Στο Βυθό μετά από μια μικρή διαδρομή πίσω από τη Μαυριάχα, σε υψόμετρο 1050 μέτρα στη θέση αλώνια, βρίσκεται το Μοναστήρι της Αγ. Τριάδας. Τόπος όμορφος και γαλήνιος που προκαλεί θαυμασμό και δέος. Πλατύφυλλες οξιές, πολύκλαδες βελανιδιές και γέρικες καστανιές αδερφωμένες σε πυκνά συμπλέγματα, ορθώνονται αγέρωχες, δημιουργώντας ένα μεγαλόπρεπο σκηνικό.
Παρά τον τεράστιο όγκο του, δύσκολα διακρίνεται από μακριά ανάμεσα στους βράχους και τα δασικά συμπλέγματα του Βοΐου, καθώς έχει γίνει ένα με το περιβάλλων τοπίο σα να βρίσκονταν εκεί ανέκαθεν στο πέρασμα του χρόνου.
Στη σημερινή του θέση ιδρύθηκε το 1792 κοντά στην παλαιότερη Μονή των Ταξιαρχών, το Παλιομονάστηρο, μέσα στη σύγχυση και την αναστάτωση που επικρατούσαν εκείνη την εποχή στη Δυτική Μακεδονία.
Το σημερινό Μοναστήρι, για την εικόνα του οποίου πολλοί θρύλοι σώζονται μέχρι σήμερα, αποτελεί συνέχεια των παλιότερων μοναστηριών που τιμόντουσαν στο όνομα των Ταξιαρχών.
Ο ναός, χτισμένος με πελεκητή πέτρα, αποτελεί λαμπρό δείγμα της οικοδομικής αρχιτεκτονικής του Βοΐου και είναι φημισμένος για το μοναδικό αθωνικού τύπου καθολικό και τις υπέροχες τοιχογραφίες του.
Είναι Βυζαντινού ρυθμού με τρεις τρούλλους, θαυμάσιο ξυλόγλυπτο τέμπλο και υπέροχες τοιχογραφίες Διακοσμήθηκε με λιθανάγλυφα του Μίλιου Ζουπανιώτη, ενώ το 1802 ο ζωγράφος Μιχαήλ φιλοτέχνησε το εσωτερικό του.
Ολόκληρο το οικοδόμημα που τον υποστηρίζει είναι ιδιαίτερα επιβλητικό και έχει τη δυνατότητα φιλοξενίας μέχρι και 100 ατόμων. Το Μοναστήρι της Αγίας Τριάδας είχε μεγάλη περιουσία και κατά καιρούς δέχθηκε έντονες επιδρομές.
Η φήμη του μεγάλη. Το όνομά του, γνωστό σε όλη τη Δυτική Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Ρούμελη, διαδίδονταν με σεβασμό και υπερηφάνεια από τους ταξιδεμένους μαστόρους και εμπόρους του Βοΐου.
Έπαιξε σημαντικό ρόλο στους αγώνες των Μακεδόνων την περίοδο της τουρκοκρατίας, πρωτοστατούντος του ιερομόναχου Σεραφείμ Χονδροκώστα από τον Πεντάλοφο.
Η προσφορά του Μοναστηριού στους αγώνες και στην υπόθεση της παιδείας του έθνους υπήρξε πλούσια, γιατί σε όλη την περίοδο της μακραίωνης σκλαβιάς θέρμαινε τις ελπίδες και τα εθνικά όνειρα του Γένους.
Διέθετε 50 κελιά ενώ λειτουργούσε και κρυφό σχολείο.
Το έτος 1821 ο μοναχός του Διονύσιος Αγακίδης από το Βυθό απαγχονίστηκε στη Ελασσόνα ύστερα από σκληρά βασανιστήρια, γιατί είχε αναπτύξει δράση κλεφταρματολισμού στο Βόϊο.
Στυλοβάτης του Μοναστηριού ήταν ο πάτερ Σεραφείμ, που διακρίνονταν για την εργατικότητα και την ευσέβειά του, φροντίζοντας με πολλή αφοσίωση την πάλαι ποτέ διαλάμψασαν Μονή, παλιότερα σε συντροφιά με την αξιαγάπητη μητέρα του Βαρβάρα.
Ο ηγούμενος Σεραφείμ, από την Ανθούσα Βοΐου,ήταν πράος, καλοσυνάτος, λιγομίλητος και πάντα ιδιαίτερα εξυπηρετικός, αγωνίζονταν εκεί ψηλά, μεταξύ ουρανού και γης.
Το Μοναστήρι έκανε πολλά για τους ανθρώπους και οι άνθρωποι πολλά για το Μοναστήρι.
Γνώρισε την εγκατάλειψη και την καταστροφή, όμως δε λύγισε, αγωνίστηκε σκληρά, αναγεννήθηκε και ορθώνεται πάλι περήφανο για το λαμπρό του παρελθόν με προθυμία να προσφέρει σε οποιωνδήποτε ζητήσει τη φιλοξενία και τη χάρη του.