Ο Αντώνιος Γ. Κόμπος από παιδί κινείται στις γειτονιές της γενέθλιας γης του Άργους Ν. Αργολίδος πρόσχαρος και καλοσυνάτος, με μάτια εκφραστικά της ευγενικής φυσιογνωμίας του, με μια αισιοδοξία βασισμένη στην πίστη που του δίδαξε η ευσεβής οικογένειά του. Από μικρός στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου, θα γίνει η προσευχή του επικοινωνία με τους Αγίους και δοξολογία για τον Θεό. Στον ιερό αυτό χώρο θα δαμάσει τα συναισθήματά του, αναλαμβάνοντας ευθύνες από πολύ νωρίς που απορρέουν από την αναγκαιότητα του οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντος. Θα ξεκινήσει από την παιδική του ηλικία ένας αγώνας εσωτερικός και εξωτερικός προκειμένου να μεταμορφώσει τη σκληρή πραγματικότητα του πένθους, της φτώχειας, του πολέμου. Αν και συνάντησε αντιξοότητες που συνθλίβουν την ανθρώπινη δύναμη και αξιοπρέπεια, δοκιμάστηκε η αντοχή του από παιδί, εκείνος σε όλη του τη ζωή θα περιδιαβεί ιερά μονοπάτια και θα ακολουθήσει το βηματισμό των Αγίων, φτωχός και διψασμένος αρχικά, νηστευτής και εγκρατής αργότερα.
Έτσι θα πορευτεί ως Φοιτητής, ως Καθηγητής και Διδάσκαλος και κάθε φορά θα παραμένει «άβγαλτος» από τους Ιερούς Ναούς των περιοχών όπου και τον οδήγησε η πρόνοια του Θεού, για να γίνει Ιεροκήρυκας στην Αιτωλοακαρνανία (1971-74), όπου θα συναντήσει τη Σαλώμη.
Ήταν η θεοσεβής εκείνη γυναίκα, γεννημένη στο Θέρμο Αιτωλοακαρνανίας, το τελευταίο από τα επτά παιδιά της ευλαβούς οικογένειας της Ασπασίας και του Θωμά Κουτσουκώστα, η οποία με πίστη στον Κύριο δόθηκε σε έναν καθημερινό αγώνα, εκεί που μάστιζε η φτώχεια και τα προβλήματα την καθημερινότητα των ανθρώπων.
Έζησε όλη της τη ζωή σιωπηλή και συλλογισμένη, με το μαύρο μαντήλι να της καλύπτει το κεφάλι, σύμβολο μιας άλλης ζωής, καταξιωμένης, που επιμένουν να ζουν ορισμένοι άνθρωποι, κουβαλώντας την προσευχή και τη σιωπή, κρύβοντας επιμελώς την εσωτερική τους περιουσία, αντισταθμίζοντας τη σκληρή πραγματικότητα που τους περιβάλλει.
Με τα μουντζουρωμένα χέρια από την καπνιά των καντηλιών και το πετρέλαιο που χρησιμοποιούσε για να καθαρίζει τα μανουάλια, έπεφτε μπρούμυτα και προσευχόταν ώρα πολλή, ενώ για κάποιους αποτελούσε μια απόκοτη και ασήμαντη παρουσία, εκείνη διατηρούσε μορφή γαλήνια, λιτή, αυθεντική γυναίκας αγωνίστριας του Κυρίου, που όσες φορές η ψυχή της βρέθηκε πληγωμένη από μικροπρέπειες, εκείνη δίχως αγανάκτηση, δίχως να προτάξει τα δικαιώματά της, δίχως έκπληξη για τις απρόσμενες συμπεριφορές, δεν άφηνε να διαφανεί υπόνοια δυσαρέσκειας. Μόνο να φανταστεί κανείς μπορεί την ολόψυχη αφοσίωσή της στην Παναγία και το φτερούγισμα της ψυχής της κοντά στους Αγίους, όταν τους υπηρετούσε στα φτωχά τους εκκλησάκια, όταν συνομιλούσε με τον Άγιο Νεκτάριο.
