Το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών κατάφερε ό,τι δεν πέτυχαν οι συμφορές που έπληξαν την πατρίδα μας με τη λήξη της περιόδου «χάριτος» τριάντα ετών των δυναστών μας, κατά την οποία επιταχύνθηκε ο εκμαυλισμός του λαού μας μέσω του καταναλωτισμού, που ενθαρρύνθηκε με ευμάρεια επίπλαστη λόγω αλόγιστου εξωτερικού δανεισμού. Ίσως και αυτό το δυστύχημα θα είχε λησμονηθεί, αν δεν ήταν οι συγγενείς των θυμάτων, που με πείσμα αγωνίζονται για τη δικαίωση αυτών με απόδοση δικαιοσύνης.
Οι εντυπωσιακότατες συγκεντρώσεις σε όλες τις πόλεις της χώρας και σε αρκετές άλλων χωρών, παρά τη διασπορά φόβου από πλευράς κυβερνητικής, θεωρήθηκαν από αναλυτές αφύπνιση του λαού, ο οποίος φαίνεται να διεκδικεί γενικότερα τα δίκαιά του και όχι μόνο το δίκαιο των νεκρών του δυστυχήματος. Είναι πράγματι μήνυμα αισιοδοξίας οι λαοσυνάξεις; Θα δείξει ο χρόνος. Πάντως όπως στις λαοσυνάξεις εν όψει της εκχώρησης της ιστορίας της Μακεδονίας στους Σλάβους γείτονές μας, κατ’ απαίτηση των ισχυρών «φίλων», «συμμάχων» και «εταίρων» μας, δεν ήταν λίγοι εκείνοι, που συμμετείχαν προσδοκώντας την πτώση της τότε κυβέρνησης, έτσι και τώρα αρκετοί προσδοκούν την πτώση της τωρινής. Αλλά αυτό θα εξαρτηθεί από τη θέληση του αφεντικού. Και θα αλλάξει κάτι στη δύσμοιρη χώρα μας με κάποια κυβερνητική μεταβολή; Καλό είναι να συνειδητοποιήσει πρωτίστως ο λαός μας ότι η χώρα μας δεν απολαμβάνει την ανεξαρτησία της. Τελεί υπό «προστασία», είναι δηλαδή προτεκτοράτο, όπως λέγεται ευγενικά στη διπλωματική γλώσσα η υποτέλεια ανίσχυρης χώρα από ισχυρή. Για να αγωνιστεί κάποιος για την ελευθερία του, πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι είναι υπόδουλος. Αν δεν το συνειδητοποιεί, τότε επαναπαύεται στην κρατούσα κατάσταση ή ελπίζει σε αλλαγή με την αντικατάσταση προσώπων από άλλα εξ ίσου πρόθυμα να υπηρετήσουν τα ξένα συμφέροντα, για να απογοητευθεί εκ νέου.
Δημοσκοπήσεις έδειξαν τη μικρή εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης προς τη δικαιοσύνη της χώρας μας, η οποία δεν λειτουργεί ανεξάρτητη από την εκτελεστική εξουσία. Σφάλλει άραγε η κοινή γνώμη ή μήπως αποτελεί έκπληξη το αποτέλεσμα της δημοσκόπησης. Η παρομοίωση του ιστού της δικαιοσύνης μ’ αυτόν της αράχνης δεν είναι του καιρού μας, είναι μακραίωνη. Πλείστοι των δικαστών διαχρονικά διαδραματίζουν ρόλο ανάλογο προς εκείνο του Πιλάτου στη δίκη του Χριστού. Λίγοι αδέκαστοι έμειναν στην ιστορία ως αντισταθέντες στους ισχυρούς των ημερών τους με συνέπειες οδυνηρές γι’ αυτούς. Ας θέσουμε όμως το ερώτημα: Γιατί να είναι οι δικαστές των ημερών μας αδέκαστοι, όταν ασκούνται σ’ αυτούς τρομερές πιέσεις, που εμείς αγνοούμε αλλά και δεν προσπαθούμε να φανταστούμε; Πόσοι βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος στραγγάλισαν τη συνείδησή τους και υπερψήφισαν το νομοσχέδιο για τον γάμο των ομοφυλοφίλων; Και όμως και αυτοί χειροκρότησαν ενθουσιωδώς πρόσφατα τον αρχηγό τους, αν και δήλωσε δημόσια ότι αποκαθιστά τη βιολογική τάξη στο θέμα των φύλων.
