Το δικό του αποτύπωμα στις αγορές εντός και εκτός συνόρων έχει αφήσει ο κρόκος Κοζάνης, γνωστός και ως σαφράν, ένα κατεξοχήν προϊόν με κατεύθυνση στις εξαγωγές και ένα από τα πιο πολύτιμα, με μοναδικά χαρακτηριστικά προϊόντα στον κόσμο.
Ο ελληνικός κρόκος Κοζάνης, προϊόν Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) χαρακτηρίζεται – όχι άδικα – ως το «χρυσάφι» της ελληνικής γης και ανήκει – χωρίς υπερβολή – στην καλύτερη ποιότητα σαφράν στον κόσμο.
Μοναδική κροκοκαλλιεργούμενη περιοχή της χώρας μας είναι η περιοχή της Κοζάνης, σε μερικά χωριά της οποίας γίνεται εδώ και πολλά χρόνια συστηματικά η καλλιέργεια του φυτού. Η καλλιέργεια του κρόκου ξεκινά από τα βάθη του 17ου αιώνα.
Σήμερα, το αποκλειστικό δικαίωμα συλλογής, συσκευασίας και διακίνησης του προϊόντος, έχει ο Αναγκαστικός Συνεταιρισμός Κροκοπαραγωγών Κοζάνης, ο οποίος ιδρύθηκε το 1971 και απαρτίζεται από 1.000 μέλη, τα οποία έχουν αναλάβει να καλλιεργούν το φυτό αυτό.
Εν αναμονή της νέας παραγωγής κρόκου Κοζάνης
Προς τα τέλη Οκτωβρίου αρχές Νοεμβρίου ξεκινά η συγκομιδή του κρόκου Κοζάνης, με τους παραγωγούς να ευελπιστούν ότι φέτος οι θερμοκρασίες θα κυμαίνονται σε φυσιολογικά για την εποχή επίπεδα (10ο με 20ο C), έτσι ώστε η ανθοφορία να εξελιχθεί κανονικά.
Ήδη, η παραγωγή λόγω των υψηλών θερμοκρασιών, μετρά δύο χρόνια με απώλειες, με τις ποσότητες να φτάνουν στα 1.350 κιλά το 2022 και 1.100 κιλά το 2023. «Αναμένουμε και ελπίζουμε φέτος σε μια μέτρια παραγωγή των 2 τόνων, έτσι ώστε να είναι ικανοποιημένοι και οι παραγωγοί μας αλλά και ο Συνεταιρισμός να μπορέσει να ανταπεξέλθει εμπορικά», επισήμανε στον ΟΤ ο πρόεδρος του Αναγκαστικού Συνεταιρισμού Κροκοπαραγωγών Κοζάνης Βασίλης Μητσόπουλος.
Μεγάλη η ζήτηση για τον κρόκο Κοζάνης
Ο κρόκος Κοζάνης, είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στις αγορές του εξωτερικού, με το προϊόν να είναι τοποθετημένο στα ράφια μεγάλων αλυσίδων λιανικής.
«Εμπορικά υπάρχει μεγάλη ζήτηση, την οποία όμως δεν είμαστε σε θέση να καλύψουμε αφού οι δύο τελευταίες χρονιές η παραγωγή ήταν μειωμένη», επισημαίνει ο κ. Μητσόπουλος, σημειώνοντας ότι πρωταρχικός στόχος του Συνεταιρισμού είναι «η κάλυψη των αγορών εντός και εκτός συνόρων, αλλά και η τοποθέτηση του επώνυμου κρόκου Κοζάνης ως τυποποιημένο προϊόν σε αλυσίδες λιανικής».
Μεγαλύτερες αγορές για τον κρόκο Κοζάνης είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ελβετία. «Πρόκειται για δύο νέες και καλές αγορές, όπου η συνεργασία μας ξεκίνησε πέρσι και στις οποίες κατευθύνεται μόνο τυποποιημένο προϊόν. Παλαιότερα πουλούσαμε χύμα προϊόν για να γίνει η συσκευασία στις χώρες των παραληπτών. Πλέον η τυποποίηση γίνεται στις δικές μας εγκαταστάσεις, καθώς η επένδυση μας μέσω του προγράμματος έξυπνη μεταποίηση, του νέου μηχανολογικού εξοπλισμού, μας επιτρέπει να ικανοποιούμε όλα τα αυστηρά πρότυπα, που απαιτούν τέτοιες συνεργασίες», τονίζει στον ΟΤ ο κ. Μητσόπουλος.
Συνολικά εξαγωγές γίνονται σε 24 χώρες, ανάμεσά τους η Αυστραλία, η Ιαπωνία, το Βιετνάμ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και χώρες της Ευρώπης.
Τα σχέδια
Αν και ο κρόκος Κοζάνης είναι ένα προϊόν που ο Έλληνας «δεν το έχει στην κουλτούρα του και δεν ξέρει να το χρησιμοποιεί», όπως χαρακτηριστικά λέει ο πρόεδρος του Συνεταιρισμού, για το λόγο αυτό «προσπαθούμε και με άλλους τρόπους να αναπτύξουμε προϊόντα με κρόκο Κοζάνης και να είναι πιο εύκολα στην χρήση, όπως ροφήματα με κρόκο Κοζάνης, που υπάρχουν στην αγορά από το 2009. Αντίστοιχα, αυτή την περίοδο, έχουμε λανσάρει το τοπικό μέλι της περιοχής συνδυασμένο με κρόκο Κοζάνης, το οποίο το φθινόπωρο θα είναι διαθέσιμο σε όλα τα καταστήματα».
Στην ελληνική αγορά κατευθύνονται περίπου 400 κιλά «σαφράν», η κατανάλωση του οποίου, όπως εξηγεί ο πρόεδρος του Συνεταιρισμού, είναι συνδεδεμένη με τον τουρισμό: «Αυτό το αντιληφθήκαμε την περίοδο του κορονοϊού, που υπήρχε μείωση στην κατανάλωση Κρόκου παρόλο που είναι ένα προϊόν που προάγει την υγεία».
Μοίρασμα των κερδών στους παραγωγούς κρόκου Κοζάνης
Η καλλιέργεια του Κρόκου εξασφαλίζει ένα καλό εισόδημα για τους παραγωγούς, με την τιμή να κυμαίνεται από 1.800 ευρώ/κιλό έως 2.000 ευρώ/κιλό, ανάλογα αν είναι βιολογικά πιστοποιημένο ή συμβατικό.
Η μειωμένη παραγωγή των τελευταίων δύο χρόνων αύξησε συγχρόνως και την τιμή στην κατανάλωση.
«Η αλήθεια είναι πώς η τιμή του προϊόντος είναι πιο ακριβή τα τελευταία χρόνια, καθώς λόγω της μειωμένης παραγωγής, έπρεπε να καταφέρει ο Συνεταιρισμός να α ανταπεξέλθει στα λειτουργικά του έξοδα και να ικανοποιήσει και τις απαιτήσεις των παραγωγών», τονίζει ο κ. Μητσόπουλος, εξηγώντας ότι «εμείς ως εταιρεία δεν είμαστε κερδοσκοπικός οργανισμός. Όλα τα κέρδη μας τα διανέμουμε και πάλι στους παραγωγούς».