Πρώτη, σε αυτήν αποκάλυψε ο Κύριος το σπουδαίο γεγονός. Τρείς φορές της εμφανίστηκε ο Άγιος Νεκτάριος μεταφέροντας το μήνυμα: « Ο π. Αντώνιος θα γίνει Δεσπότης, στη Δυτική Μακεδονία, γιατί πολύ ευαρέστησε τον Κύριο» και ο Μητροπολίτης Αντώνιος Κόμπος σε όλη την ιερατική πορεία του θα μνημονεύει το όνομα της μακαρίας εκείνης γυναίκας από την Ωραία Πύλη σε κάθε Απόλυση, για να αναρωτηθούμε και να μάθουμε ποια ήταν η Σαλώμη, η οποία έζησε πορευόμενη «την τεθλιμμένη ὁδό τῆς σαλότητος» και ακολουθώντας τη μακρά παράδοση της ορθοδόξου πίστεως θα καταστεί «ἡ μυστική ἐργάτις τῆς ἀρετῆς».
Ο Άγιος Νεκτάριος θα είναι ο πιο αγαπημένος ανάμεσα σε τόσους και τόσους αγαπημένους Αγίους και ο Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης Αντώνιος θα έχει αδιάλειπτη παρουσία για προσκύνημα στην Αίγινα.
«Είχαμε πάει στο Χαλάνδρι, στο σπίτι της αδελφής του, κ. Δήμητρας, να εξομολογηθούμε. Εκείνη μας πληροφόρησε πως ο Σεβασμιότατος είχε πάει στην Αίγινα και δεν είχε επιστρέψει ακόμα.
-Μόλις έρχεται από τον Άγιο Νεκτάριο, ξαναφεύγει πάλι για τον Άγιο!, είπε με νόημα.
Σε λίγο, μπήκε μέσα ο Σεβασμιότατος γρήγορα –γρήγορα.
-Άργησες, του είπε, και σε περιμένουν οι άνθρωποι.
Εκείνος την κοίταξε χαμογελώντας σαν μικρό παιδί και από τα μάτια του ξεπετάχτηκε μια λάμψη, προδίδοντας τη χαρά για ό,τι είχε ζήσει κατά την επίσκεψή του στον Άγιο Νεκτάριο, στην Αίγινα.»
Με την ψυχή του να διψά για τον Κύριο, ζώντας τη γοητεία αλλά και τη δοκιμασία της εκκλησιαστικής εμπειρίας οδηγήθηκε σε βαθιά γνώση της Θεολογίας. Καθιστώντας κέντρο της ζωής του τον Κύριο και την Υπεραγία Θεοτόκο μάχεται για την ομορφιά της ψυχής και την καθαρότητα του πνεύματος και είναι τόση η ευλάβεια και αγάπη του για τους Αγίους που κατέστη φίλος μετά φίλων, άξιος να τους αντικρύζει και να συνομιλεί μαζί τους.
« Που υπηρετείς;» Ρώτησε, μόλις πλησίασε τον νεαρό Ιερομόναχο που συνάντησε σε μια από τις συνάξεις της Ιεράς Συνόδου.
«Στον Άγιο Μηνά…»
«Θα σε επισκεφτώ, γιατί ευλαβούμαι πολύ τον Άγιο» είπε.
Πράγματι, ένα πρωινό ήταν έξω από τον Ι.Ν. Αγίου Μηνά.
«Σε περιμένει ένας ιερέας, ένας παππούλης έξω», ειδοποίησε ο νεωκόρος, καθώς ο Αντώνιος Σιατίστης δεν έφερε τα συνήθη Επισκοπικά διακριτικά.
