιόφωνο έγινε αποκλειστικό μέσο ψυχαγωγίας για αρκετό καιρό του θείου μου του Τσέλλιου (του Αστέριου Παπαστέργιου).Τα μεσημέρια μα και νωρίς τα βράδια το έπαιρνε αγκαζέ στο τραπέζι μας και έψαχνε σταθμούς εδώ κι εκεί συνέχεια, πηγαίνοντας το δείκτη πέρα -δώθε ψάχνοντας δημοτικά τραγούδια. Εγώ πάλι απ’ την μεριά μου σημείωνα κάθε τόσο το τραγούδι που «λαλούσε» κάθε στιγμή στο ράδιο, για να τ’ ακούσω και την άλλη μέρα, την ίδια ώρα. Τόσο ενημερωμένος ήμουνα για τα προγράμματα τρομάρα μου. Η αδελφή μου απ’ την άλλη, μ’ αυτό το ράδιο έμαθε απέξω κι ανακατωτά όλα τα επεισόδια από το Σπίτι των Ανέμων με τον Λαμπίρη και την Τζοβάνα.
Κοντά στο 1980 το ράδιο τάπαιξε, κατά το κοινώς λεγόμενο. «Παρέδωσε» και το πνεύμα και την λαλιά του. Ήταν καιρός. Μια ασπρόμαυρη τηλεόραση μπήκε στην θέση του κι όλα τα έδειχνε χιονισμένα μα πολύ όμορφα. Από τα περίσσια παράσιτα που είχαμε στο χωριό.
ΠΟΛΥ ΚΑΛΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ …….ΜΑΣ ΕΛΕΙΨΕΣ
Πολυ καλο κείμενο. Σημειώνω οτι στον δρόμνο εμφανιζόταν και πειρατές που ρίχνονταν επάνω-κυρίως στα λεωφορεία- για να αρπαξουν οτιδηποτε μπορουσαν. Υπάρχει και σχετικό αστυνομικό δελτίο του 1952 γραψτε που θελετε να σας το στειλω
Απιστευτη διηγηση!
Πολυ ενδιαφερον ιστορικο ντοκουμεντο!