Η εντιμότητα, η συνέπεια και η σοβαρότητα έχουν φυγαδευθεί. Πέρα από τους δικαστές και τους πολιτικούς ποιος κλάδος δεν νοσεί βαρύτατα; Μήπως οι επιχειρηματίες, που έσπευσαν να επωφεληθούν από την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας μέσω του συνδέσμου διαπλοκής με την κρατική εξουσία, στην υπηρεσία του αδηφάγου διεθνούς κεφαλαίου, και ωθούν στη φτώχια ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του λαού μας; Δεν είναι αυτοί, που, ως ιδιοκτήτες τηλεοπτικών σταθμών, εκμαυλίζουν επί δεκαετίες τον ελληνικό λαό με τα άθλια προγράμματά τους; Δεν είναι αυτοί, που, ενώ ελάχιστα επί δύο έτη ασχολήθηκαν με το τραγικό δυστύχημα, ξαφνικά άρχισαν να επιτίθενται λάβροι κατά των υπευθύνων; Αυτή η ξαφνική μεταβολή δεν σχολιάστηκε όπως θα έπρεπε. Τι άραγε συνέβη; Συντάχθηκαν με τον λαό, που εκμεταλλεύονται και αποκοιμίζουν; Ασφαλώς όχι. Ίσως έχουν λάβει το μήνυμα ότι επίκεινται μεταβολές και σπεύδουν να επωφεληθούν.
Μήπως δεν νοσεί ο κλάδος των δημοσιογράφων, που κατ’ εντολή των πατρώνων τους ιδιοκτητών των μέσων ενημέρωσης αποσιωπούν ή διαστρέφουν την αλήθεια; Πού θα κρυφτούν όσοι αμείβονταν επιπρόσθετα από τα κονδύλια της υπηρεσίας των ΗΠΑ για την «εξωτερική βοήθεια», ώστε να προπαγανδίζουν τη γουόκ ατζέντα και να στηρίζουν σκανδαλωδώς κυβερνητικές επιλογές κατ’ εντολή έξωθεν; Αλλά μάλλον δεν θα δουν οι πίνακες το φως της δημοσιότητας, ώστε να συνεχίσουν να προσφέρουν αυτοί και άλλες υπηρεσίες. Άλλωστε και η λίστα Λαγκάρντ βρίσκεται σε κάποιο συρτάρι ακόμη και οι αναγραφόμενοι σ’ αυτήν έπαψαν να αγωνιούν.
Δεν νοσεί ο κλάδος της υγείας; Μήπως οι μεγαλογιατροί, που λαμβάνουν μεγάλες αμοιβές για επεμβάσεις χωρίς να δίνουν απόδειξη, ενώ η ΔΟΥ έθεσε στο στόχαστρο τον πωλητή της λαϊκής αγοράς, και οι άλλοι γιατροί, που ζητούν φακελάκι ή επωφελήθηκαν από την με αμοιβή εξέταση το απόγευμα σε σύστημα υγείας που τελεί υπό κατάρρευση διαφέρουν; Πλήθος γιατρών, για την εκπαίδευση των οποίων δαπάνησε μεγάλα ποσά το Κράτος προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε άλλες χώρες και οι κυβερνήσεις, ιδιαίτερα η παρούσα επαίρεται για το έργο που επιτέλεσε! Και αλλοίμονο στον φτωχό!
Δεν νοσεί ο κλάδος των εκπαιδευτικών, που επί έτη παθητικά αποδέχθηκε τις ολέθριες εγκυκλίους για επιβράβευση της «ήσσονος προσπάθειας» και της παροχής δικαιωμάτων στους μαθητές; Τώρα βέβαια υφίσταται οι εκπαιδευτικοί τις συνέπειες από την εξαγρίωση των μαθητών λόγω ανεπάρκειας των νέων γονέων να προσφέρουν στα τέκνα τους αγωγή και του εκμαυλισμού των παιδιών από τη μικρή οθόνη, το κινητό τηλέφωνο ή το διαδίκτυο.