Μόλις μπήκε στον ναό αναφώνησε γεμάτος θαυμασμό :
-«Νάτος, νάτος ! Ο Άγιος Μηνάς ! Σωστό παλικάρι. Πω, πω… κι ας είναι τα φρύδια του άσπρα! Παλικάρι ! Παλικάρι!» . Ο Άγιος ήταν ολοζώντανος μπροστά του, τον έβλεπε και στρεφόμενος στο Ιερομόναχο είπε :
«Από εδώ και πέρα θα μυροβλύζει ο Άγιος, διότι ευαρεστείται.» Έτσι και έγινε.
Ο φιλόθεος Ιεράρχης θα αναζητήσει νησίδες αγιότητας ενισχύοντας τους πνευματικούς δεσμούς του μέσα σε κλίμα κατανόησης, αλληλοσεβασμού και ταπεινοφροσύνης, επισημαίνοντας «γιατί πολύ ωφελοῦμαι». Κερδίζει σε προσωπική ενδοσκόπηση και πνευματική ανάταση μέσα από μια δημιουργική επαφή με ανθρώπους, με την ίδια τη ζωή. Συχνές οι επισκέψεις του στο Άγιον Όρος που εγκαταβιούν μεγάλες μορφές ασκητικές, αναμορφωτές και φωτιστές όχι μόνο του Ελληνικού αλλά ολόκληρου του κόσμου, αφιερωμένοι στην προσευχή και την ιερά μελέτη, γνωστοί ορισμένοι, άγνωστοι οι περισσότεροι. Εδώ σμίγουν αγέραστες οι μορφές της Ορθοδοξίας που η ζωή τους αποτελεί κήρυκα της Αλήθειας. Το υποβλητικό φυσικό τοπίο συντελεί στην επίταση του ψυχοπνευματικού αγώνα και οι Πατέρες που τον αγαπούν και τον σέβονται, χαίρονται όταν τον συναντούν και μόλις αναχωρεί θέλουν να αποσπάσουν την υπόσχεση και πάλι της επιστροφής του.
Ο Ιεράρχης χαιρόταν επίσης πολύ όταν συναντούσε ιερείς που έδιναν αγώνα πίστεως καθημερινά με αυταπάρνηση. Ήταν η ιερή μορφή του π. Παναγιώτη Τσιώλη που τον είχε συγκινήσει, ώστε ξεκινούσε χαράματα με τον κ. Βάιο Φώτη, αδελφό και συνοδοιπόρο ἐν Χριστῷ να επισκεφτεί αυθημερόν τον ιερέα που αγόγγυστα υπηρετούσε Θεό και άνθρωπο μέσα από κακοτράχαλα μονοπάτια κι απάτητες πλαγιές στα ιστορικά βουνά των Αγράφων. Και έσμιγαν οι δυό ιερές μορφές στον Ιερό Ναό της Παναγίας Βαλαριώτισσας, η οποία καθ’ όλη τη διάρκεια της συνομιλίας των δύο κληρικών μυρόβλυζε.
Άλλες φορές, πάλι με τον κ. Βάιο Φώτη έφταναν στο Νεωχώρι Σερρών, εκεί έξω από το σπίτι του π. Ιωάννη Καλαΐδη, περιβαλλόμενο από δέντρα και λουλούδια, ανοιχτό και φιλόξενο πάντα για όλους, δίπλα στον Ιερό Ναό των αγαπημένων του Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, εκτυλίσσονταν σκηνές απίστευτης ομορφιάς. Δεν προλάβαινε να δείξει ο ένας στον άλλον την αγάπη, το σεβασμό, την παραδοχή του μεγαλείου που ο καθένας τους έκρυβε. Πνευματική η συνάντηση και ο εναγκαλισμός τους άνοιγμα ψυχής. Υπηρέτες του Κυρίου, γνήσιοι μαθητές Του, ταγμένοι στη μετάδοση της Αλήθειας, φίλοι του Θεού, αδελφοί μεταξύ τους.
