Μία ταινία χαμένη, αλλά όχι ξεχασμένη, εντοπίστηκε μετά από δεκαετίες χάρη στο πείσμα των ανθρώπων που επέμεναν να τη βρουν και προβλήθηκε σήμερα για πρώτη φορά μετά από χρόνια στο κοινό του 27ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Η ταινία «Καστοριά» (1969) του Τάκη Κανελλόπουλου, είναι ανάμεσα στις 19 ταινίες τεκμηρίωσης του αφιερώματος με τίτλο «Γεωγραφία του βλέμματος: Η εκτός σχεδίου Ελλάδα (1950-2000)», που συνθέτουν ένα πολυεπίπεδο και διαφωτιστικό πορτρέτο της κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής ζωής της χώρας στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.
Στην «Καστοριά», ένας έφιππος ξένος ταξιδιώτης, αναζητά μια νεράιδα μέσα στη σύγχρονη αλλά περισσότερο άχρονη καθημερινότητα της μακεδονικής πόλης. Κάποια στιγμή, γίνεται μέσα του η αποκάλυψη, ότι αυτό που έψαχνε, η ομορφιά που γύρευε, η νεράιδα, ήταν η ίδια η πολιτεία. Η Καστοριά. Ο Τάκης Κανελλόπουλος χρησιμοποιεί τον μύθο (και την αναπαράστασή του) ως μια γέφυρα ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, μυθοποιώντας τελικά μια πόλη η οποία μέσα από το βλέμμα του ανακτά εκ νέου τα χαρακτηριστικά μιας ελληνικότητας σπάνιας, σμιλεμένης από φαντάσματα βυζαντινά, ξεσπάσματα αρχαιοελληνικά, υλικά από χώμα και νερό απάτριδα κι όμως βαθιά ριζωμένα σε μια Ελλάδα που μένει να ανακαλυφθεί.
Στην ανοιχτή συζήτηση με τίτλο «Καστοριά: Ο ξανακερδισμένος τόπος του Τάκη Κανελλόπουλου», που ακολούθησε της προβολής της 24λεπτης ταινίας, οι επιμελητές του αφιερώματος ξετύλιξαν το νήμα της περιπετειώδους ανεύρεσης της ταινίας, λέγοντας ότι αυτή ξεκίνησε κατά την προετοιμασία για το 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όταν -με αφορμή το αφιέρωμα που είχε γίνει στον Τάκη Κανελλόπουλο, το Φεστιβάλ αναζήτησε τo ντοκιμαντέρ «Καστοριά» του Θεσσαλονικιού δημιουργού, χωρίς αποτέλεσμα. Ωστόσο, μέσα από τη διαδικασία εκείνης της αναζήτησης, η έρευνα συνεχίστηκε και τελικά η ταινία βρέθηκε πέρυσι, μέσα από ένα δίκτυο συλλεκτών.
«Έχουμε την ευκαιρία σήμερα να παρακολουθήσουμε μία ταινία που για μας είναι κάτι σαν το …ιερό δισκοπότηρο, μια ταινία χαμένη επί δεκαετίες και ένα μέρος της άτυπης “Μακεδονικής τριλογίας” η οποία ξεκίνησε με το “Μακεδονικό Γάμο” το περίφημο ντοκιμαντέρ που γυρίστηκε στο Βελβεντό Κοζάνης το 1960, το 1961 συνεχίστηκε αυτή η περιήγηση του Τάκη Κανελλόπουλου στη μακεδονική ύπαιθρο στη “Θάσο” και το 1969, στο τέλος δεκαετίας του ’60, σε μια μεταβατική στιγμή για τον σπουδαιότερο αυτόν Θεσσαλονικιό σκηνοθέτη, είμαστε στην Καστοριά», εξήγησε ο συνεργάτης του διεθνούς προγράμματος του Φεστιβάλ Γιάννης Παλαβός.
Στην αρχική της εκδοχή η ταινία ήταν έγχρωμη, όμως η κόπια που κατάφεραν να βρουν οι συνεργάτες του Φεστιβάλ, είναι ασπρόμαυρη. «Υπάρχουν πάρα πολύ λίγα αρχεία για αυτήν την ταινία και είχαν γραφτεί επίσης πάρα πολύ λίγα κείμενα το 1969 όταν παίχτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και πήρε το βραβείο μικρού μήκους ντοκιμαντέρ», σημείωσε από την πλευρά του ο κριτικός κινηματογράφου Μανώλης Κρανάκης, τονίζοντας ότι «η αναζήτηση συνεχίζεται» και ίσως κάποια στιγμή να μπορέσουν να βρουν και την έγχρωμη εκδοχή της.
Την έλλειψη σαφών πληροφοριών για κάποιες παλιές ταινίες, για τις οποίες δεν υπάρχουν κόπιες ή υπάρχουν σε λιγότερο καλή κατάσταση, σχολίασε η επικεφαλής του Ελληνικού προγράμματος του Φεστιβάλ Ελένη Ανδρουτσοπούλου. «Αυτό σημαίνει ότι σιγά σιγά πεθαίνει ένα κομμάτι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, αλλά και της έμπνευσης των νέων δημιουργών, ενώ χάνεται μια σημαντική ευκαιρία του κοινού να ξαναδεί τις ταινίες ή να τις γνωρίσει αν δεν τις έχει δει».