Δεν νοσεί ο κλάδος των μηχανικών και εργολάβων διαπλεκομένων με δημόσιες υπηρεσίες και κατασκευζόντων δημόσια έργα με πληθώρα ελλείψεων και κακοτεχνιών; Δεν νοσεί ο κλάδος των νομικών συνδεδεμένων με παραδικαστικά κυκλώματα; Δεν νοσεί ο κλάδος των πάσης φύσεως εργοδοτών, διαπλεκομένων με την κρατική εξουσία και απασχολούντων εργάτες χωρίς ασφάλιση υπό συνθήκες επισφαλείς, με συνέπεια την αύξηση των εργατικών ατυχημάτων;
Πόσο μεγάλη είναι η ευθύνη των πνευματικών ποιμένων για όλα αυτά! Επί δεκαετίες ο λαός παρέμεινε αποίμαντος, καθώς η Ιεραρχία της Εκκλησίας επέλεξε να πορευθεί ως υποχείρια της «Νομω κρατούσης Πολιτείας», ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, παραμένουσα άφωνη ενώπιον των δοκιμασιών του λαού. Και ας μη λησμονούμε ότι η καταβαράθρωση της κοινωνίας μας έχει ως αφετηρία την αρχή της λεγόμενης περιόδου της μεταπολίτευσης. Τότε άρχισε η κατά μέτωπο επίθεση τόσο κατά της Εκκλησίας, επειδή πολλά εκκλησιαστικά πρόσωπα, κληρικοί και λαϊκοί, έπλεξαν το εγκώμιο των επιόρκων δικτατόρων, όσο και κατά της πατρίδας μας, επειδή ευτελίστηκε από αυτούς το τρίπτυχο «Πίστη, πατρίδα, οικογένεια».
Ο λαός μας, ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα, πορεύτηκε επευφημώντας εγκόσμιους σωτήρες της πατρίδας, έχοντας όμως πρωτίστως κατά νου το προσωπικό βόλεμα. Και γι’ αυτό απαραίτητη ήταν η γνωριμία με κάποιον με διασυνδέσεις με την εξουσία, βουλευτή ή στέλεχος κόμματος. Φοβούμαι ότι το σύνθημα «αρκεί να βολευτώ εγώ και ας σβήσει η Ελλάδα» έχει υιοθετηθεί από πολλούς Συνέλληνες. Πολλοί νέκρωσαν τη συνείδησή τους, προσκύνησαν τους ισχυρούς, χειροκρότησαν στις πλατείες κούφιους λόγους, φανατίστηκαν ώστε να επιτίθενται κατά κομματικών αντιπάλων, θεώρησαν την καρέκλα της Υπηρεσίας, στην οποία τοποθετήθηκαν όχι με αξιοκρατικές διαδικασίες, ως φέουδό τους και έγιναν τα φόβητρα των πολιτών, που είχαν χρέος να υπηρετήσουν. Ακόμη θεώρησαν ότι οι ισχυρές τους πλάτες θα τους προστάτευαν από κάθε συνέπεια λόγω ανεπαρκούς απόδοσης στην εργασία. Έτσι φθάσαμε να κακοχαρακτηριστεί ο δημόσιος τομέας για τη χαμηλή παραγωγικότητα και να καταστεί ευχερής η εκποίηση της δημόσιας υπηρεσίας στους ιδιώτες. Τώρα απολαμβάνουμε την ακρίβεια, που μας πλήττει, ενώ οι νέοι μας εκπατρίστηκαν και η πατρίδα μας παραμένει καταχρεωμένη.
Όλοι ποθούμε την αλλαγή. Πώς όμως θα έλθει αυτή; Αρκεί η κυβερνητική αλλαγή; Λίγες είναι αυτές που δοκιμάσαμε; Μήπως είναι καιρός να συνειδητοποιήσουμε ότι πρωτίστως πρέπει να αλλάξουμε ο καθένας μας; Καλές οι πορείες συμπαράστασης σε θύματα. Αν όμως χειροκροτούμε και εκλιπαρούμε τους θύτες γινόμαστε σε κάποιον βαθμό συνένοχοι.
«Μακρυγιάννης»