Ο π. Ιωάννης Καλαΐδης, ο άνθρωπος του Θεού, έμοιαζε με επίγειο άγγελο, γλυκύτατος και σιωπηλός, συμβουλευτικός και επιεικής, ανόθευτα χαμογελαστός, στα μάτια του περίσσευε πάντα η αγάπη και κάθε έκφρασή του μαρτυρούσε ότι ζούσε για τον Χριστό κάθε στιγμή και έμοιαζε να μην τον είχε αγγίξει η κακότητα αυτού του κόσμου. Ζούσε με την ψυχή του στραμμένη προς τον Κύριο, αισθανόμενος πλησίον του την Υπεραγία Θεοτόκο και συνομιλώντας με τους Αγίους μετέδιδε τις θαυμαστές εμπειρίες του σε όσους βρίσκονταν κοντά του.
Άλλοτε πάλι, ο Ιεράρχης κατηφορίζοντας προς τη νότια Ελλάδα, ανάμεσα στα πολλά προσκυνήματα δεν παραλείπει την Ι.Μ. Οσίου Δαβίδ Ευβοίας, όπου οι αγιασμένες μορφές του Γέροντα Ιακώβου και πατρός Κυρίλλου τον υποδέχονται με ένθερμες εκδηλώσεις αγάπης, ενώ η κάρα του Οσίου Δαβίδ θα μυροβλύσει με την παρουσία του. Και είναι σε όλους γνώριμη η εικόνα, του συγκινημένου φανερά Ιεράρχη, όταν καταβεβλημένος από την ασθένεια του, ασπάζεται την κάρα του Οσίου Δαβίδ που προσκόμισαν οι πατέρες της Μονής για ενίσχυση.
Από τα πιο αγαπημένα του ιερά μέρη αποτελεί η Ι.Μ. Παναγίας Γαυριωτίσσης Φθιώτιδας, με την εμβληματική παρουσία του Γέροντα Αμβροσίου. Οι άνθρωποι που προστρέχουν στη Μονή Δαδίου βρίσκονται μπροστά σε ένα εξαίσιο θέαμα αντικρύζοντας τις δυό ιερές μορφές να κάθονται ο ένας δίπλα στον άλλο, εμφορούμενοι από θεία αγάπη και Χάρι, περιβαλλόμενοι από το φως του Χριστού, πλήρεις εγκαρτερήσεως και υπομονής. Δύο πλάτανοι ριζωμένοι βαθιά στη γη της Ορθοδοξίας, πατώντας γερά και απλώνοντας τα κλαδιά τους, γίνονται πόλος έλξης για πλήθος ανθρώπων. Οι παρόντες που προσλαμβάνουν τα θεοφώτιστα λόγια των δύο ανδρών, καθηλώνονται από την εσωτερική ομορφιά που αντανακλάται στο πρόσωπο του Μητροπολίτου Σισανίου και Σιατίστης Αντωνίου και του Γέροντος Αμβροσίου που όσο οι βολβοί των ματιών του γίνονται πιο θολοί, τόσο η δοκιμασμένη ευαισθησία και η υποδειγματική του αγάπη μαρτυρούν το μεγαλείο του.
Ο ταπεινός Ιεράρχης παρακολουθεί τον τρόπο σκέψης και αντίληψης κάθε φορά του άλλου, αξιολογεί και συμπληρώνει τον δικό του. Συναθλητής ακούει και οικοδομεί με αυτοσεβασμό υπεύθυνα τη βιοθεωρία του. Διατηρώντας μια έκδηλη παιδική αισθαντικότητα και στα χρόνια της ωριμότητας, προχωρά σκυφτός, ανυψούμενος όμως στέκει στα μάτια του πιστού, σα να ανεβαίνει σε έναν άλλο κόσμο, σε έναν άλλο χώρο, εκείνο της ένωσης με τον Θεό.