Η Καστοριά του Τάκη Κανελλόπουλου μέσα από τα μάτια νέων δημιουργών
Στη συνέχεια οι τρεις επιμελητές του αφιερώματος έθεσαν το ερώτημα «πώς αποτυπώνεται το θυμικό και η ψυχή ενός τόπου, και ιδίως της ελληνικής υπαίθρου, μέσα από το ιδιότυπο καλλιτεχνικό βλέμμα σημαντικών Ελλήνων δημιουργών;» και έδωσαν το λόγο σε δύο σημαντικούς Έλληνες σκηνοθέτες της νεότερης γενιάς, τον Νεριτάν Ζιντζιρία και τη Χρυσιάννα Παπαδάκη -αμφότεροι βραβευμένοι από το Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας- να εκφράσουν τις σκέψεις τους.
«Αυτό που κάνει ο Κανελλόπουλος είναι τεχνικά να φτιάξει ένα συνονθύλευμα από κάποιες λεπτομέρειες, από γκρό πλάν κι από κινήσεις της κάμερας, φτιάχνοντας μια προσωπογραφία ενός τόπου, που αν κάνεις ένα βήμα πίσω και το δεις στη μεγάλη εικόνα, αρχίζεις και επικεντρώνεσαι σε κάποιες λεπτομέρειες που σου φαίνονται πολύ γνώριμες. Καταφέρνει λοιπόν με έναν τρόπο που μεγάλοι δημιουργοί το έχουν σαν ικανότητα, να …σκηνοθετήσουν το βλέμμα του θεατή να επικεντρωθεί σε εκείνη τη λεπτομέρεια που καθρεφτίζει και δημιουργεί μια αντανάκλαση», είπε ο Νεριτάν Ζιντζιρία.
Ο ίδιος, είχε πάντα ενδιαφέρον να βλέπει δημιουργούς οι οποίοι έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στο να ασχοληθεί με το σινεμά. «Όταν ξεκίνησα το 2008, δεν υπήρχαν πολλοί νέοι κινηματογραφιστές με τους οποίους μπορούσα να συμμεριστώ το ενδιαφέρον μου για την ελληνική επαρχία, οπότε ξεκίνησα μια μελέτη και μια έρευνα πάνω στα κλασικά. Δεν θα μπορούσα λοιπόν να μην δω τον “Μακεδονικό γάμο”. Εκείνο που με συγκίνησε σ’ αυτήν τη ταινία, ήταν το πώς αντιλαμβάνεται η κάμερα τον τόπο. Συνειδητοποίησα για πρώτη φορά ότι αρκεί ένας σκηνοθέτης, μία ματιά, προκειμένου ένα χωριό, να υπερβεί τα εγχώρια σύνορα ή τη ντοπιολαλιά και να ανέβει σε ένα σημείο που μπορεί να συνδιαλλαχθεί με ανθρώπους και τόπους που είναι εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά».
«Είδα την Καστοριά και αποτελούσε κάπως σαν ένα παραμύθι με έντονες, αργές, σχεδόν σουρεαλιστικές εικόνες. ‘Αρα είναι ντοκιμαντέρ και δεν είναι ρεαλισμός ταυτόχρονα, γιατί κάνει αυτό που είναι ξένο κάτι γνώριμο, με τον τρόπο που την προσεγγίζει φωτογραφικά. Ταυτόχρονα η Καστοριά έχει κάτι εξώκοσμο σχεδόν», είπε από την πλευρά της η Χρυσιάννα Παπαδάκη, που, δεδομένων κάποιων στημένων πλάνων, της αφήγησης και της ιστορίας της ταινίας, δεν έχει καταλήξει αν αποτελεί ντοκιμαντέρ ή ταινία μυθοπλασίας.
«Πιστεύω ότι ο Κανελλόπουλος κάνει κάτι σαν ένα είδος αρχείου μιας περιοχής, ενός τόπου, αλλά ταυτόχρονα κάπως βγαίνει εκτός χωροχρόνου. Για μένα δεν βλέπουμε την Καστοριά με πολύ συγκεκριμένα στοιχεία της δεκαετίας του εξήντα. Βλέπουμε εικόνες που παραπέμπουν -πιστεύω επίτηδες- σε κάτι μεσαιωνικό, σε κάτι βυζαντινό…», πρόσθεσε, καταλήγοντας πως θεωρεί «απίθανο» και «μαγεία του Κανελλόπουλου» το «πώς μπορείς να δημιουργήσεις ένα παραμύθι με στοιχεία σουρεαλισμού, αλλά ταυτόχρονα να κάνεις και λαογραφία της Καστοριάς».
*Πηγή φωτογραφίας Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
Βαρβάρα Καζαντζίδου
© ΑΠΕ-ΜΠΕ