Μια φορά κι έναν καιρό, Μεγάλη Τετάρτη το βράδυ, ψηλά στο Μπούρινο, κοντά σ’ ένα μικρό χωριό, τον Έξαρχο, οι πέρδικες χαίρονται τ’ αυγά τους και κάνουν παιχνίδι. Αφήνουν η κάθε μια από ένα αυγό να κυλήσει στο βουνό κι αυτό τρέχει και πάει σ’ ένα σπίτι, κάτω στο χωριό, στον Έξαρχο.
Τη Μεγάλη Πέμπτη το πρωί σε όλα τα σπίτια μπήκε κι ένα αυγό της πέρδικας. Το είδε η νοικοκυρά και χάρηκε Το ρώτησε από πού ήρθε κι αυτό της αποκρίθηκε: Μ’ έστειλε η μάννα μου η πέρδικα, για να φέρω το καλό το νέο: σε 3 μέρες έρχεται το Πάσχα κι η Ανάσταση. Έτρεξα να προλάβω, γιατί εκεί πάνω στο βουνό όλα τα’ αγριολούλουδα με πρώτο τον αμάραντο συναγωνίζονται στην ομορφιά κι είναι έτοιμα να στολίσουν τον Επιτάφιο και ύστερα τα στεφάνια των κοριτσιών για το Μάη.
Χάρηκε η κυρά του σπιτιού κι έπιασε το κοντύλι να ζωγραφίσει κι αυτή αυγά σαν την πέρδικα και τα λουλούδια, τις « περδίκες», πολλές περδίκες και κόκκινα αυγά, για να κεράσει όποιον έρθει στο σπίτι. Και όχι μόνο. Το καλύτερο θα γίνει στην πλατεία του χωριού, στο μεσοχώρι, την Κυριακή, την πρώτη μέρα του Πάσχα.
Μετά τη δεύτερη Ανάσταση οι γυναίκες του χωριού θα στήσουν χορό στην αυλή της εκκλησιάς, του Αη Νικόλα και θα τραγουδήσουν: Σήμερα πρώτη Πασχαλιά, σήμερα πρώτη μέρα, σημαίνει ο ουρανός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα επουράνια..
Τα αγόρια θα προσφέρουν στα κορίτσια μικρά μπουκέτα με τ’ αγριολούλουδα του Μπούρινου. Ύστερα ξεχύνονται όλοι στο παιχνίδι με τα αυγά: Στήνεται μια κεραμίδα με κλίση και ο παίκτης τοποθετεί το αυγό στην κορυφή της, για να πάρει φόρα και να κυλήσει, να σημαδέψει τα αυγά που απλώθηκαν μπροστά από τους άλλους. Όποιο τσουγκρίσει, θα του δώσει αμοιβή ένα άλλο αυγό, κι αν είναι περδίκα, θα του δώσει άλλα 2. Έτσι τα αυγά αλλάζουν χέρια όλη την ημέρα. Κερδίζουν οι δεξιοτέχνες, οι καλοί στο σημάδι. Και κάτι ακόμα. Οι περδίκες έχουν την πρωτοκαθεδρία. Συναγωνίζονται στη ομορφιά και χαίρονται το κέφι των ανθρώπων. Στο τσούγκρισμα εκείνες βλέπουν ένα φιλί, ένα κλείσιμο του ματιού, για ν’ αρχίσει μια αγάπη, μια καινούργια ζωή, μια ιστορία.
Ένα απ’ αυτά τα αυγά, το είδε από ψηλά η γιαγιά η Μαρία που ζούσε κάποτε στο χωριό και του είπε να πάει στο σπίτι της μικρής της κόρης, στην Κοζάνη . Κι αυτό το άκουσε και πήγε κι η μικρή η κόρη πήρε το κοντύλι και ζωγράφισε τις περδίκες και τις έστειλε στα εγγόνια και τα δισέγγονα της γιαγιάς και του παππού , για να γραφτεί και πάλι η ιστορία και του χρόνου.
Καλό Πάσχα