Οι επισκέψεις του Ιεράρχη στην Πελοπόννησο τακτικές, σε πνευματικά του παιδιά, σε Ιερούς Ναούς και Μοναστήρια. Εξέχουσα θέση στην εκτίμηση και αγάπη του κατέχει η Γερόντισσα Μακρίνα στην Ι.Μ. Αρτοκωστάς Αρκαδίας, μορφή ξεχωριστή του γυναικείου μοναχισμού.
Η Γερόντισσα που την ψυχή της κοσμούσαν αρετές και η ζωή της στο φτωχικό μοναστήρι δεν παρέκκλινε ποτέ από τις μοναχικές της υποσχέσεις, δεχόταν τον καθένα με προσήνεια και απλότητα, αγγίζοντας τις καρδιές των ανθρώπων, παρέχοντας παρηγοριά, ανακούφιση αλλά και μεγάλη πνευματική δύναμη. Έχοντας το χάρισμα να αντικρύζει το βάθος της ψυχής, απευθυνόμενη σε προσφιλές της πρόσωπο που μόλις είχε κοινωνήσει, είπε : «Τι όμορφη που είσαι σήμερα! Τι όμορφη που είσαι!» ενώ ταυτόχρονα γνωστοποίησε με προφητικό τρόπο και καρτερικότητα το μαρτυρικό της τέλος που σε λίγο θα ακολουθούσε. Ζώντας οσιακά, υπέβαλλε τον εαυτό της σε μεγάλους αγώνες και ως άλλη Μυροφόρα συμπορευόμενη με τον Κύριο, ακολουθώντας τα ίχνη Του, με ανδρείο το φρόνημα, βρήκε μαρτυρικό θάνατο, μαζί με την αδελφή Μακαρία.
Ο πολυσέβαστος Αντώνιος Σιατίστης είχε ομολογήσει πολλές φορές την υπεροχή της. Σε μια από τις επισκέψεις του σε οικογένεια στο Άργος με την οποία τον συνέδεαν ισχυροί δεσμοί, μόλις είχε επιστρέψει από την Ι.Μ. Αρτοκωστάς και πριν προλάβει να μπει στο σπίτι αναφώνησε εντυπωσιασμένος: «ΑΓΙΑ ! ! ΑΓΙΑ! !» αναφερόμενος στη Γερόντισσα Μακρίνα, ταυτόχρονα με μια γρήγορη κίνηση του χεριού που διέγραψε στον αέρα, φανέρωνε τον θαυμασμό και την παραδοχή του για το μεγαλείο της Γερόντισσας, της οποίας η πνευματικότητα δεν επιδεχόταν αμφισβήτηση.
Ο Αντώνιος Σιατίστης όργωσε κυριολεκτικά την Ελλάδα με τα σκληρά άρβυλα που έπαιρνε μόνο από το Άγιον Όρος, τα οποία στα μάτια των πιστών δεν ήταν παρά τα φθαρμένα σανδάλια των Αποστόλων και φορτωμένος το δισάκι του σπορέως στον ώμο έφτασε στα πιο απομακρυσμένα χωριά της Ελληνικής υπαίθρου, για να λειτουργήσει, να κηρύξει, να εξομολογήσει. Ακολουθώντας τον βηματισμό των Αγίων οι οποίοι υπέμειναν καρτερικά όλες τις δοκιμασίες, δίνοντας μαρτυρία της πίστεως στον Κύριο και της αγάπης τους στον άνθρωπο, ο Αντώνιος επιδιώκει την εξύψωση του ανθρώπου, την σωτηρία της «αθανάτου ψυχής».
Για τις μετακινήσεις του στα πιο δυσπρόσιτα μέρη δε δίστασε να ανεβεί σε τζιπ του στρατού που έμπαζε από παντού το κρύο, σε αγροτικά αυτοκίνητα, σε τρακτέρ και διερχόμενα φορτηγά, για να φτάσει στα απόμακρα χωριά εκεί που οι χειμώνες ήταν σκληροί και οι δρόμοι δε φαινόταν από τη λάσπη, εκεί που ο δρόμος για την ξενιτιά ήταν η μόνη λύση και όσοι έμεναν πια συμφιλιωμένοι με τη φτώχεια, κουβέντιαζαν άλλοτε πως θα προκόψουν τα παιδιά τους και άλλοτε για τις χαρές και τις λύπες τους, τη ζωή, τον θάνατο, τον Θεό.
Τότε ερχόταν ο ταπεινός Επίσκοπος(1974-2005) αθόρυβα και σεμνά και ήταν αυτή η δύναμή του για να αναπλάσει την μορφή του κοινωνικού βίου, για να απλουστεύσει τη ζωή δίχως να καταφρονήσει, δίχως να προσπεράσει, μόνο ερχόταν για να διοχετεύσει τα παιδευτικά αγαθά του Κυρίου για να πλουτίσουν τη ζωή τους, δίνοντας ίσες και αληθινές ευκαιρίες για πνευματική ανύψωση. Έφτανε στην εκκλησία του χωριού πριν τον ιερέα, άναβε τη σόμπα με τα ξύλα, χτυπούσε την καμπάνα και ετοίμαζε όλα για τη θεία λειτουργία. Το βράδυ αν το απαιτούσε η περίσταση διανυκτέρευε σε ευλαβείς χριστιανούς και σεμνούς ιερείς, που ως άλλους απλοϊκούς ποιμένες ο Κύριος τους αξίωσε αποκαλύψεων. Εκεί που η φιλοξενία ήταν εγκάρδια και ολόχαρη η περιποίηση, εκεί που ο ιερέας ήταν και αγρότης, εκεί που τα λιτά εργόχειρα της νοικοκυράς κοσμούσαν το σπίτι, ο σεμνός Ποιμένας θα αναπαυθεί για λίγο, επιδοκιμάζοντας την εργατικότητα και την νοικοκυροσύνη τους. Θα νιώσει πολύ κοντά σε αυτούς τους ανθρώπους, θα τους ευλογήσει, θα τους κερδίσει.
Αληθινός και πηγαίος με λόγο καθαρό και σαφή μιλάει κατευθείαν στις καρδιές των ανθρώπων, δίνει απαντήσεις, δίνει λύσεις στηρίζοντας, παρηγορώντας, συμφιλιώνοντας, προτιμώντας πάντα να πείθει. Μοιράζει τη χριστομίμητη αγάπη του, μια αγάπη παιδαγωγική, αναμορφωτική, με γλώσσα ρέουσα, με εμφανή την άνεση και δεξιότητα της να αποτυπώνει την συγκροτημένη επιστημονική εμβρίθεια και την Θεολογική κατάρτιση που τον χαρακτήριζε. Και ήταν τέτοιος ο σεβασμός στον άνθρωπο που είχε απέναντί του, ώστε να μη χαμηλώνει το επίπεδο του λόγου του είτε μιλούσε σε ολιγάριθμο ακροατήριο τoυ Αυγερινού, της Ασπρούλας, του Δρυοβούνου καθώς και σε όλη την Μητροπολιτική του επαρχία, είτε σε κατάμεστο ναό της Θεσσαλονίκης ή των Αθηνών.
Αποδεσμευμένος από τις υλικές εξαρτήσεις, βιώνει τις Χριστιανικές αρετές ολοένα και υψηλότερα στην ακρότητά τους, αποφεύγοντας συνειδητά την απόδοση τιμής και δόξας ανθρωπίνης, μαχόμενος την κενοδοξία. Στέκει ταπεινός και γενναίος συνάμα, ενδεδυμένος τη στολή της απλότητος μέσα από τα φθαρμένα του άμφια, που τα συμπλήρωνε άλλο ωμόφορο, άλλο επιτραχήλιο, άλλο επιμάνικο, συνθέτοντας μια ιδιότυπη εικόνα, που θα έπειθε και τον πιο δύσπιστο με κοσμική αντίληψη, πως δεν επρόκειτο για συνήθη Επίσκοπο. Ήταν ένας τρόπος να κρύψει με διάκριση τον πλούτο των αρετών του αλλά και να αφυπνίσει τη συνείδηση του πιστού, δίνοντας προτεραιότητα στη σωτηρία της ψυχής, θέλοντας να απελευθερώσει τη σκέψη από τα στεγανά της κοσμικής παραφροσύνης. Αποκρύπτοντας μέρος του μεγαλείου του, διαποτισμένος από την αγάπη και την επιθυμία όλοι να σωθούν, φανέρωνε το μέγεθος της αποταγής του από τα εγκόσμια, φτάνοντας μέχρι την εξουδένωση του εαυτού του, προκειμένου να αντισταθεί στην επιτήδευσι, στον ψεύτικο καθωσπρεπισμό που επιβάλλει η προσήλωση στα κοσμικά, έχοντας ο σπουδαίος Ιεράρχης σημείο αναφοράς την Ταρσώ και τη Μαρία Σκομπτσόβα μέσα στον τρικυμισμένο κόσμο.
Ζώντας μέσα στον κοινωνικό στίβο δεν αποχωρίστηκε ποτέ τον απλό άνθρωπο, τον ασήμαντο και αδύναμο, συμμετέχοντας στις αγωνίες του, ζώντας τις συγκινήσεις του. Δεν διαχώρισε τη θέση του, ούτε και την ευθύνη του. Η χαρά και η προκοπή του πιστού ήταν και δική του και οι πληγές του πιστού τον έκαναν να υποφέρει εξίσου. Η ευαισθησία της ψυχής του συγκλονίζεται με όσα συμβαίνουν γύρω του και κυρίως με όσα βλέπει να συντελούνται αφανώς στην ψυχή του ανθρώπου. Έτσι κάθε προσέγγιση, κάθε συνάντηση είναι διαφορετική, μοναδική καθώς και το κάθε πρόσωπο είναι μοναδικό. Λαμβάνοντας πληροφορία από τον Κύριο, βγαίνει ο ίδιος σε συνάντηση με τον πιστό και τον προσκαλεί σε μια συνομιλία πνευματική. Προετοιμασμένος με μια άλλη όραση, άλλη αντίληψη του μικρού γήινου χώρου, εκεί όπου διστάζει κάποιος να προχωρήσει και δειλιάζει να κοιτάξει πίσω, έρχεται ο φωτισμένος Ποιμενάρχης Αντώνιος Κόμπος να απαλλάξει την ψυχή από τα κοσμικά δεσμά της και να της δώσει φτερά για να πετάξει. Και ο πιστός που ακούει τη φωνή του να αντηχεί από τον ιερό άμβωνα ή τις συνάξεις παίρνει την απόφαση να υπερνικήσει τις προσωπικές του αδυναμίες και αθλιότητες και να πιαστεί από την πίστη του Χριστού και όλες τις αξίες που υπηρέτησε ο Άγιος Σισανίου και Σιατίστης Αντώνιος ως άλλος Απόστολος στη σύγχρονη εποχή.
Δεκαεννιά χρόνια μετά την κοίμησή του ( 17-12-2005), προπορεύεται και πάλι, τώρα νοερά και φωτίζει τον δρόμο μας. Μακάρι όλοι, όσοι τον αγαπήσαμε να ακολουθήσουμε τα βήματά του απεκδυόμενοι τον παλιό άνθρωπο και οδεύοντας προς την γέννηση του Θείου Βρέφους, ας θυμηθούμε την ιερή διδασκαλία του θεόπνευστου Ιεράρχη:
«Ἀπόψε εἶναι ἡ μοναδική εἰς την ἱστορίαν τῆς Οἰκουμένης Νύκτα. Σκυμμένοι με ἔκθαμβα μάτια, ἐπάνω εἰς την Φάτνην, αἰσθανόμεθα χωρίς προσπάθεια, ὅλα τα τῆς Χριστουγεννιάτικης νύκτας να παίρνουν, μόνα τους, το ἀληθινό τους ἀνάστημα, και το βαθύ, πραγματικό τους νόημα,να ἀποκαλύπτεται ὅλο το φῶς. Ἀπόψε εἶναι μία νύκτα μυστικῆς ἀδελφοσύνης, μία νύκτα ἐλευθερίας, ὅπου ὅλοι ἔχουν θέσιν. Και οἱ ἁπλοῖ και οἱ ἀγράμματοι βοσκοί. Και οἱ σοφοί μάγοι και τα ἄλογα ζῶα τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός ἐγγεννήθη, ἀλλά ὁ κόσμος εἶναι σκληρός και ὀλιγόπιστος. Ἡ Νύκτα τῆς Βηθλεέμ γεμίζει κάθε τόσο ἀπό Ἡρῶδες και ἐπιόρκους.
Πρέπει ὅλοι, σοφοί και ἀγγράμματοι, πλούσιοι και πένητες, να ταξιδεύσουν αὐτήν την νύκτα δια τῆς διανοίας των εἰς την Βηθλεέμ, δια να προσκυνήσουν μαζί με τους ποιμένας και τους μάγους τον Ἐνσαρκούμενον Ἀληθινόν Θεόν. Ἀπό την νύκτα ἐκείνην που κατῆλθε ὁ Θεός εἰς τον πλανήτην μας, ὁ ἄνθρωπος ἐκέρδισε την τιμήν και δόξαν τοῦ Θεοῦ, ἀλλά και την εἰρήνην εἰς τον ἐσωτερικόν του κόσμον, που θα ἀκτινοβολῇ και θα ἐκπέμπεται προς ὅλας τας ἐξωτερικάς κατευθύνσεις.{…}
Ὁ Θεός λέγει σήμερα εἰς τον ἄνθρωπον : Δια την ἀγάπην σου δέχομαι να ἀποβάλω την παντοδυναμίαν. Να ντυθῶ την ἀδυναμίαν σου. Δέχομαι τα βάσανά σου. Γίνομαι μαζί σου ἕνα. Να περπατήσω εἰς τον δρόμον σου. Να μοιρασθῶ την θλῖψιν σου. Να σταυρωθῶ και να πεθάνω για σένα. {…}
Σήμερα ἐάν μπορέσῃ ὁ ἄνθρωπος να ἀπαλλαγῇ δια μία και μόνον στιγμήν ἀπό τον κλοιόν τοῦ ἐγωϊσμοῦ που τον κατασπαράζει, που τον ἀναιρεῖ ὡς ἄνθρωπον κάθε στιγμή, ἐάν μπορέσῃ μέσα εἰς την χειμωνιάτικη νύκτα, να ἰδῇ τους Ἀγγέλους, ἴσως κατορθώσει να καταλάβῃ ὅτι το πᾶν τοῦ πολιτισμοῦ εἶναι ἡ ταπεινή και περιφρονημένη Φάτνη.» {ΠΕ 2002}
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ! 17-12- 2024
Σοφία Τρικελίδου
Φιλόλογος- 1ο ΓΕΛ Κοζάνης
Άγιε Δεσπότη μας Αντώνιος,κέρδισες την αγιότητα σου και αναγνωρίστηκες όταν ήσουν ακόμα εν ζωή.Πολλες οικογένειες είχαν την εικόνα σου στο εικονοστάσι.Στην ταφή σου χιλιάδες πνευματικά σου παιδιά φώναξαν ΆΓΙΟΣ ΆΓΙΟΣ ΆΓΙΟΣ! Την ευλογία σου να έχουμε!